Ορθοδοξία

Αρχική Ορθοδοξία Σελίδα 59

Η κρατική σφηκοφωλιά της ΕΡΤ ετοιμάζεται για δεύτερο γύρο πολέμου κατά της Εκκλησίας.

0
εκκλησίας

Η κρατική σφηκοφωλιά της ΕΡΤ ετοιμάζεται για δεύτερο γύρο πολέμου κατά της Εκκλησίας.

Η κρατική σφηκοφωλιά της ΕΡΤ ετοιμάζεται για δεύτερο γύρο πολέμου κατά της Εκκλησίας.

Ο σεβαστός και ευγενέστατος Ιερομόναχος Ιγνάτιος της Ι. Μονής Αγίας Παρασκευής Εορδαίας, ενδεχομένως για να διορθώσει τις ανακρίβειες που δημοσιεύτηκαν στο kozanimedia.gr σχετικά με την αυστηρή παρατήρηση (δόξα τω Θεώ) που έκανε στην ηλικιωμένη που φορούσε μάσκα εντός του Ιερού Ναού, εμφανίστηκε στο βοθροκάναλο της ΕΡΤ για να κάνει κάποιες διευκρινήσεις. Άθελά του όμως έδωσε την ευκαιρία στους εντεταλμένους υπαλλήλους της κρατικής σφηκοφωλιάς να αναλάβουν για άλλη μια φορά ρόλο εισαγγελέα κατά της Εκκλησίας.

Θλιβερότατη «δημοσιογραφία» με τα χρήματα των φορολογουμένων από το κατάπτυστο κανάλι της ΕΡΤ. Δόξα τω Θεώ που σταμάτησα εδώ και χρόνια να παρακολουθώ το κουτί του διαβόλου. Το θρασύδειλο φυντάνι που βλέπετε στην φωτογραφία μιλούσε πάνω από την φωνή του π. Ιγνατίου για να μην ακούγονται αυτά που έλεγε, χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να σχολιάσει / απαντήσει διότι τον είχε αποσυνδέσει από το στούντιο. Με αυτές τις κουτοπόνηρες αλητείες επιχειρούν να διαλύσουν το ηθικό μας και την Πίστη μας. Δεν άντεξα να δω παραπέρα.

Το δημοσίευμα προσπαθεί να αφήσει υπόνοιες ότι ο π. Ιγνάτιος είναι κάποιος φαντασμένος συνωμοσιολόγος. Το ίδιο και για την Μονή, προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως «σχισματική», επικαλούμενοι τον Φλωρίνης Θεόκλητο ότι «το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής λειτουργεί αυτοβούλως». (Καλά! Τί πάει να πει «αυτοβούλως»;) Ενώ η κρατική σφηκοφωλιά με την παραπλανητική λεζάντα «πατέρας Ιγνάτιος: γιατί διέκοψα τη Λειτουργία» θα μας πει σε λίγο ότι υπερασπίζεται την Θεία Λειτουργία!!

Και όλα τα παραπάνω συμβαίνουν την ώρα που ακούγεται ότι οι μάσκες ενδέχεται να γίνουν υποχρεωτικές και μέσα στις Εκκλησίες. Και κάπως έτσι δημιουργούν τα δύο «στρατόπεδα» για τον νέο γύρο: Τους «ακραίους» άνευ μάσκας και τους «συνετούς» με μάσκα! Οι ευθύνες της διοικούσης Εκκλησίας που αδιαφορεί να υπερασπιστεί την Ορθόδοξη θέση είναι τεράστιες, διότι αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στους διάφορους ασυνείδητους να διχάζουν το εν πολλοίς ακατήχητο ποίμνιο για τα βρώμικα παιχνίδια τους.

Είναι πολύ σοβαρό το θέμα αυτό, ας το καταλάβουμε Μην εμφανίζεσθε στα κανάλια αδελφοί. Μην τους αναγνωρίζετε ρόλο εισαγγελέα. Μην τους δίνετε αξία. Μην τους δίνετε την ευκαιρία να περνούν μηνύματα υποταγής και συμμόρφωσης στον λαό. Κατεβάστε τους τον διακόπτη. Διαγράψτε τους από την ζωή μας. Αγνοείστε τους. Ακυρώστε τους. Τελειώστε τους. Δεν υπάρχουν.


ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ

 

Οι  Άγιοι  Πάντες  Διδάσκαλοι  Ορθοδοξίας (Ι. Λίτινας)

Άγιοι Πάντες

Οι  Άγιοι  Πάντες  Διδάσκαλοι  Ορθοδοξίας

Οι  Άγιοι  Πάντες  Διδάσκαλοι  Ορθοδοξίας (Ι. Λίτινας)

Καιροί δύσκολοι. Καιροί αναθεωρήσεως και αμφισβητήσεως πάντων. Ακόμα κι αυτών των ευεργετών μας, Αγίων Πατέρων.

Μεσολαβούντος ικανού διαστήματος, αφότου δημοσιεύθηκε το άρθρο του πολυγραφότατου, σεβαστού πατρός Βασιλείου Μπακογιάννη, υπό τον τίτλο: «Δάσκαλοι Ὀρθοδοξίας», χωρίς να υποπέσει στην αντίληψή μας κάποια αντίδραση στα ισχυριζόμενα εν αυτώ, θεωρήσαμε χρέος ως άλλοι έσχατοι λίθοιi να υπερασπίσουμε την αλήθειαii, με την ελπίδα, αφενός μεν να αναθεωρήσει ο πατήρ τις εν προκειμένω απόψεις του, αφετέρου δε, να ανορθωθεί έστω και ενός πιστού η συνείδηση, που πιθανόν εσκανδαλίσθη.

Αρχικώς θα θέλαμε να καταθέσουμε ότι, διαβάζοντας το άρθρο, αποκομίσαμε αισθήματα λύπης. θλίψη ανέβηκε στην καρδιά, καθώς αντελαμβανόμεθα έντονα, ένα πνεύμα απομείωσης του μεγαλείου και της σπουδαιότητας των Αγίων Πατέρων, εκείνων που ο π.Βασίλειος κατατάσσει στους «αγράμματους».

Αυτό που επιχειρείται να καταδειχθεί στο σύντομό του κείμενο, είναι μία διάκριση μεταξύ των Αγίων Πατέρων σε «Δασκάλους Ορθοδοξίας» και μη. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσει τους εγγράμματους Αγίους, ενώ στη δεύτερη τους αγράμματους:

«Τά ἀνωτέρω μᾶς λένε, ὅτι Δάσκαλοι Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος ὁ Μέγας, Παχώμιος ὁ Μέγας, Σισώης ὁ Μέγας κ.λ.π., ἀλλά οἱ ἐγγράμματοι Ἅγιοι, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μ. Βασίλειος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.λ.π»

Από το συμπέρασμα αυτό, με το οποίο καταλήγει το άρθρο, ο αναγνώστης εξάγει αβίαστα και ένα δεύτερο συμπέρασμα, απόρροια της όλης συλλογιστικής που ακολουθήθηκε: “Δεν πρέπει να δίνω σημασία σ΄αυτά που λέει ο Άγιος Παΐσιος για τον Οικουμενισμό. Δεν είναι Δάσκαλος Ορθοδοξίας. Ήταν αγράμματος. Πιθανόν μάλιστα, να είχε και λάθος κρίση περί αυτού, αφού φαίνεται ότι άλλοι άγιοι διαφωνούσαν μαζί του και άρα ό,τι είπε για τον Οικουμενισμό δεν ήταν από το Άγιο Πνεύμα”.

Παρόμοια διάκριση προωθείται και στη σύγχρονη θεολογική έρευνα, με τη διαφορά ότι εκεί δεν έγκειται στο στεγνό δίπολο “εγγράμματοι – αγράμματοι”, αλλά στο αν η διδασκαλία, το έργο ενός αγίου είχε, κατά τη δεδομένη εκκλησιαστική περίοδο θεολογικής κρίσης, την «ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ’ όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτώνiii», ή όχι. Διάκριση δηλ. καθαρά ακαδημαϊκή. Όχι ουσιαστική. Υπό αυτό το πρίσμα «Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία»iv.

Ουσιαστικώς όμως ισχύει το του Χριστού μας, ότι αυτός που εφαρμόζει τις εντολές Του και έτσι διδάσκει θα ονομαστεί Μέγας: «ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ.5,19), και που ερμηνεύει ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος:

«Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ἐκεῖνον ἐπαινεῖ τὸν διδάσκαλον, τὸν διὰ τῶν ἔργων καὶ διὰ τῶν ῥημάτων ἀπηρτισμένην ἐπιδεικνύντα τὴν διδασκαλίαν»v.

Ας εξετάσουμε όμως το άρθρο απ΄ την αρχή:

«Αὐτό εἶπε ὁ Παΐσιος γιά τόν Οἰκουμενισμό», λένε μερικοί, καί τό κάνουν «σημαία». Καί ἐπειδή τό εἶπε ὁ Ὅσιος Παΐσιος εἶναι δόγμα ἀδιαπραγμάτευτο;»

Εξ’ αρχής λοιπόν, προβάλλεται μία αμφισβήτηση της διδασκαλίας του Οσίου περί της αιρέσεως του Οικουμενισμού. Από τις πρώτες φράσεις αυτές, το κύρος του Οσίου Παϊσίου πλήττεται ευθέως. Ερωτήματα αρχίζουν να ξεπηδούν στον απλό αναγνώστη : “Είναι άραγε λανθασμένα αυτά που είπε ο άγιος για τον Οικουμενισμό; Είναι αναξιόπιστος τελικά;”

Πριν δώσει απάντηση στα ερωτήματά του, προχωρά στην ανάγνωση για να δει το πώς υποστηρίζει ο συγγραφέας τη γνώμη του. Διαβάζοντας έτσι παρακάτω, συμπεραίνει ότι η εγκυρότητα της διδασκαλίας του Αγίου Παϊσίου για τον Οικουμενισμό αμφισβητείται, διότι ένας άλλος Άγιος, ο Όσιος Πορφύριος, διαφωνούσε με τον Άγ.Παΐσιο! Εντέχνως παρεμβάλεται ένα παράδειγμα διαφωνίας μεταξύ των αγίων, το οποίο όμως δεν αφορά τη διδασκαλία τους για τον Οικουμενισμό, αφού οι δύο άγιοι είχαν κοινή πεποίθηση περί αυτούvi, αλλά τίθεται ως παράδειγμα μία διαφωνία, που αφορούσε την αντιμετώπιση του «666» και του αντιχρίστου. Και αυτή τους η διαφωνία όμως δεν ήταν επί της ουσίας, δεν ήταν επί της διδασκαλίας περί των εσχατολογικών αυτών θεμάτων. Δεν είχαν διαφορετική πεποίθηση μεταξύ τους πάνω στην πίστη για τα έσχατα.

«Καί ὁ Πορφύριος (ὁ Μπαραϊκτάρης) ἦταν Ὅσιος, ὅμως διαφωνοῦσε μέ τόν Ὅσιο Παϊσιο. Π.χ. ἄλλη ἄποψη εἶχε ὁ πρῶτος γιά τό «666» (τό θεωροῦσε ἀσήμαντο), καί ἄλλη ὁ δεύτερος. Μάλιστα, ὁ δεύτερος (Παϊσιος) ἐξέδωσε καί εἰδικό φυλλάδιο, γιά νά ἐνημερώσει τό κοινό».

Είναι ανακριβής ο ισχυρισμός στο άρθρο ότι ο Άγ.Πορφύριος «θεωροῦσε ἀσήμαντο» το «666». Αυτό που συμβούλευε περί αυτού, ήταν να μη το φοβόμαστε. Ωστόσο, με το να μας προτρέπει ο Άγιος να μη φοβόμαστε τον αντίχριστο και το «666», δεν μας διδάσκει να τα θεωρούμε ασήμαντα. Όπως και η προτροπή του ιδίου Πατρός να μη φοβόμαστε το θάνατοvii, δεν παραπέμπει στο ότι ο θάνατος είναι ασήμαντος. Το αντίθετο μάλιστα. Είναι τόσο σημαντικός, δίδασκε, όσο η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίουviii, γι΄αυτό και πρέπει ο άνθρωπος να μάθει και το πώς να πεθάνει.ix

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως η διαφωνία γνώμης είναι απολύτως ανθρώπινη και επαναλαμβάνεται αρκετά στην ιστορία της Εκκλησίας, ακόμα και μεταξύ των Αποστόλωνx. Η συμφωνία των Πατέρων (consensus patrum), τα δόγματά τους, είναι εκείνα που επιβεβαιώνουν και σφραγίζουν την πίστη της Εκκλησίας. «Τῶν ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν πατέρων τὰ δόγματα, τῇ ἐκκλησία μίαν τὴν πίστιν ἐσφράγισεν, καὶ τὸν χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καὶ δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον»xi.

Στο ζήτημα του Οικουμενισμού, ως δογματικό, δεν παρατηρείται μεταξύ των αγίων καμία διαφωνία. Αντιθέτως, υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Είναι αναντίρρητα μία κατεγνωσμένη υπό των αγίων Πατέρων αίρεση. Έχει καταγγελθεί ως αίρεση τουλάχιστον από τους Άγ.Παϊσιο, Άγ.Πορφύριο, Αγ.Ιουστίνο Πόποβιτς, Αγ.Εφραίμ Κατουνακιώτη, Αγ.Ιωσήφ Ησυχαστή, Άγ.Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Αγ.Νεομάρτυρα Ιλαρίωνα (Τροϋτσκυ), Άγ.Νικόλαο Βελιμίροβιτς κ.α. καθώς και από τους οσιακής βιοτής γέροντες Αθανάσιο Μυτιληναίο, Κλεόπα (Ιλίε), Φιλόθεο Ζερβάκο, επίσκοπο Αυγουστίνο Καντιώτη κ.α.

Στην περίπτωση αυτή θεωρούμε βέβαιη την επιπνοία του Αγίου Πνεύματος, αφού στην πραγματικότητα οι προαναφερθέντες άγιοι Πατέρες δεν έκαναν τίποτα άλλο, από το να εκφράσουν αυτό που η Εκκλησία διδάσκει και ομολογεί διαχρονικώς, ήτοι το δόγμα περί της Μοναδικότητας της Εκκλησίας, δόγμα που βάναυσα κακοποιεί ο Οικουμενισμός.

Εν συνεχεία στο άρθρο, αφού σπάρθηκαν στις συνειδήσεις οι «κατάλληλες» αμφιβολίες για την εγκυρότητα της διδασκαλίας του Αγίου Παϊσίου, προτίθεται το ερώτημα: «Λοιπόν; Σέ ποιόν ἀπό τούς δύο μίλησε τό Ἅγιο Πνεῦμα;» οδηγώντας μας σε αμηχανία, μιας και οι Άγιοι «απεδείχθη» ότι δήθεν διαφωνούσαν. Μπερδεύοντας έτι περισσότερο τον νου του αναγνώστη, ακολουθεί μία γενικώς αποδεκτή θεώρηση, αν και όχι χωρίς ημαρτημένα:

«Μπορεῖ νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν «κατέλαβε» τή θέση τοῦ μυαλοῦ τους. Δούλευε τό μυαλό τους, ἀλλά ὅποτε ἔκρινε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔκανε τίς «ἐπεμβάσεις» Του. Δηλαδή, «δούλευε» καί ἡ προσωπική τους κρίση, μάλιστα πιό πολύ «δούλευε» ἡ προσωπική τους κρίση, παρά τό Ἅγιο Πνεῦμα! Οὔτε οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι «κινοῦντο» πάντα ἐξ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ἐξ ἰδίας κρίσεως».

Όμως αυτή η θεώρηση, δεν άπτεται της περίπτωσης που καταδείξαμε περί Οικουμενισμού, το οποίο, όπως αναφέραμε, είναι θέμα δογματικό. Δεν ομιλούμε δηλ. για «προσωπική κρίση» κάποιου αγίου που μπορεί να διαφέρει από την προσωπική κρίση κάποιου άλλου, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε μη δογματικά και επουσιώδη ζητήματα, αλλά για την κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας περί της συγκεκριμένης αιρέσεως.

Κατόπιν η αμφισβήτηση του αγ.Παϊσίου μεταφέρεται στο επίπεδο γνώσεών του. “Μπορεί να είχε το Άγιο Πνεύμα αλλά δεν είχε τις απαραίτητες θεολογικές γνώσεις για να μπορεί να διδάξει” :

«Οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό ἄσοφοι ἔγιναν σοφοί. Ὅμως, αὐτό ἔγινε μιά φορά, καί δέν ξαναγίνεται, γιατί μιά φορά παραδόθηκε ἡ πίστη. Μπορεῖ, λοιπόν οἱ Ὅσιοι Παϊσιος, Πορφύριος (καί ὄχι μόνο), νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν τούς δίδαξε οὔτε θεολογία, οὔτε δογματική, οὔτε ἐκκλησιαστική ἱστορία. Μέ τίς γνώσεις πού εἶχαν, μέ αὐτές ἔμειναν.  Π.χ. ὁ Μ. Ἀντώνιος ἦταν μεγάλος Ὅσιος. Ὅμως, ἀγράμματος ἦταν, ἀγράμματος παρέμενε. Γι’αὐτό δέν εἶχε τίς ἀπαραίτητες θεολογικές γνώσεις γιά νά νά ἀντιμετωπίσει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, πού κυριαρχοῦσε στήν ἐποχή του. Ὅσοι τόν ρωτοῦσαν, τούς ἔστελνε στόν Μ. Ἀθανάσιο, πού εἶχε γνώσεις θεολογικές».

Απορούμε με τα ισχυριζόμενα. Πως είναι δυνατόν να περιορίζεται η δράση του Αγίου Πνεύματος αποκλειστικά στην περίπτωση των Αποστόλων, όπου από άσοφοι έγιναν σοφοί; Το Άγιο Πνεύμα επέπεσε μόνο στους Αποστόλους και με μόνο σκοπό να παραδοθεί η πίστη; Δεν ενήργησε ποτέ ξανά στη ζωή της Εκκλησίας; Δεν απέκτησαν αυτό όλοι οι πνευματοφόροι άγιοι καθιστώντας τους σοφούς; Οι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες τις Οικουμενικές Συνόδους, διατυπώνοντας τα δόγματα της Πίστεως, δεν είχαν Άγιο Πνεύμα; Πώς έγιναν οι όσιοι μοναχοί “σοφότατοι καθηγητές της ερήμου” ώστε να μας παραδόσουν αθάνατα διδάγματα ορθοδόξου ζωής; Όχι δι΄ Αγίου Πνεύματος; Θεολόγους αγίους, μετά τους Αποστόλους, δεν έχουμε; Θεολόγοι άγιοι είναι μόνο οι εγγράμματοι;

Πλην όμως, «τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖxii». Θεολόγοι είναι όλοι εκείνοι που έφτασαν στην θεωρία της ακτίστου δόξης του Θεούxiii. Εγγράμματοι και αγράμματοι. Γι΄αυτό και είναι θεοδίδακτοι. Ακόμα κι εκείνοι που δεν σπούδασαν την ακαδημαϊκή θεολογία, εντούτοις θεολογούν αυθεντικά εξ΄αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνονxiv. Θεολογούν απλανώς ως θεόπτεςxv. Τι λοιπόν κι αν ήταν αγράμματοι; Ο Μέγας Αντώνιος, αν και αγράμματος, ήταν όχι απλώς “Δάσκαλος Ορθοδοξίας” αλλά Καθηγητήςxvi, όπως τον επονομάζει και υμνεί η Εκκλησία. Αληθώς θεοδίδακτος:

«Ἐνοικοῦντά σοι ἔχων, τὸν τὰ πάντα βλέποντα Θεὸν μακάριον, ἐκδιδάσκοντά σε, καὶ φωτίζοντα καὶ συνετίζοντα, τῶν ψυχῶν Τρισμάκαρ, τῶν καθαρῶν καὶ μακαρίων, τὰς ἀνόδους ὁρᾶν κατηξίωσαιxvii».

Και βεβαίως είχε από Θεού την ικανότητα όχι μόνο να διδάσκει, αλλά και να αντιμετωπίζει τους αλλόθρησκους, τους αιρετικούς και σχισματικούς, όπως έκανε επανειλημμένως κατά των ειδωλολατρών, των αρειανών, των μανιχαίων και σχισματικών μελιτιανών, όπως μαρτυρεί ο Μέγας Αθανάσιος. Αποστρεφόταν τους αιρετικούς και παρήγγελνε το λαό «μηδὲ μίαν ἔχετε κοινωνίαν πρὸς τοὺς ἀσεβεστάτους Ἀρειανούς· Οὐδεμία γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος»xviii. Αν και αγράμματος αποστόμωνε τους φιλοσόφουςxix και εδίδασκε με ακρίβεια τα ορθόδοξα δόγματα στο λαό της Αλεξάνδρειας, με παρότρυνση του επισκόπου, για να τους προφυλάξει από την αίρεση των αρειανών!

«Ἐδίδασκέ τε τὸν λαὸν μὴ εἶναι κτίσμα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, μηδὲ ἐξ οὐκ ὄντων γεγενῆσθαι· ἀλλ’ ὅτι ἀΐδιός ἐστι τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας Λόγος καὶ Σοφία. Δι’ ὃ καὶ ἀσεβές ἐστι λέγειν· Ἦν ὅτε οὐκ ἦν· ἦν γὰρ ἀεὶ ὁ Λόγος συνυπάρχων τῷ Πατρί» xx

Στις αιτιάσεις περί της αγραμματοσύνης του, απαντά ο Άγιος:

«Σε εκείνους που υπάρχει η ενεργός πίστις, σ΄αυτούς δεν είναι απαραίτητος η δια λόγων απόδειξις ή μάλλον είναι περιττή. Και πράγματι εκείνο το οποίο εμείς εννοούμε με την πίστη, αυτό εσείς προσπαθείτε να καταλάβετε με τα λόγια. Και πολλές φορές εκείνα που εμείς ζούμε, εσείς ούτε να εκφρασθείτε μπορείτε. Συνεπώς καλύτερα και ασφαλέστερη είναι η ενέργεια της πίστεως από τους σοφιστικούς συλλογισμούς σας»xxi.

Οι  Άγιοι  Πάντες  Διδάσκαλοι  Ορθοδοξίας (Ι. Λίτινας)

Οι Άγιοι βίωνουν τα δόγματα, γι΄αυτό και μαζί με την Αγία Γραφή, οι Πατέρες «επικαλούνται και την εμπειρία των ζώντων θεουμένων, όταν εμφανισθή μία αίρεσις. Όταν εμφανίσθηκε η αίρεσις του Αρείου, οι Πατέρες επεκαλέσθησαν και την εμπειρία των θεουμένων που ζούσαν κατά την εποχή της Αρειανικής διαμάχης»xxii. Ένας εξ΄ αυτών και ο Μέγας Αντώνιος κι ο επίσης ολιγογράμματος Άγιος Σπυρίδων.

Ομοίως κι ο Άγιος Παΐσιος δίδασκε αποτελεσματικά την Ορθοδοξία. Στην Κόνιτσα κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ορθοδοξία 80 περίπου οικογένειες από τους αιρετικούς προτεστάντες. Είχε οικειωθεί το Άγιο Πνεύμα και δίδασκε για την θεολογία:

«Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν κατεβαίνει μέ μηχανές∙ γι’ αὐτό ἡ θεολογία δέν ἔχει καμμιά δουλειά μέ τό στεῖρο ἐπιστημονικό πνεῦμα. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει μόνο Του, ὅταν βρῆ τίς πνευματικές προϋποθέσεις στόν ἄνθρωπο».»xxiii.

Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν, ως “σοφώτατον και φιλανθρωπότατον” καθιστά σοφούς και φιλανθρώπους αυτούς που προσλαμβάνειxxiv. Θεολόγος και κήρυξ του Σωτήρος ήταν κι ο καταφυγών από παιδική ηλικία στην έρημο, Ιωάννης ο Βαπτιστήςxxv, που δεν ήταν εν ζωή κατά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος. Η πίστη παρεδόθη μία φοράxxvi, αλλά και συνεχώς, ανά τους αιώνας διδάσκεται, επιβεβαιώνεται και περιφρουρείται από τις αιρέσεις με την εν Αγίω Πνεύματι πατερική θεολογία των θεουμένων. Οι άγιοι ονομάζονται και είναι θεοφόροι και οι λόγοι τους, κατά θείαν οικονομίαν, έχουν καταγραφεί ώστε να μας νουθετούν προς διόρθωση, μας λέει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.xxvii

‘Οσο για τον Οικουμενισμό, προκειμένου να αποφευχθεί και ο παραμικρός ενδοιασμός περί αυτού, καταθέτουμε την μαρτυρία του εγγραμμάτου αγίου, Καθηγητού της δογματικής Ιουστίνου Πόποβιτς:

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν (ἀνθρωπισμῶν), μὲ ἐπὶ κεφαλής τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι οἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις»xxviii.

i.πρβ Λκ.19,40: «λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται».


ii
 πρβ. Ιωάννου Χρυσοστόμου PG.55,245: «Ταῦτα δὲ ἀναγέγραπται, ἵνα καὶ ἡμεῖς μιμώμεθα. Εἰ γὰρ ὁ ἐπαίτης, ὁ τυφλὸς, ὁ μηδὲ ἑωρακὼς αὐτὸν,τοσαύτην εὐθέως παῤῥησίαν ἐπεδείξατο πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρακλήσεως, πρὸς ὁλόκληρον δῆμον στὰς, φονῶντα καὶ δαιμονῶντα καὶ μαινόμενον, καὶ ἀπὸ τῆς ἐκείνου φωνῆς βουλόμενον καταδικάσαι τὸν Χριστὸν, καὶ οὐκ εἶξεν, οὐδὲ ὑπεχώρησεν, ἀλλὰ μετὰ παῤῥησίας ἁπάσης αὐτοὺς ἐπεστόμισεν, καὶ εἵλετο βληθῆναι ἔξω μᾶλλον, ἢ προδοῦναι τὴν ἀλήθειαν· πόσῳ μᾶλλον ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον ἐν πίστει ζήσαντας,
τοὺς μυρία θαύματα διὰ τῆς πίστεως ἑωρακότας, τοὺς μείζονα εὐεργετηθέντας ἐκείνου, καὶ τοὺς ἔνδοθεν ὀφθαλμοὺς ἀναβλέψαντας, καὶ τὰ ἀπόῤῥητα θεασαμένους μυστήρια, καὶ εἰς τοσαύτην κληθέντας τιμὴν, ἅπασαν παῤῥησίαν ὑπὲρ αὐτοῦ ἐπιδείκνυσθαι χρὴ πρὸς τοὺς ἐγκαλεῖν ἐπιχειροῦντας καὶ λέγοντάς τι κατὰ Χριστιανῶν καὶ ἐπιστομίζειν, ἀλλὰ μὴ συγγινώσκειν ἁπλῶς!».

iii

 Ανακτήθηκε από Wikipedia, Πατρολογία. https://bit.ly/39nMhwp

iv

  Ως άνω.

v

 Ιωάννης Χρυσόστομος. Εις τους Ψαλμούς. PG.55,250

vi

 πρβ. Ανακοινώσεις του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ι.Μ. Πειραιώς: ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΠΡΥΣΙΟΣ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ και “Ο «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ «ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΣΑΣ»”

vii

 Γέροντος Πορφυρίου Ιερομονάχου. Ανθολόγιο Συμβουλών. Σελ.196 : «Όμως, εμείς οι Χριστιανοί δεν πρέπει να στενοχωρούμεθα, ούτε πρέπει να μας τρομάζει ο θάνατος».

viii

 Γέροντος Πορφυρίου Ιερομονάχου. Ανθολόγιο Συμβουλών. Σελ.72 : «Διότι ξέρω, ότι η ώρα του θανάτου είναι για τον καθένα μας η Δευτέρα παρουσία του Κυρίου. Και η ώρα αυτή είναι πολύ κοντά».

ix

 Άννα Κωστάκου. Συνομιλώντας με τον Γέροντα Πορφύριο.: «Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει και πώς να πεθάνει. Μπαίνουμε στην ζωή, μπαίνουμε και στον θάνατο. Οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούν να τα καταλάβουν αυτά. Δεν μπορούν να φιλοσοφήσουν. Αλλά αυτός που του αρέσει να διδάσκεται, μαθαίνει –μέσ΄ από την σπουδή- και την ζωή και τον θάνατο». Ανακτήθηκε από https://bit.ly/3hgY5mH

x

 πρβ. Πρξ.15,39 : «ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον».

xi

  Κοντάκιον των Πατέρων. Ήχος πλ. δ΄.

xii

  Ιω.3,8

xiii

 Ρωμανίδης, Ι. Πατερική Θεολογία. σελ.49 «Ποιοι είναι τώρα οι θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον ύπνο. Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο θέλει ο Θεός».

πρβ. και Γρηγορίου Θεολόγου PG.35,1093 : «οἱ τῆς θεωρίας, τὸν θεολόγον».

xiv

 Ρωμανίδης, Ι. Πατερική Θεολογία. σελ. 193 «Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων. Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα»

xv

  Ως άνω, σελ. 205 «Από Πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε θέωσι. Διότι τότε γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση σε πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τους Πατέρες είναι μόνον οι θεόπτες».

xvi

  Κανών Ἁγίου Ἀντωνίου, ΑΙΝΟΙ: «Πίστει συνελθόντες πάντες σε, ὡς Ἀσκητὴν τοῦ Χριστοῦ, σὲ τιμῶμεν Ἀντώνιε, γεγηθὼς γὰρ ὥδευσας, ἐν ἐρήμοις σαφέστατα, καθηγητής τε ταύτης ἐγένου πιστός, ὅθεν σοι πάντες, ἡμεῖς κραυγάζομεν. Ὢ παμμακάριστε, Μοναστῶν τὸ καύχημα, τῷ Λυτρωτῇ, ἀπαύστως ἱκέτευε, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς».

xvii

  Κανών Ἁγίου Ἀντωνίου, ᾠδὴ ε’.

xviii

  Μ.Αθανασίου, Βίος Και Πολιτεία Του Οσίου Πατρός Ημών Αντωνίο. PG.26,941

xix

  Ως άνω PG.26,944

xx

  Ως άνω PG.26,941

xxi

  απόδοση στη νεοελληνική PG.26,952

xxii

 Ρωμανίδης, Ι. Πατερική Θεολογία. σελ.

xxiii

 Εκκλησιαστική Παρέμβαση. Τεῦχος 240. Ἰούλιος 2016. Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

xxiv

 Γρηγόριος Θεολόγος. Λόγος εις την Πεντηκοστή. PG.36,448: «Τοῦτο τὸ Πνεῦμα (σοφώτατον γὰρ καὶ φιλανθρωπότατον), ἂν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ, πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα, καὶ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ ἀναδείκνυσιν. Ἐὰν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται. Τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀμὼς ἐνθυμήθητι. Ἐὰν μειράκιον εὐφυὲς λάβῃ, πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτὴν καὶ παρ’ ἡλικίαν. Μαρτυρεῖ Δανιὴλ, ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας».

xxv

 Γρηγόριος Θεολόγος. PG.46,729: «Ἀλλ’ ὅμως ὁ λύχνος ὢν, τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ ἀμαυρωθῆναι τῇ τοῦ Κυρίου παρουσίᾳ, ὃς ἦν ἥλιος δικαιοσύνης, ὥστε καὶ μᾶλλον διέλαμψε, κήρυξ ὁμοῦ καὶ θεολόγος αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ὁ Βαπτιστὴς γενόμενος».

xxvi

Ιουδ. 1,5 : «ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει».

xxvii

πρβ. Γρηγορίου Νύσσης. Εις Την Προσευχήν Λόγοι ε΄: «Οὐδεὶς τῶν ἀληθῶς ἁγίων, τῶν τῷ ἁγίῳ πνεύματι θεωφορουμένων, ὧν αἱ ῥήσεις κατὰ θείαν οἰκονομίαν εἰς νουθεσίαν τῶν ἐφεξῆς ἀνεγράφησαν, ἐπί τινι κακῷ τὴν σπουδὴν ἔχων ἐπιδειχθήσεται, ἀλλὰ πᾶς αὐτοῖς ὁ σκοπὸς τῶν λόγων πρὸς διόρθωσιν τῆς ἐμπολιτευομένης τῇ φύσει κακίας βλέπει».

xxviii

 Πόποβιτς,Ι. Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός. Έκδοση Ι.Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε Βάλιεβο, Σερβία.

Ιωάννης Λίτινας

Περί γάμου / Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα – Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

0
περί γάμου

Περί γάμου / Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα

 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔστειλε σὲ μιὰ πνευματική του θυγατέρα, (τὴν Ὀλυμπιάδα), τὴν κατωτέρω ἐπιστολὴ ὡς «δῶρο» γιὰ τὸν γάμο της, ποὺ μόλις τέλεσε. Ἡ κατωτέρω ἐπιστολὴ ἔχει βάθος Θεολογίας καὶ ψυχολογίας. Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα δίνει στὴ σύζυγο πολύτιμες συμβουλὲς γιὰ ἕναν πετυχημένο γάμο. Γράφει (Μετάφραση ὑπὸ κ. Ἀθηνᾶς Α. Καραμπέτσου, φιλολόγου, βλ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», φ. 31.3.2000, σελ. 3. Ἐλήφθη ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΓΑΜΟΣ – Πνευματικὸ Γυμναστήριο», Ἀρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη, Ἐκδόσεις: Νεκτ. Παναγόπουλος)

Περί γάμου / Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Κόρη μου, στοὺς γάμους σου ἐγὼ ὁ πνευματικός σου πατέρας, ὁ Γρηγόριος, σοῦ κάνω δῶρο τοῦτο τὸ ποίημα. Καὶ εἶναι ὅ,τι καλλίτερο ἡ συμβουλὴ τοῦ πατέρα. Νὰ εἶσαι ἁπλή. Τὸ χρυσάφι, δεμένο σὲ πολύτιμες πέτρες, δὲν στολίζει γυναῖκες σὰν καὶ σένα. Πολὺ περισσότερο τὸ βάψιμο. Δὲν ταιριάζει στὸ πρόσωπό σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν παραποιῇς καὶ νὰ τὴν ἀλλάζῃς, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀρέσῃς. Ξέρε τὸ ὅτι αὐτὸ εἶναι φιλαρέσκεια καὶ νὰ μένῃς ἁπλὴ στὴν ἐμφάνιση. Τὰ βαρύτιμα καὶ πολυτελῆ φορέματα, ἂς τὰ φοροῦν ἐκεῖνες, ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν ἀνώτερη ζωή, ποὺ δὲν ξέρουν τί θὰ πῇ πνευματικὴ ἀκτινοβολία. Ἐσύ, ὅμως ἔβαλες μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς στόχους στὴ ζωή σου. Κι αὐτοὶ οἱ στόχοι σοῦ ζητοῦν ὅλη τὴ φροντίδα κι ὅλη τὴν προσοχή. (…)

Μὲ τὸ γάμο, ἡ στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη σου νὰ εἶναι φλογερὴ καὶ ἀμείωτη γιὰ κεῖνον, ποὺ σοῦ ῾δωσε ὁ Θεός. Γιὰ κεῖνον, πού ῾γινε τὸ μάτι τῆς ζωῆς σου καὶ σοῦ εὐφραίνει τὴν καρδιά. Κι ἂν καταλάβῃς πὼς ὁ ἄνδρας σου σὲ ἀγαπάει περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο τὸν ἀγαπᾶς ἐσύ, μὴ κυττάξῃς νὰ τοῦ πάρῃς τὸν ἀέρα, κράτα πάντα τὴ θέση ποὺ σοῦ ὁρίζει τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐσὺ νὰ ξέρῃς ὅτι εἶσαι γυναίκα, ἔχεις μεγάλο προορισμό, ἀλλὰ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἄνδρα, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κεφαλή. Ἄσε τὴν ἀνόητη ἰσότητα τῶν δύο φύλων καὶ προσπάθησε νὰ καταλάβῃς τὰ καθήκοντα τοῦ γάμου. Στὴν ἐφαρμογή τους θὰ δῇς πόση ἀντοχὴ χρειάζεται γιὰ ν᾿ ἀνταποκριθῇς, ὅπως πρέπει, σ᾿ αὐτὰ τὰ καθήκοντα, ἀλλὰ καὶ πόση δύναμη κρύβεται στὸ ἀσθενὲς φύλο.

Θὰ ξέρῃς, πόσο εὔκολα θυμώνουν οἱ ἄνδρες. Εἶναι ἀσυγκράτητοι καὶ μοιάζουν μὲ λιοντάρια. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ γυναίκα πρέπει νὰ εἶναι δυνατότερη καὶ ἀνώτερη. Πρέπει νὰ παίζῃ τὸ ρόλο τοῦ θηριοδαμαστῆ. Τί κάνει ὁ θηριοδαμαστὴς ὅταν βρυχᾶται τὸ θηρίο; Γίνεται περισσότερο ἤρεμος καὶ μὲ τὴν καλωσύνη καταπραΰνει τὴν ὀργή. Τοῦ μιλάει γλυκὰ καὶ μαλακά, τὸ χαϊδεύει, τὸ περιποιεῖται καὶ πάλι τὸ χαϊδεύει κι ἔτσι τὸ καταπραΰνει (…)

Ποτὲ μὴ κατηγορήσῃς καὶ ἀποπάρῃς τὸν ἄνδρα σου γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε στραβό. Οὔτε πάλι γιὰ τὴν ἀδράνειά του, ἔστω κι ἂν τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἤθελες ἐσύ. Γιατί ὁ διάβολος εἶναι αὐτός, ποὺ μπαίνει ἐμπόδιο στὴν ὁμοψυχία τῶν συζύγων (…)

Νὰ ἔχετε κοινὰ τὰ πάντα καὶ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες. Γιατί ὁ γάμος ὅλα σᾶς τὰ ἔκανε κοινά. Κοινὲς καὶ οἱ φροντίδες, γιατί ἔτσι τὸ σπίτι θὰ στεριώση. Νὰ συμβάλλῃς ἐκφράζοντας τὴ γνώμη σου, ὁ ἄνδρας ὅμως ἂς ἀποφασίζη.

Ὅταν τὸν βλέπῃς λυπημένο, συμμερίσου τὴ λύπη του ἐκείνη τὴν ὥρα. Γιατὶ εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση στὴ λύπη, ἡ λύπη τῶν φίλων. Ὅμως ἀμέσως νὰ ξαστεριάζῃ ἡ ὄψη σου καὶ νά ῾σαι ἤρεμη χωρὶς ἀγωνία. Ἡ γυναίκα εἶναι τὸ ἀκύμαντο λιμάνι γιὰ τὸ θαλασσοδαρμένο σύζυγο.

Νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ παρουσία σου στὸ σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσῃς μ᾿ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. Νὰ τὸ βλέπῃς σὰν βασίλειό σου, καὶ νὰ μὴ συχνοβγαίνῃς ἀπὸ τὸ κατώφλι σου. Ἄφησε τὶς ἔξω δουλειὲς γιὰ τὸν ἄνδρα. Πρόσεχε τὶς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τὶς συγκεντρώσεις, ποὺ πηγαίνεις. Μὴ πᾶς σὲ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατὶ εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν ἁγνότητά σου. Αὐτὲς οἱ συναναστροφὲς ἀφαιροῦν τὴν ντροπὴ κι ἀπ᾿ τὶς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μὲ μάτια, κι ὅταν φύγῃ ἡ ντροπὴ γεννιοῦνται ὅλα τὰ χειρότερα κακὰ («αἰδὼς οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων»).

Τὶς σοβαρὲς ὅμως συγκεντρώσεις μὲ συνετοὺς φίλους νὰ τὶς ἐπιζητῆς, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ νοῦ σου ἕνας καλὸς λόγος, ἢ κάποιο ἐλάττωμα νὰ κόψῃς ἢ νὰ καλλιεργήσῃς τοὺς δεσμούς σου μὲ ἐκλεκτὲς ψυχές. Μὴ ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στοὺς σώφρονες συγγενεῖς σου, στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ σοβαροὺς νεώτερους ἢ ἡλικιωμένους. Μὴ συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, ποὺ ἔχουν στὸ νοῦ τους στὸ ἔξω, γιὰ ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, ποὺ ὁ σύζυγός σου δὲν θέλει στὸ σπίτι, ἂν καὶ σὺ τόσο πολύ τους ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιὰ σένα πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ἀπὸ τὸν καλό σου σύζυγο, ποὺ τόσο ἀγαπᾶς;

Ἐπαινῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουν οἱ πολλοὶ ἄνδρες. Μὴ τρέχῃς σὲ τραπέζια κοσμικὰ καὶ ἂς εἶναι γιὰ γάμο ἢ γιὰ γενέθλια. Ἐκεῖ ἀνάβουν ἄνομοι πόθοι, μὲ τοὺς χορούς, τοὺς πήδους καὶ τὰ γέλια, τὴν ψεύτικη εὐχαρίστηση, ποὺ παραπλανεύουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ σώφρονες. Καὶ ἡ ἁγνότητα εἶναι τόσο λεπτὸ πράγμα! Σὰν τὸ κερὶ στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου! Ἀπόφευγε ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου τὰ κοσμικὰ τραπέζια. Ἂν μπορούσαμε νὰ περιορίσουμε τὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς, θὰ κυριαρχούσαμε στὰ πάθη μας.

Κράτα τὴν μορφή σου γαλήνια καὶ μὴ τὴν ἀλλοιώνῃς οὔτε μὲ μορφασμούς, ὅταν εἶσαι θυμωμένη. Στολίδια τ᾿ αὐτιὰ νἄχουν ὄχι μαργαριτάρια, ἀλλὰ ν´ ἀκοῦν καλὰ λόγια καὶ νὰ βάζουν γιὰ τὰ ἄσχημα λουκέτο στὸ νοῦ. Ἔτσι, εἴτε κλειστὰ εἶναι, εἴτε ἀνοιχτά, ἡ ἀκοὴ θὰ μένῃ ἁγνή.

Ὅσο γιὰ τὰ μάτια, εἶναι κεῖνα, ποὺ δείχνουν ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς. Ἂς σταλάζῃ ἁγνὸ κοκκίνισμα ἡ παρθενικὴ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρά σου καὶ ἂς προκαλῇ τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ντροπὴ σὲ ὅσους σὲ βλέπουν καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀκόμα τὸ σύζυγό σου. Εἶναι πολλὲς φορὲς προτιμότερο, γιὰ πολλὰ πράγματα, νὰ κρατᾷς κλειστὰ τὰ μάτια, χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.

Καὶ τώρα στὴ γλώσσα. Θἄχῃς πάντα ἐχθρὸ τὸν ἄνδρα σου, ἂν ἔχῃς γλώσσα ἀχαλίνωτη, ἔστω κι ἂν ἔχῃς χίλια ἄλλα χαρίσματα. Γλώσσα ἀνόητη βάζει, πολλὲς φορές, σὲ κίνδυνο καὶ τοὺς ἀθώους. Προτίμα κι ὅταν ἀκόμα ἔχῃς δίκιο, τὴ σιωπή. Εἶναι προτιμότερη γιὰ νὰ μὴ ριχοκινδυνεύσῃς νὰ πῆς ἕνα ἄτοπο λόγο. Κι ἂν ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ λὲς πολλά, τὸ καλλίτερο εἶναι νὰ σωπαίνῃς.

Πρόσεχε ἀκόμα καὶ τὸ βάδισμά σου. Μετράει στὴ σωφροσύνη.

Καὶ τοῦτο πρόσεξε καὶ ἄκουσε: Μὴν ἔχῃς ἀδάμαστη σαρκικὴ ὁρμή. Πεῖσε καὶ τὸν ἄνδρα σου νὰ σέβεται τὶς ἱερὲς ἡμέρες. Γιατὶ οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

(…)

Ἂν ἀπὸ μένα τὸν γέροντα πῆρες κάποιο λόγο πνευματικό, σοῦ συνιστῶ νὰ τὸν φυλάξῃς στὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Ἔτσι μὲ ὅτι πῆρες ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες καὶ μὲ τὴν ἠθική σου ἀνωτερότητα, θὰ θεραπεύσῃς τὸν ἐξαίρετο σύζυγό σου καὶ περίφημο πολιτικὸ ἄνδρα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια.

Αὐτὸ τώρα τὸ παρὸν δῶρο, κειμήλιό σου προσφέρω. Ἂν θέλῃς πάλι νὰ σοῦ εὐχηθῶ καὶ τὸ καλλίτερο, σοῦ εὔχομαι νὰ γίνῃς ἀμπέλι πολύκαρπο, μὲ τέκνα τέκνων, γιὰ νὰ δοξάζεται ἀπὸ περισσότερους ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖον γεννιόμαστε καὶ πρὸς τὸν Ὁποῖον πρέπει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ ὁδεύουμε».

Το κείμενο

Τέκνον ἐμόν, τὸ δέ τοι πεμπτήριον ἐσθλὸν ὀπάζω
Γρηγόριος· πατρὸς δὲ παραίφασίς ἐστιν ἀρίστη.
Οὐ χρυσὸς λιθάκεσσι μεμιγμένος, εὐγενέεσσι
Κόσμος θηλυτέρῃσιν, Ὀλυμπιάς, οὐδὲ μὲν εἶδος
Χρώμασι φαρμάσσειν βασιλήϊον, αἴσχεϊ τερπνῷ,
Εἶδος ἐπ᾿ εἶδος ἄγουσαν ὀλοίϊον. Εἵματα δ᾿ ἄλλαις
Πορφύρεα, χρύσεα, διαλαμπέα, σιγαλόεντα,
Αἷς οὐδὲν βιότοιο διαυγέος εὖχος ἔπεστι.
Σοὶ δὲ σαοφροσύνη τε μέλοι, καὶ κάλλος ἀγητὸν
Ὄμμασι κευθομένοισιν. Ὁδὲ τρόπος, ἄνθος ἄριστον,
Ἔμπεδον, ἀστυφέλικτον, ἀοίδιμον εὖχος ἐχούσῃ.

Ἅζεο μὲν πρώτιστα Θεόν, μετέπειτα δ᾿ ἀκοίτην,
Ὀφθαλμὸν βιότοιο, τεῆς σημάντορα βουλῆς,
Τὸν μοῦνον φιλέειν, μούνῳ δέ τε θυμὸν ἰαίνειν·
Καὶ πλέον, ἤν σε πόθοισί τε λειοτέροις ἀγαπάζῃ,
Φίλτρον ἔχων ἀκέαστον, ὁμοφροσύνης ὑπὸ δεσμοῖς.
Θάρσος ἔχειν μὴ τόσσον, ὅσον πόθος ἀνδρὸς ὀπάζει,
Ἀλλ᾿ ὅσον ἐστὶν ἐοικός, ἐπεὶ κόρος ἐστὶν ἁπάντων.
Πάντων μὲν κόρος ἐστί· πόθος δ᾿ ἀκόρητος ἀρείων.

Μή ποτε θῆλυς ἐοῦσα, ἐς ἀνέρος ὄγκον ἐπείγου.
Μηδὲ γένος προφέρειν, μήθ᾿ εἵμασιν ὀφρὺν ἀείρειν,
Μὴ σοφίην· σοφίη δὲ γάμου θεσμοῖς ὑποείκειν.
Πάντα γὰρ ἀμφοτέροισι βίου ξυνώσατο δεσμός.
Εἴκειν μὲν βρομέοντι, πονειομένῳ δ᾿ ἐπαρήγειν,
Μύθοισιν μαλακοῖσι, παραιφασίῃσί τ᾿ ἀρίσταις·

Οὐδὲ λεοντοκόμος θηρὸς μένος εὔνασεν ἀλκῇ,
Ἄσθμασι βρυχαλέοισι χολούμενον, ἀλλὰ δαμάζει
Χερσὶ καταψήχων, καὶ αἰμυλίοισι λόγοισι.
Μή ποτε ἢ θωήν τιν᾿ ὀνειδίσειας ἀκοίτῃ,
Καὶ μάλα χωομένη περ, ἐπεὶ πλέον αὐτὸς ὄνειαρ,

Μηδὲ τέλος βουλῆς ἀντίξοον· οὐ γὰρ ἐοικός.
Δαίμων πολλάκι τέρμα φέρει συμφράδμονι βουλῇ
Μηδὲ μὲν ἀδρανίην· ἦ γὰρ κρατέοντι μάχαιρα.
Μηδὲ μὲν αἰνήσειας, ὃν οὐ φίλον ἀνέρι σεῖο,
Παρβλήδην ἐπέεσσι καθαπτομένη δολίοισι.
Καὶ δ᾿ ἄλλως ἐπέοικεν ἁπλοῦς τρόπος εὐγενέεσσιν
Ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶ, μάλιστα δὲ θηλυτέρῃσι.

Ξυνὰς δ᾿ εὐφροσύνας καὶ ἄλγεα πάντα τίθεσθαι,
Ξυνὰς δ᾿ αὖ μελεδῶνας, ἐπεὶ τόδε οἶκον ἀέξει.
Μῆτις μὲν καὶ σεῖο, τὸ δὲ κράτος ἀνέρος ἔστω

Ἀχνυμένῳ βαιόν τι συνάχθεο· καὶ τόδε τερπνὸν
Φάρμακον ἄλγεός ἐστι, φίλων ἄχος. Ὦκα δ᾿ ἔπειτα
Αἴθριον εἶδος ἔχουσα, λύειν μελεδήματα θυμοῦ.
Ἀνδρὶ γὰρ ἀσχαλόωντι λιμὴν εὔορμος ἄκοιτις.

Κερκίς σοί γε μέλοι, καὶ εἰρία, καὶ μελεδῶναι
Θείοις ἐν λογίοισι· τὰ δ᾿ ἔκτοθι ἀνδρὶ μέλοιτο.

Μὴ πολὺν ἐκ προθύρων πέμπειν πόδα, μηδ᾿ ἐπὶ τέρψιν
Πάνδημον, καὶ ἄκοσμον ὁμήγυριν· ἡ γὰρ ἔρευθος
Αἱρεῖ κ᾿ αἰδομένῃσι, τὰ δ᾿ ὄμματα ὄμμασι μίσγει·
Αἰδὼς δ᾿ οἰχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων.
Ἐς δ᾿ ἀγαθὰς κέλομαί σε φέρειν πόδα σὺν πινυτῇσιν,
Ὥς τινα καὶ λόγον ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσὶ σεῖο χαράξῃς,
Ἢ κακίης ὀλετῆρα τεῆς, ἢ δεσμὸν ἀρίστων.
Οἶκός σοι, πόλις ἐστὶ, καὶ ἄλσεα. Μὴ ὁράασθαι
Ἄλλοις, ἢ πηοῖσι σαόφροσιν, ἠδ᾿ ἱερῆϊ
Καὶ πολιῇ νεότητος ἀρείονι· μηδὲ γυναιξὶ
Ταῖς ὁπόσαις αὐχήν τε πολὺς, καὶ δήμιον εἶδος·
Μηδὲ μὲν εὐσεβέεσσιν, ὅσους πόσις ἐκτὸς ἐέργει,
Καὶ μάλα περ τίουσα. Τί τοι τόσον ἐστὶν ὄνειαρ,
Ὁσσάτιον πόσις ἐσθλός, ἐπὴν μόνον ἀμφαγαπάζῃς;
Λίην μὲν φρονέειν, λίην δέ τε μὴ βλεμεαίνειν.

Αἰνῶ θηλυτέρας, τὰς ἄρσενες οὐδὲ ἴσασι.
Μηδὲ μὲν ἢ ἐπὶ δαῖτα γαμήλιον, ἠὲ γενέθλην
Σπεύδειν, ἔνθα πόθοι τε, χοροιτυπίαι τε, γέλως τε,
Καὶ χάρις οὐ χαρίεσσα· τὰ γὰρ καὶ σώφρονα θέλγει,
Ὡς ἀκτὶς κηροῖο διαΐσσουσα τάχιστα.
Μηδὲ μὲν οἰκιδίους τε πότους κατὰ δώματ᾿ ἐγείρειν
Ἀνέρος ἢ παρεόντος ἀμύμονος, ἢ ἀπεόντος.
Γαστὴρ μέτρα φέρουσα τάχ᾿ ἂν παθέεσσιν ἀνάσσῃ.
Τὴν δ᾿ ἄθυρον τρομέω μὲν ἐγὼ, τρομέει δὲ ἀκοίτης.

Μηδὲ παρειάων σκιρτήμασι πάλλεο μάχλοις,
Ἠὲ χόλῳ πλήθοντι· τὸ γὰρ μερόπεσσιν ὄνειδος,
Θηλυτέραις δὲ μάλιστα, καὶ ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν.

Οὔατα κόσμον ἔχοι τὸν ἀμάργαρον, ἐσθλὰ δέχεσθαι
Ῥήματα, τοῖς δὲ κακοῖσι νόου κληῖδ᾿ ἐπικεῖσθαι
Οἰκταί τε κλειταί τε, σαόφρονές εἰσιν ἀκουαί.
Στάζοι δ᾿ ἁγνὸν ἔρευθος ὁμόζυγι παρθένος αἰδὼς
Σοῖσιν ὑπὸ βλεφάροισι· δίδου δ᾿ ὁρόωσιν ἔρευθος,
Ὄμματα πηρὰ ἔχουσα, καὶ ἐς χθόνα ὀφρὺν ἄγουσα.

Γλῶσσαν ἔχουσ᾿ ἀχάλινον, ἀεὶ πόσιν ἐχθοδοπήσεις.
Γλῶσσα καὶ ἀπταίστοισι κακὸν βάλε πολλάκι μάργη.
Σιγᾷν λώϊόν ἐστιν, ὅτ᾿ ἐς λόγον ἔργον ἐπείγῃ,
Ἢ λαλέειν, καιροῖο λόγον κλείοντος ἄκοσμον.

Μῦθος ἀεὶ ποθέοιτο. Πόδες δ᾿ ὑπέροπλον ἰόντες,
Ψεῦσται σωφροσύνης· καὶ ἴθμασιν ὕβρις ἔπεστι.

Καὶ τὸ δέχου. Μὴ σαρκὸς ἔχειν ἀδάμαστον ἐρωὴν,
Μηδ᾿ αἰεὶ λεχέεσσι χαρίζεο. Πεῖθε σύνευνον
Ἤμασιν ἁγνοτάτοισι φέρειν χάριν. Ὣς γὰρ ἔοικεν.
Εἰκόνα τὴν μεγάλοιο Θεοῦ θεσμοῖς ὑποείκειν,
Εἰ καὶ θεσμὸν ἔδωκε γαμήλιον Υἱὸς ἄσαρκος,
Ἡμετέρῃ γενεῇ, καὶ πλάσματι χειρὸς ἀρήγων·
Ὥς κεν ἀπερχομένοισι καὶ ἐρχομένοισι γενέθλη
Ἕλκηται μερόπων τρεπτὸν γένος, οἷα ῥέεθρον
Ἄστατον ἐκ θανάτοιο, καὶ ἱστάμενον τεκέεσσιν.

Ἀλλὰ τί μοι τὰ ἕκαστα διακριδὸν ὧδ᾿ ἀγορεύειν;
Οἶδα δ᾿ ἔγωγε παραιφασίην, καὶ τῆς μέγ᾿ ἀμείνω.
Ἔστι τοι, ὦ χαρίεσσα, Θεουδόσις. Ἥδε προκείσθω
Παντός σοι μύθοιο καὶ ἔργματος ἔμπνοος εἰκὼν,
Θηλυτέρη Χειρωνὶς, ὑπὸ προπόδεσσι γάμοιο,
Ἥ σ᾿ ἐκ πατρὸς ἔδεκτο καὶ ἔπλασεν ἤθεσι κεδνοῖς·
Αὐτοκασιγνήτη μέγ᾿ ἀμύμονος ἀρχιερῆος
Ἀμφιλόχου, τὸν ἔπεμψα Θεῷ, Θέκλῃ γε σὺν ἁγνῇ,
Ἄγγελον ἀτρεκίης ἐριηχέα, κῦδος ἐμεῖο.

Κ᾿ εἴ τιν᾿ ἐμῆς πολιῆς ὑψίφρονα μῦθον ἐδέξω,
Τὸν κέλομαι πραπίδων σε φίλοις κευθμῶσι φυλάσσειν,
Ὧι δ᾿ ἂν καὶ πόσιν ἐσθλὸν ἐρίπτολιν ἐξακέσαιο,
Εἴ τοι καὶ μεγάλαυχον, ὑπέρτερον εὖχος ἔχουσα.

Νῦν μέν σοι τόδ᾿ ἔδωκα κεμήλιον. Εἰ δὲ τὸ λῷστον,
Καὶ τεκέων τεκέεσσι πέλοις πολύκαρπος ἀλωὴ,
Ὡς καὶ πλειοτέροισι Θεὸς μέγας ὑμνείοιτο,
Τῷπερ δὴ γενόμεσθα, καὶ ᾧ θέμις ἔνθεν ὁδεύειν.

 

Το είδαμε: εδώ

Ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Χριστοῦ – Ἰωάννου Χρυσοστόμου

0

Ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Χριστοῦ – Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Χριστοῦ - Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ὅπου εἶναι συγκεντρωμένοι δυὸ ἤ τρεῖς στὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ ἀνάμεσά τους εἶμαι καὶ ἐγώ», λέει ὁ Χριστός.

Τὶ λοιπόν, δὲν ὑπάρχουν δυὸ ἤ τρεῖς συγκεντρωμένοι στὸ ὄνομά του; Ὑπάρχουν βέβαια, ἀλλὰ πολὺ σπάνια.

Φυσικὰ δὲν ἐννοεῖ ἁπλῶς μιὰ συγκέντρωση ἀνθρώπων, οὔτε πάλι αὐτὸ μόνο ἐπιζητεῖ, ἀλλὰ ὅπως ἀνέφερα καὶ νωρίτερα, μαζὶ μὲ τὴν τυπικὴ σύναξη θέλει πολύ περισσότερο καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης.

Ἔπειτα καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ συγκέντρωση, ἀπαιτεῖ νὰ γίνεται μὲ κάθε προσοχή.

Γιατὶ αὐτὸ ποὺ λέει, σημαίνει τὸ ἑξῆς. Ἄν κάποιος θέτει ἐμένα σὰν προϋπόθεση τῆς φιλίας του πρὸς τὸν πλησίον του, θὰ βρίσκομαι μαζί του, ἄν καὶ αὐτὸς εἶναι ἐνάρετος καὶ πρὸς τίς ὑπόλοιπες ὑποχρεώσεις ποὺ ἔχει.

Σήμερα ὅμως βλέπουμε, ὅτι οἱ περισσότεροι ἔχουν ἄλλες αἰτίες, ὅταν γίνονται φίλοι.

Ὁ ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὸν ἄλλο, γιατὶ γνωρίζει ὅτι τὸν ἀγαπᾶ καὶ ἐκεῖνος· ὁ ἄλλος, γιατὶ κάποτε τιμήθηκε, ἀπόκτησε τιμή· ὁ ἄλλος, γιατὶ κάποιος δικός του μεσολάβησε καὶ τὸν ἐξυπηρέτησε σὲ μιὰ κοσμικὴ ὑπόθεση· ὁ ἄλλος, πάλι γιὰ κάποια παρόμοια αἰτία.

Ἀλλά, γιὰ νὰ βροῦμε κάποιον νὰ ἀγαπᾶ ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο ἀληθινὰ καὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως πρέπει, αὐτὸ εἶναι πολύ δύσκολο.

Εἶναι πολύ δύσκολο, γιατὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι πιάνουν φιλίες μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, σχεδὸν πάντοτε ἀπὸ κοσμικὲς ἀφορμὲς καὶ αἰτίες.

Ὁ Παῦλος ὅμως δὲν ἀγαποῦσε κοσμικά, ἀλλὰ θεϊκά, γιατὶ ἀγαποῦσε πρῶτα τὸ Χριστό· γι’ αὐτό, ἐνῶ δὲν τὸν ἀγαποῦσαν οἱ ἄλλοι ὅπως καὶ αὐτός, δὲν διέλυσε τὴν ἀγάπη του, γιατὶ ἡ ἀγάπη του εἶχε πολύ βαθύτερη ρίζα, θεϊκὴ αἰτία.

Σήμερα ὅμως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο πράγμα· ἄν ἐξετάσουμε τὰ πράγματα, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι τίς περισσότερες φορὲς οἱ ἄνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους μὲ ἀφορμὴ τὴν κοσμικὴ φιλία καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἄν τώρα κάποιος μὲ βοηθοῦσε νὰ κάνω αὐτὸ τὸ πείραμα, νὰ ἐρευνήσω σὲ ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων ἤ σὲ ἀνθρώπινες φιλίες, θὰ μποροῦσα νὰ ἀποδείξω μὲ βεβαιότητα τὸ ἑξῆς· σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους μὲ ἀφορμὴ κάποια κοσμικὴ ὑπόθεση, γιατὶ ὠφελήθηκαν.

Αὐτὸ πάλι ἀποδεικνύεται ἀπὸ τίς αἰτίες πού δημιουργοῦν τὴν ἐχθρότητα, καὶ τὴν ψυχρότητα τῶν σχέσεων. Ἐπειδὴ εἶναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους ἀπὸ ἀσήμαντες άφορμές, γι’ αὐτὸ ἡ σύνδεσή τους αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε θερμή, οὔτε καὶ συνεχής.

Μόλις λοιπὸν παρουσιαστεῖ κάποια προσβολή, χρηματικὴ ζημία, φθόνος, ματαιόδοξος ἔρωτας καὶ κάθετί παρόμοιο, διακόπτουν ἀμέσως τὴν ἀγάπη, γιατὶ δὲν ἔχουν μέσα τους πνευματικὴ ρίζα.

Ἄν βέβαια στ’ ἀλήθεια ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀγάπη γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τότε κανένα ἀπὸ τὰ κοσμικὰ πράγματα, δὲν θὰ εἶχε τὴ δύναμη νὰ διαλύσει τὰ πνευματικά.

Ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει τὴ ρίζα της στὸ Χριστό, εἶναι ἀληθινή, σταθερή, ἀδιάσπαστη καὶ ἀνίκητη· τίποτε στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλύσει, οὔτε συκοφαντίες, οὔτε κίνδυνοι, οὔτε θάνατος. Ὅποιος ἀγαπᾶ μὲ τέτοιο τρόπο καὶ ἄν ἀκόμη πάθει ἀμέτρητα κακά, δὲν θὰ διαλύσει αὐτὴ τὴν σύνδεση, ἀφοῦ στηρίζεται σ’ αὐτὴ τὴ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μόνο, ἐπειδὴ ἀγαπιέται μὲ κοσμικὸ συμφέρον, καὶ ἄν ἀκόμη τοῦ συμβεῖ κάτι δυσάρεστο, διαλύει τὴν ἀγάπη· ἐκεῖνος ὅμως πού εἶναι συνδεδεμένος ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποτὲ δὲν θὰ διακόψει τὴν σύνδεσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· «Ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν χάνει τὴν ἀξία της, ἀλλὰ περνᾶ καὶ στὴν αἰωνιότητα».

Ἐκεῖνα τὰ γεγονότα, ποὺ γίνονται αἰτία νὰ διαλυθεῖ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, αὐτὰ τὰ ἴδια γίνονται αἰτία γιὰ τοὺς χριστιανούς, νὰ στερεωθεῖ ἡ ἀγάπη περισσότερο.

Πραγματικὰ ὁ Χριστὸς ἔτσι ἀγάπησε τοὺς ἐχθρούς του, τοὺς ἀγνώμονες, τοὺς βλάσφημους, αὐτοὺς ποὺ τὸν μισοῦσαν, αὐτοὺς ποὺ δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸν δοῦν, αὐτοὺς ποὺ ἀντί γι’ αὐτὸν προτιμοῦσαν τὰ ξύλα καὶ τοὺς λίθους.

Ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀγάπησε καὶ μάλιστα μὲ τὸν ὑψηλότερο τρόπο τῆς ἀγάπης, ὥστε νὰ μὴν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ ποτὲ ἄλλη ἀγάπη ἀνώτερη ἀπὸ αὐτήν. Γιατὶ λέει· «Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτήν, ποὺ προσφέρω ἐγώ, ὥστε νὰ θυσιάσει τὴν ψυχή του γιὰ τοὺς φίλους του».

Καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ τὸν σταύρωσαν καὶ διέπραξαν τόσα παράλογα εἰς βάρος του, πρόσεχε πώς ἐξακολουθεῖ νὰ δείχνει τὴ φροντίδα του.

Ὅταν ἐπάνω στὸ σταυρὸ συνομιλοῦσε μὲ τὸν Πατέρα του γιὰ ὅλους αὐτούς, ἔλεγε· «Συγχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν γνωρίζουν τὶ κάνουν».

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἄς ἐπιδιώξουμε καὶ ἐμεῖς καὶ πρὸς αὐτὴν ἄς στρέψουμε τὰ βλέμματά μας. Ἄς γίνουμε μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Ἐλπίζουμε ὅλοι νὰ τὰ χαροῦμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Πηγή: Ι. Ν. ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟ∆ΡΟΜΟΥ ΠΤΟΛΕΜΑΪ∆ΟΣ – ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Το είδαμε: orthodox fathers

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ (Γ. Τζανάκης)

0
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ: ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΚΟΜΠΟΣ ΣΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ.

 

Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·

ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι᾿ ἀγοράζει·

ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος

θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἄν εἶναι.

ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ

 μεταφρ. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. (Ἄπαντα. τομ5.σελ 258) 

 

Ὁ διάβολος χρησιμοποιῶντας τὰ ἐργαλεία του, τὸν αἱρετικὸ παπισμὸ τῆς δύσεως (καὶ ὅλα τὰ ἰδεολογικά του γεννήματα) σὲ συνεργασία μὲ τὸν ἱσλαμισμὸ τῆς ἀνατολῆς (καὶ ὅλα τὰ φανατικά του τέκνα) ἐτοιμάζει νέο μακελειὸ γιὰ τοὺς πληθυσμοὺς τῆς περιοχῆς μας πρὸς τέρψιν τοῦ ἰδίου καὶ τῶν ὑπηρετῶν του.

Ὁ διάβολος ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος. Ἔβγαλε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸν δυνάστευε διὰ τοῦ θανάτου. Παρεμβαίνοντας στὶς προχριστιανικὲς ἀνθρώπινες θρησκεῖες καθοδηγοῦσε στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσε τὴν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἐμφανιζόμενος ὡς ὁ μόνος ἰσχυρός. Τὸν Χριστὸ -τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱὸ τοῦ Θεοῦ, λόγῳ ἀνεπάρκειας τῆς Ἐβραϊκῆς θρησκείας, γιὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο- τὸν σταύρωσε ἀλλὰ ἔχασε τὴν κυριαρχία του στοὺς νεκροὺς, διότι Αὐτὸς ἀναστήθηκε. Ἀναστήθηκε, ἀλλὰ ἔμεινε μέσα στὸν κόσμο διὰ τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματός Του, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ νικᾶ τὸν θάνατο, νὰ ἁγιάζεται. Ἔκτοτε  ὁ διάβολος εἶναι μὲν ἀδύναμος μπροστὰ στὴ θεία ἀγάπη,  προσπαθεῖ ὅμως νὰ ξεγελᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ τὸν ζαλίζει, νὰ τὸν μπερδεῦει, νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του.

 Ξεκίνησε μὲ τοὺς διωγμοὺς, τὶς σφαγὲς, τὰ βασανιστήρια. Τρεῖς ὁλόκληρους αἱῶνες προσπαθοῦσε χρησιμοποιῶντας τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου ἐτούτου καὶ ἀντὶ νὰ ἐξαφανιστῇ αὐτὴ ἡ ράτσα τῶν χριστιανῶν αὔξανε καὶ ἀπλωνόταν παντοῦ. Τότε δούλεψε διὰ τῶν ἀνθρώπων μέσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Καλλιέργησε τὶς αἱρέσεις, καὶ ἀπέκοψε κομμάτια τῆς ἐκκλησίας. Ἐκμεταλεύτηκε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν φιλαρχία, τὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ κάθε πάθος καὶ ἔφθειρε τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας ἀλοιώνοντας τὴν σωτήρια διδασκαλία, σχετικοποιῶντας τὰ παραδεδομένα, κλείνωντας τὸν δρόμο τῆς θεώσεως. 

Ἡ Ἐκκλησία ἀντέδρασε καὶ ἐκάστοτε, ἀφοὺ ἐξαντλοῦσε κάθε προσπάθεια ἐπαναφορᾶς τους στὴ ὀρθὴ πορεία, μὲ πόνο καὶ ὀδύνη ἀπέκοπτε τὰ μέλη τὰ σάπια γιὰ νὰ μὴν κατασταφὴ τὸ ὅλον. Ἡ μεγάλη καὶ ὀδυνηρώτερη αἱρετικὴ συμφορὰ ἦταν ἡ ἀποκοπὴ τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἡ ὁποῖα κατάληξε στὴ δημιουργία τοῦ παπικοῦ ἐκκλησιαστικοπολιτικοῦ μορφώματος, τὸ ὁποῖο ὁδήγησε τὸν πάλαι ποτὲ δυτικὸ χριστιανισμὸ στὴν σημερινὴ θεσμοθετημένη ἄθεη ἀντιχριστιανικὴ καὶ φεουδαρχικὴ στάσι ζωῆς.

Παράλληλα ὁ διάβολος δημιούργησε, ἔχωντας πείρα πλὲον τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία ὡς τὸ «τελειώτερο» ὅπλο του, ἀφοὺ μέσα εἶχε περάσει ὅσα μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν ἀντίδοτο πρὸς τὴν πίστι στὸν Χριστό, καὶ νὰ μπερδέψουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἐνῷ ἡ αἱρετικὴ δύσι ὑπονόμευε καὶ ἀδυνάτιζε τὴν ὀρθόδοξη ἀνατολὴ μὲ ἀποκορύφωμα τὴν κατάληψι τῆς Πόλεως τὸ 1204, ὁ μωαμεθανισμὸς κέρδιζε ἔδαφος, περιοχὲς καὶ ψυχὲς ἐκμεταλευόμενος τὰ πάθη τὰ λάθη καὶ τὶς ἀστοχίες τῶν ἠγετῶν τῆς ἀνατολῆς. Δὲν προωθεῖται τυχαίως σήμερα ὁ ὕπουλος βίαιος ἐξισλαμισμὸς τῶν πρώην καὶ νῦν χριστιανικῶν (στὸν ὅποιο βαθμὸ διατηρεῖται ὁ χριστιανισμὸς σ᾿ αὐτές) κοινωνιῶν.

Τὸ 1453 ἦταν τὸ ἀναπόφευκτο τέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Αὐκρατορίας. Ὑποδουλωθήκαμε στοὺς βαρβάρους, γίναμε γκιαούρηδες γι᾿ αὐτοὺς καὶ τὸ σύμβολο τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολῆς, ἡ Ἁγία Σοφία ἔγινε τζαμί καὶ ἔκτοτε μένει σκλαβωμένη στὰ χέρια τῶν ἁγαρηνῶν.

Τὸ 1821 οἱ πατέρες μας κατάφεραν νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ σιγὰ-σιγὰ νὰ στήσουν αὐτὸ τὸ κράτος ποὺ ἦτο ἐξ ἀρχῆς προτεκτοράτο τῶν δυτικῶν καὶ σήμερα πλέον ἔχει καταντήσει σὲ ἕναν ἀδυσώπητο ἐχθρὸ κάθε ἑλληνικοῦ κάθε ὀρθοδόξου κάθε ἀληθινοῦ. Παράλληλα συνεχίστηκε καὶ ὁ μακρόσυρτος ἐκκλησιαστικὸς ἐκφυλισμὸς τοῦ λαοῦ μας. Ἡ τελευταία φάσι του ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Πόλι, ὀργανώθηκε ἀπὸ τὴν Πόλι, συνεχίζεται μέχρι τὶς μέρες μας ἀπὸ τὴν Πόλι πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ σκλαβωμένη Μεγάλη Ἐκκλησία ἔγινε τὸ ὄχημα γιὰ τὴν μεταλλαγὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ κακέκτυπο τῆς παπικῆς ὀργανώσεως. Καὶ δυστυχῶς πλεὸν σχεδὸν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, σχεδὸν ὅλοι οἱ κληρικοὶ, σχεδὸν ὅλοι οἱ «πιστοί» εἴτε ἐν αἰσθήσει, εἴτε ἀσυναίσθητα, ζοῦμε καὶ τρεφόμαστε μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βοῦρκο. Καὶ δὲν ξεχάσαμε καὶ χάσαμε μόνο τὴ γνήσια ὀρθόδοξη βιωτή, ἀλλὰ συνηθίσαμε τὸ ψεῦδος καὶ τὸν παραλογισμό καὶ μιλᾶμε πιὰ μὲ λέξεις χωρὶς οὐσία χωρὶς νόημα σὰν τὰ πλαστικὰ σκεύη μιᾶς χρήσεως ἤ τὰ κινέζικα προϊόντα ποὺ φαίνονται καλὰ, ἀλλὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἄχρηστα καὶ ἀπλῶς μεγαλώνουν τὸν ὄγκο τῶν σκουπιδιῶν.

Καὶ ἐνῷ ἡ σκλαβωμένη Ἀγιὰ Σοφιὰ ξαναγίνεται τζαμὶ ἀπὸ τοὺς κατακτητές ἀκούγονται κουβέντες ὅπως τὶς  παρακάτω: 

«Η Αγία Σοφία ως μουσείο αποτελεί τόπο και σύμβολο συναντήσεως, αλληλεγγύης και αλληλοκατανοήσεως Χριστιανισμού και Ισλάμ»(1).

Ἔχω μεγάλη ἀπορία, ἄν ἐκαλοῦντο αὐτοὶ ποὺ λέν τέτοιες κουβέντες νὰ ἐξηγήσουν τί σημαίνουν τὰ λόγια τους, τί θὰ ἀπαντοῦσαν σὲ ἀπλὰ ἑλληνικά. Ἡ λεηλατημένη Ἁγία Σοφία, ἡ μετατραπεῖσα σὲ τζαμὶ εἶναι σύμβολο συναντήσεως, ἀλληλεγγύης καὶ ἀλληλοκατανοήσεως; Συνάντησις λέγεται ἡ κατάκτησις, ἡ λεηλασία, ἡ ἀλλαξοπιστία διὰ τῆς βίας; Ἀλληλεγγύη  εἶναι ἡ σφαγὴ, ὁ ἐξανδραποδισμὸς καὶ ἡ γενοκτονία τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν; Ἀλληλοκατανόησις λέγεται ἡ δουλεία, ἡ καταπίεσις ἡ ἐξαφάνισις κάθε δικαιώματος ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ζωή; Ἡ θρησκεία τοῦ μίσους, τῆς βαρβαρότητος καὶ τῆς ἀπανθρωπίας τίνος εἴδους συνάντησι καὶ ἀληλοκατανόησι μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὴν πίστι τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς;   Κάηκε ἡ Σμύρνη τὸ 22, ξεριζώθηκαν οἱ πληθυσμοὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου, τὸ 55 νέες σφαγὲς καὶ λεηλασίες, ἄδειασε ἡ Πόλις, Ἴμβρος καὶ Τένεδος ἐκτουρκίστηκαν ἡ Κύπρος κινδυνεύει καὶ ἡ Θράκη παίρνει σειρὰ καὶ μιλοῦν γιὰ ἀλληλοκατανόησι καὶ ἀλληλεγγύη; Ποιοί; Αὐτοὶ ποὺ χειροκροτοῦν καὶ ὑμνοῦν τοὺς φονηάδες τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς ὀρθοδοξίας; Θοῦ Κύριε…

 Ἄν χάσουν οἱ λέξεις τὸ νόημά τους δὲν ὑπάρχει ποτὲ ἐλπίδα διορθώσεως τοῦ κακοῦ. Ἄν τὴν κατάκτησι τὴν ὀνομάζεις καὶ τὴν θεωρεῖς συνάντησι, ἄν τὴν δουλεία καὶ τὴν σκλαβιὰ τὴν λές ἀλληλεγγύη, ἄν τὴν τρομοκρατία καὶ τὴν ὑποταγὴ τὴν λές ἀλληλοκατανόησι, τότε ἀφοὺ ζεῖς ἀρμονικὰ σὲ ἕνα κόσμο ἀλληλεγγύης καὶ ἀλληλοκατανοήσεως δὲν χρειάζεται κάτι νὰ κάνεις καὶ κάτι νὰ ἀλλάξεις. Καλὰ εἶναι ἐκεί. Μὴν παραπονιέσαι γιὰ ὅτι σοῦ συμβεῖ. Καὶ ἄν ὁ κατακτητὴς, ὁ ἐπίβουλος, ὁ τύραννος ζητὰ ὅλο καὶ περισσότερα καὶ μεγαλώνει ὁ αὐταρχισμὸς καὶ τὰ βασανιστήριά του μὴν δίνεις σημασία, ἀπλῶς βαθαίνει καὶ πλαταίνει ἡ ἀλληλεγγύη καὶ ἡ ἀλληλοκατανόησι. 

    Ἄλλοι πάλι, στὸ ἴδιο φάσμα –γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ φάσμα τῆς ὑποτέλειας τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ τοῦ δαιμονισμοῦ, ἀλλὰ ἐκπέμπουν πολλοὶ σταθμοὶ σὲ διάφορες συχνότητες ἔχοντας ἄλλα προγράμματα μὲ τὸ ἴδιο μήνυμα – βλέπουν τὴν Ἁγιὰ Σοφιά ὡς «δημιούργημα του ευρύτερου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, το οποίο ὑπῆρξε σύμβολο ἑνότητος και ειρηνικής συνυπάρξεως»(2). Σοβαρά; Τὸ λέτε ξύπνιοι αὐτὸ; Ἤ λέγοντάς το πιστεύετε ὅτι κατανοεῖτε τὶ ἦταν τί εἶναι καὶ τὶ σημαῖνει ἡ Ἁγία Σοφιά;  Ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ δημιούργημα τοῦ εὐρύτερου Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ!!! 

Τόσα καταλαβαίνετε, τέτοια κάνετε, τέτοια λέτε. Ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ ἔκλεισαν τὶς ἐκκλησίες ὑποκύπτοντας δουλικὰ στοὺς παραλογισμοὺς (καὶ στὶς κρυμένες σκοπιμότητες) τῆς ἐξουσίας ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ λαοῦ, ἀποδεικνύουν ἐμπράκτως ὅτι δὲν πιστεύουν ὀρθῶς στὸν Θεὸ , οὔτε ἔχουν σχέσι μὲ τὴν παράδοσι τῶν πατέρων. Δὲν εἶναι λοιπὸν παράξενο νὰ λένε τέτοιες ἀσυναρτησίες, ἀποδεικνύοντας ξανὰ καὶ ξανὰ τὸν ἤδη διεγνωσμένο γραικυλισμό τους. « Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;»( Ἀλ. Παπαδιαμάντης. Ἄπαντα. Τομ4. σελ.194.) Τότε βέβαια περιστασιακὰ ἐξεδήλωναν τὶς φιλοπαπικὲς προτιμήσεις τους οἱ ἡμέτεροι λατινόφρονες: «Καὶ ὅμως εὐρίσκονται ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκ τῶν ἡμετέρων τινές, τόσον ἐκφυλισμένοι, ὥστε νὰ θαυμάζωσι τὰ τῆς Παπικῆς ἐκκλησίας.! (ὅ.π. τομ5. Σελ.181.) Σήμερα νυχθημερὸν δηλώνουν ὅτι ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν καὶ σ᾿ αὐτὴν ἐλπίζουν καὶ ἀπὸ κεῖ περιμένουν…

δημιουργικὴ συνεισφορὰ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἡ μόνιμη καὶ διαρκής καὶ ἐπίμονη προσπάθεια καταστοφῆς τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολῆς, πλὴν τοῦ 1204 ἐκδηλώθηκε σαφέστερα καὶ πρὸ τῆς πτώσεως τῆς Πόλεως στὴν Φεράρα Φλωρεντία καὶ κατὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ, καὶ τὸ 55, καὶ στὴν εἰσβολὴ καὶ κατοχὴ τῆς Κύπρου, καὶ στὶς Πρέσπες τώρα, καὶ στὰ μνημόνια ἀλληλεγγύης καὶ ἀλληλοκατανόησις τῆς τελευταίας δεκαετίας.

 Δὲν εἶναι σύμβολο ἑνότητας καὶ εἰρηνικῆς συνυπάρξεως ἡ Ἁγιὰ Σοφιά. Τὰ περιφερόμενα καὶ διατυμπανιζόμενα σύμβολα καὶ ἰδανικὰ τῆς ἑνότητας τῆς συνύπαρξης τῆς ἀνεκτικότητος τῶν δικαιωμάτων καμμιὰ σχέσι δὲν ἔχουν μὲ αὐτὸ τὸ σύμβολο. Δὲν ἔχει σχέσι μὲ νέες ἐποχὲς, νὲες ἀξίες, νέες ἀπάτες. 

Ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ εἶναι ἡ ἀνεπανάληπτη ὑλικὴ μαρτυρία τοῦ πάλαι ποτὲ μεγαλείου καὶ τῶν ἔργων τῆς πάλαι ποτὲ ὀρθόδοξης αὐτοκρατορίας. Τώρα εἶναι σκλαβωμένη στοὺς βαρβάρους ἱσλαμοφασίστες. Τὰ φληναφήματα περὶ παγκοσμίου πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, Οὐνέσκο, συγκλονισμένης ἀνθρωπότητος, εὐρωπαϊκῶν ἀντιμέτρων κλπ ἀπλῶς ἀποδεικνύουν τὴν μόνιμη ἐπικαιρότητα τοῦ ἔργου τοῦ  Λεμπέση Ἡ τεραστία σημασία τῶν βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνῳ βίῳ. Μὴν θυμώσει κανεὶς ἐκσυγχρονισμένος ἀνθρωπιστὴς ἤ προοδευτικὸς νεάτερνταλ ἤ δεσπότης ἤ πνευματικὸς ἀπαιτῶν ὑπακοή ἀπὸ ὅλους στὶς ἀνοησίες ποὺ ἕκαστος ἐξ αὐτῶν λέει καὶ κάνει. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ μπῇ τὸ δάκτυλο στὸν τύπο τῶν βλακειῶν ποὺ ἐκστομίζουν καὶ τῶν ἀνοσιουργημάτων ποὺ διαπράττουν. Πλὴν ὁ βίος μικρὸς, ἄς ἀνοίξουν τὰ μάτια τους λιγάκι οἱ ὑπόλοιποι εὐ-βλαβεῖς.

 Σήμερα δὲν κλαῖμε γιὰ τὴν καταστροφὴ κτισμάτων, ἐδὼ διέλυσαν τὶς Ἐκκλησίες, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Οὐ γὰρ οἰκοδομημάτων γηΐνων καταστροφήν, ἀλλ᾿ Ἐκκλησιῶν ἅλωσιν ὀδυρόμεθα»(Μέγας Βασίλειος PG32. 436)

Μὲ τὸν τελευταῖο διωγμὸ τῆς πίστεως δὲν ἀποδείχθηκε μόνον ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ φάνηκε καὶ ἡ γύμνια ἀκλινοῦς πίστεως τῶν διαφόρων «πνευματικῶν» ποὺ ὄχι μόνο ὑπήκουσαν στὶς ἐντολὲς τῶν δεσποτάδων καὶ καταπάτησαν τὴν ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, κλείνοντας τὶς ἐκκλησίες τους,  ἀλλὰ ἀπαγόρευαν στοὺς ἀνθρώπους νὰ πᾶνε σὲ ἄλλες ἐκκλησίες νὰ λειτουργηθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν καὶ ἀπαιτοῦσαν ὑπακοή διότι ἔτσι ἀποφάσισε ἡ «ἐκκλησία». Ἀκόμα καὶ σήμερα, δὲν ἔχουν καταλάβει τί ἔχει συμβεῖ τὰ «πνευματικὰ» αὐτὰ πρόσωπα, οἱ κληρικοὶ, στὴν πλειονότητά τους…. 

Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἄλωσις ποὺ προκαλεῖ πίκρα καὶ θλίψι… Καὶ ἀπὸ πάνω λογίδρια καὶ μποῦρδες γιὰ πανανθρώπινες ἀξίες, πολιτιστικὲς κληρονομιὲς, πολιτισμένους κόσμους, διεθνεῖς κοινότητες κλπ. 

Ὤ! ἀνόητοι καὶ βραδεὶς τὴν καρδίαν!  Κλείσανε τὶς ἀνοικτὲς ἐκκλησίες καὶ δὲν ὄχι μόνο δὲν μιλήσατε ἀλλὰ συναινέσατε καὶ τώρα φωνάζετε ποὺ τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ ἀπὸ μουσεῖο τὴν ξανακάνανε τζαμί;  Ἐκεὶ ποὺ ὁ λόγος καὶ ἡ πρᾶξις σας θὰ εἶχαν ἀποτέλεσμα σιωπήσατε καὶ ἀδρανήσατε μὲ συνέπεια νὰ ριφθοῦν τὰ ἱερὰ τοῖς κυσὶν, νὰ κινδυνεύσῃ καὶ ἡ πίστις καὶ οἱ πιστοὶ καὶ νὰ φτάσουμε στὴν σημερινὴ ἀθλία κατάστασι. Τώρα ἐκεὶ ποὺ ὁ λόγος σας δὲν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα φωνασκεῖτε καὶ λέτε ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, σύγχρονοι δυσλεξικοὶ δόν κιχῶτες μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες. Ἀλλὰ τότε δὲν φτάναν τὰ λόγια. Χρειαζόταν πράξεις. Δηλάδὴ νὰ κάνετε τὸ καθῆκον σας ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ  ὑπῆρχαν τὰ πρόστιμα καὶ ἡ ἀστυνομία καὶ ὁ φόβος καὶ οἱ ρουφιάνοι γιὰ τοὺς μέν, τὰ φράγκα καὶ ἡ ἐξουσία καὶ ὁ καθωσπρεπισμὸς γιὰ τοὺς δέ. Ὁπότε βολευόμαστε μὲ τὴν «ὑπακοὴ» καὶ φαινόμαστε καὶ ἐνάρετοι. Ὅλοι, ὅσοι τότε πρόδωσαν τὴν πίστι στὴν πράξι, πατριάρχες καὶ δεσπότες καὶ σύνοδοι, τώρα πρωτοστατοῦν πάλι σὲ τζάμπα δηλώσεις καὶ πύρινους λόγους (Βλέπετε τώρα σεβ. Ἀργολίδος τοὺς πράγματι τζάμπα μάγκες; Πολὺ σπουδαῖο τὸ ὅτι «ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσῃ τὸν κόσμο» καὶ πράγματι τζάμπα- μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἡ συνεισφορά σας στὸ θέμα τῆς Ἁγιᾶς Σοφίας)(3).

Πράξεις χρειαζόμαστε, ἀγαπητοί. Καὶ πράξεις ποὺ νὰ συνάδουν μὲ τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν εὐθύνη ἑκάστου, δηλαδὴ νὰ εἶναι σύμφωνες μὲ τὰς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὸ εὐσεβὲς φρόνημα.

 Σὲ λίγο πιθανὸν νὰ ξανακληθεῖτε νὰ ξανακλείσετε τὶς ἐκκλησίες. Ὁ «φοβερὸς ἱὸς» ἐτοιμάζεται γιὰ τὸ δεύτερο ἡμίχρονο. Τί θὰ κάνετε; 

Στὸν Καναδὰ ὁ ἐκεὶ ἐκκλησιαστικὸς ἄρχων κοινωνεῖ τὸν κόσμο μὲ ξεχωριστὰ «κουταλάκια» μὲ τὴν εὐλογία-ἀνοχὴ-προτροπή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Πῶς σᾶς φαίνεται; Ποιὰ ἡ εὐθύνη σας ὡς ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ ποιὰ ἡ στάσις σας γι᾿ αὐτό;

Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων 16/7/2020

 

 

  1. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὰ λέει αὐτά. 
  2. Ἡ «λεβέντικη» Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὰ καταθέτει γραπτῶς!!!

(3)“Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο”- Σκέψεις και ερωτήματα για την Αγιά Σοφιά του Αργολίδος Νεκταρίου  https://imargolidos.gr/%ce%b7-%ce%bf%ce%bc%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%b9%ce%ac-%ce%b8%ce%b1-%cf%83%cf%8e%cf%83%ce%b5%ce%b9-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf-%cf%83%ce%ba%ce%ad%cf%88%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%ba/

Αρχιμ. Σάββας Αγιορείτης: Αν δεν μετανοήσουμε έρχεται μία νέα τουρκοκρατία.

2
Αρχιμ. Σάββας Αγιορείτης

Αρχιμ. Σάββας Αγιορείτης: Αν δεν μετανοήσουμε έρχεται μία νέα τουρκοκρατία.

Αρχιμ. Σάββας Αγιορείτης: Αν δεν μετανοήσουμε έρχεται μία νέα τουρκοκρατία.

…Αυτό είναι για να δούμε και την δική μας την κατάντια και το πόσο μακριά είμαστε. Και πολλές φορές το λέω ότι αν λειτουργούσαν σωστά οι λαϊκοί θα είχαμε και σωστούς ιερείς και σωστούς αρχιερείς. Αλλά επειδή εμείς δεν λειτουργούμε σωστά ως βάση, δεν προωθούνται και οι σωστοί αρχιερείς και ιερείς, και αν προωθηθούν (κατά λάθος, δεν ξέρω πως) μετά από λίγο τους κατεβάζουμε κάτω, δεν τους θέλουμε, δεν είναι ανεκτοί. Καταλάβατε;

Το έχω πει πολλές φορές το παράδειγμα με τον Άγιο… Μακάριο Κορίνθου. Όταν πήγε στην Κόρινθο εξομολόγησε όλους τους ιερείς. Τους είπε θα εξομολογηθείτε σε μένα κι εγώ σε σας. Και μετά έβγαλε έξω πάνω από 100. Τους ξεχώρισε γιατί είχανε διάφορα κωλύματα. Πες τε μου αν βρεθεί ένας αρχιερέας σήμερα να το κάνει αυτό στην Μητρόπολή του, τι θα γίνει μετά την επόμενη μέρα; Όλα τα χωριά θα πάνε στον δεσπότη, θα του πούνε, εμείς θέλουμε τον παπά μας, γιατί μας τον επήρες. Ό,τι και να ναι. Ας έχει χίλια δυο κωλύματα. Ας δημιουργεί χίλιους δυο σκανδαλισμούς. Τον θέλουν. Καταλάβατε; Γιατί; Γιατί μας βολεύει. Γιατί πάει στο καφενείο, καπνίζει. Είναι παπάς με τα όλα του. Τέτοιους παπάδες θέλουμε. Καταλάβατε;

Έχουμε τα χάλια μας, γι’ αυτό να συμπονάμε και την λεγόμενη επίσημη Εκκλησία. Γιατί όλοι είμαστε μέσα συνένοχοι σε όλο αυτό που υπάρχει σήμερα, που δεν λειτουργεί σωστά βεβαίως. … Δεν λειτουργεί σωστά ούτε η επίσημη Εκκλησία αλλά ούτε κι εμείς λειτουργούμε σωστά. Οπότε τί θα γίνει; Ας διορθώσουμε ο καθένας τον εαυτόν του. Αυτή είναι η αρχή, το πρώτο, και από εκεί και μετά δεν θα χάσουμε την Πόλη ξανά, την Ελλάδα ξανά, την Μακεδονία ξανά.

Ξέρετε γιατί χάσαμε την Πόλη; Γιατί είχαμε χάσει την Πίστη μας. Ξέρετε γιατί χάσαμε την Μακεδονία μας και δώσαμε το όνομα στους Σκοπιανούς; Γιατί προηγουμένως προδώσαμε την Πίστη μας και δώσαμε το όνομα στους αιρετικούς. Ποιό όνομα; Τους είπαμε ότι είναι «εκκλησία». Προηγείται η πτώση στην Πίστη και ακολουθεί η πτώση στην Πατρίδα, στα εθνικά θέματα.

Στην Κρήτη το ’16, στο Κολυμπάρι, ονομάσαμε «εκκλησία» τους παπικούς, τους μονοφυσίτες, όλον αυτό τον συρφετό των αιρετικών. Το καταλάβατε; Πόσοι από τους Έλληνες το έπιασαν και αντέδρασαν; Πολύ λίγοι. Αυτό ήτανε μέγιστη προδοσία. Τώρα φωνάζουμε για την Μακεδονία. Καλά κάνουμε και φωνάζουμε, αλλά θα έπρεπε να είχαμε φωνάξει πιο πριν για το πιο σπουδαίο που ήτανε η προδοσία της Πίστης. Δώσαμε όνομα. Ξέρετε τι σημαίνει όνομα; Τους ονομάσαμε «εκκλησία», δηλαδή ότι έχουν Μυστήρια, ότι έχουν Θεία Χάρη.

Ποιός έχει Θεία Χάρη; Αυτός που βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα; Ο πάπας έχει Χάρη; Από που κι ως που; Ή οι μονοφυσίτες έχουν Χάρη; Που λένε ότι Χριστός δεν έχει πλέον ανθρώπινη φύση, έχει μείνει μόνο με την Θεία φύση; Τί Χάρη να έχουν αυτοί; Αφού δεν έχουν σωστή θεώρηση του Θεού. Έχουν άλλον Θεό. Κι όμως εμείς επιμέναμε εκεί ότι αυτοί είναι αδελφοί μας και δεν τρέχει τίποτα να είμαστε μαζί και να λέγονται και αυτοί «εκκλησίες».

Και είπε και κάποιος: πώς θα τους πω ότι είναι αιρετικοί (στους παπικούς) όταν θα πάω στην Μητρόπολή μου; Πως θα τους πω ότι είναι αιρετικοί, στον Καρδινάλιο που θα έλθει να με επισκεφθεί; Πώς ο πάπας μας λέει εμάς ότι είμαστε αιρετικοί; Το ξέρετε ότι ο πάπας μας βρίζει και μας λέει ότι είμαστε ελλειμματική Εκκλησία; Γιατί αυτοί μας βρίζουν δηλαδή κι εμείς δεν πρέπει να τους πούμε την αλήθεια; Αυτοί λένε ψέματα όταν λένε ότι εμείς είμαστε ελλειμματική Εκκλησία, γιατί θεωρούν ότι αυτοί είναι η σωστή Εκκλησία κι εμείς είμαστε οι αιρετικοί. Τόση διαστροφή και τόσο σκοτάδι αλλά όλα αυτά πληρώνονται.

Ευτυχώς ένας από τους Έλληνες επισκόπους είπε ‘όχι’ στην Κρήτη τώρα. Όλοι οι άλλοι υπέγραψαν. Τους ήλεγξε κανείς τους επισκόπους που υπέγραψαν; (και ο Αρχιεπίσκοπος μέσα). Κανένας ή ελαχιστότατοι. Σα να μην τρέχει τίποτα. Σα να μην έγινε τίποτα.

Οπότε μας έρχονται οι απώλειες εθνικών εδαφών σιγά-σιγά. Έτσι χάσαμε και την Πόλη. Λίγους μήνες πριν είχαμε κάνει συλλείτουργο με τους παπικούς παρακαλώ και τους είχαμε δώσει Θεία Κοινωνία. Είχε γίνει ένωση δηλαδή, ενωτική λειτουργία μες την Αγιά Σοφιά. Με τον αυτοκράτορα, με τον καρδινάλιο τον παπικό. Κι εμείς συλλειτουργούσαμε μαζί τους. Και οι μουσουλμάνοι παρακαλώ, όχι οι Ορθόδοξοι, είδαν να φεύγει η σκέπη της Παναγίας από την Πόλη μόλις έγινε αυτό.

Βλέπετε; Τα αίτια είναι πάντα πνευματικά. Κι αν θέλετε να ερμηνεύσετε την ιστορία, γιατί συμβαίνουν τα διάφορα ιστορικά γεγονότα, να ψάχνετε πτώσεις πνευματικές προηγουμένως, αμαρτίες δηλαδή. Όλες οι αυτοκρατορίες που πέσανε -κι εμείς είπατε σωστά ότι είμαστε απόγονοι αυτοκρατορίας-, πέσανε για την διαφθορά. Ξέρετε πως ντυνόντουσαν οι κοπέλες στην Κωνσταντινούπολη λίγο πριν την πτώση; Το λένε οι συγγραφείς. Ως πόρνες. Όπως ντύνονται και σήμερα. Και τα κοριτσάκια σήμερα ως πόρνες ντύνονται και δεν το ‘χουν για τίποτα και οι μανάδες που ντύνονται ακόμη χειρότερα να τα κυκλοφορούν έτσι τα παιδάκια τους.

Θα μας έλθουνε. Αν δεν μετανοήσουμε αυτά που έγιναν τότε θα ξανάρθουνε. Πολύ φοβάμαι ότι έρχεται μία νέα τουρκοκρατία, αν δεν την ζούμε ήδη. Βεβαίως. Αυτά λένε τα έργα μας. Όπως έλεγε κάποιος φωτισμένος άνθρωπος «άλλους γράφει η ιστορία και άλλοι γράφουν την ιστορία». Ποιοί γράφουν την ιστορία; Ξέρετε ποιοι την γράφουν; Οι Άγιοι. Μπορεί ένας Άγιος να προσευχηθεί και να ανατραπούν τα πάντα.

Όλες οι αυτοκρατορίες αν δείτε διαχρονικά Βαβυλωνιακοί, Ασσυρίων, Αιγύπτου, τα αίτια ήταν η διαφθορά και μάλιστα τα βδελυρά αμαρτήματα της αρσενοκοιτίας. Αυτά είναι τα αίτια και το ίδιο υπήρχε και στην αυτοκρατορία την δική μας. Είχε κυριαρχήσει η διαφθορά και πίσω από την διαφθορά την ηθική υπήρχε η διαφθορά της Πίστεως. Έφυγε η σκέπη της Παναγίας. Αυτό ήταν ορατό στους μουσουλμάνους. Οι μουσουλμάνοι ξέρετε είχαν απογοητευθεί. Θα φεύγαν, Ο Μωάμεθ είχε απογοητευθεί, θα ‘φευγε, Και την τελευταία ημέρα, αν θυμάμαι καλά (το γράφουν οι ιστορικοί), ένας Τούρκος είδε την σκέπη της Παναγίας να φεύγει και του είπε, οι Ρωμιοί χάσανε τον Θεό τους, τώρα θα τους νικήσουμε. Γιατί κάναμε αυτήν την προδοτική λειτουργία, προδώσαμε την Πίστη μας.

Αυτά όλα είναι τα αίτια. Μην ψάχνετε. Οι ερμηνείες οι άλλες που δίνουν οι ιστορικοί, εξουσιαστική ερμηνεία που είπατε, οικονομική ερμηνεία, οτιδήποτε, αυτά δεν είναι, αυτά είναι επιφαινόμενα. Από πίσω υπάρχει η διαφθορά της Πίστεως, πρώτον, και η διαφθορά του ήθους, της ζωής δηλαδή. Αυτά είναι τα αίτια. Έτσι χάνονται οι αυτοκρατορίες. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κράτησε χίλια χρόνια. Γιατί κράτησε χίλια χρόνια; Καμιά αυτοκρατορία δεν κράτησε χίλια χρόνια. Γιατί ακριβώς οι άνθρωποι, και ο λαός και οι βασιλείς, είχαν ευσέβεια, είχαν ευλάβεια. Όταν χάσαν την ευλάβεια και την Πίστη χάσαν και την αυτοκρατορία. Εκεί είναι τα αίτια.


Απομαγνητοφώνηση Φαίη (ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ)

Κύριος Ιησούς Χριστός

Η αγιοπατερική διδασκαλία για την εγκράτεια και τη σωφροσύνη ως πρόταση αντί των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.

0
πρόταση αντί των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης

Η αγιοπατερική διδασκαλία για την εγκράτεια και τη σωφροσύνη ως πρόταση αντί των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.

Η Νέα Τάξη Πραγμάτων εκμεταλλεύεται -ομολογουμένως με μεγάλη επιτυχία- την άγνοια και απροθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να μάχεται κατά των παθών του, την τάση του να τα δικαιολογεί, να τ’ αγαπά και εν τέλει να τα υπερασπίζεται, ανυψώνοντάς τα σε δήθεν ανθρώπινες αξίες και δικαιώματα, για τα οποίες πρέπει μάλιστα να αισθάνεται υπερήφανος.

Έχοντας αυτόν τον σπουδαίο σύμμαχο στο πλευρό της, συνεχώς αναπτύσσει μεθοδικά δια μέσου των οργάνων της σε όλους τους τομείς της ζωής μας, πρακτικές που εξυπηρετούν τους στόχους της, με κύριο και τελικό στόχο την οριστική αποξένωση του ανθρώπου από το Χριστό και τη λατρευτική προσκύνηση του επερχομένου αντιχρίστου.

Βασικός τομέας μέσα από τον οποίο δρομολογούνται και κατευθύνονται οι πρακτικές αυτές είναι η πολιτική. Αν παρακολουθήσει κανείς τα νομοσχέδια, που φέρνουν προς ψήφιση τα πιστά όργανα της ΝΤΠ τις τελευταίες δεκαετίες και τα οποία αντιστρατεύονται ευθέως το Νόμο του Τριαδικού Θεού ή που κρυφίως τον υπονομεύουν, εύκολα θα συμπεράνει τα ανωτέρω.

Ένα τέτοιο νομοσχέδιο εσχάτως, από το Υπουργείο Παιδείας, είναι και αυτό που εισάγει τα αντίθεα προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα νήπια και παιδιά του δημοτικού από αγνώστους. Παρά τις αντιδράσεις μας, χιλιάδων γονέων στη δημόσια διαβούλευση για την εισαγωγή αυτή, και με σύμμαχο την παγίως χαλαρή και επιζήμια στάση της ηγεσίας της Εκκλησίας σε κάθε κρίσιμο θέμα υπεράσπισης της πίστεως, του έθνους και του ποιμνίου της, η κυβέρνηση προχωρά στην υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών. Η εξυπηρέτηση, άλλωστε, των νεοταξικών στόχων είναι υπεράνω κάθε πολιτικού κόστους. Κάθε ατομικό, συλλογικό ή εθνικό δικαίωμα που στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη αυτών, εύκολα καταφρονείται. Ακόμα κι αυτού που έχει ο γονιός στο να υπερασπίζεται και γαλουχεί το παιδί του κατά τις ορθόδοξες χριστιανικές πεποιθήσεις του. Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι αποκλειστική ευθύνη και αρμοδιότητα των γονέων και όχι οποιασδήποτε ΜΚΟ ή «φορέα υγείας» ή έστω «ειδικού», την είσοδο των οποίων στα σχολεία σχεδιάζει το Υπουργείο.

Επειδή το θέμα είναι σοβαρότατο και ως γονείς έχουμε να δώσουμε λόγο στο Χριστό για τα παιδιά μας, προτρέπουμε να ενημερωθούμε σχετικά, από την αξιόλογη ημερίδα: «Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση στα Σχολεία: Αγωγή ή χειραγώγηση;» : https://youtu.be/kep1jf7xEoA

Εξ’ αυτής θα αρκεσθούμε περιληπτικά μόνο να αντλήσουμε τις πληροφορίες, ότι τα προγράμματα αυτά (CSE Comprehensive Sexual Education) που προωθεί το Τοπικό Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στην Ευρώπη και έχει υιοθετήσει το Υπουργείο Παιδείας ,

1) Διδάσκουν στα παιδιά:

α) Τη σεξουαλική ευχαρίστηση.

β) Πως να συναινούν στο σεξ.

γ) Την άποψη πως συγκεκριμένες παρά φύσιν σεξουαλικές επαφές είναι κανόνες συμπεριφοράς ασφαλείς και εξ ίσου αποδεκτές με την κανονική επαφή.

2) Προωθούν:

α) την ομοφυλόφιλη/ αμφιφυλόφιλη συμπεριφορά.

β) τη σύγχυση των φύλων.

γ) την πρώιμη σεξουαλική ανεξαρτησία.

δ) την ατομική ή αμοιβαία σεξουαλική αυτοϊκανοποίηση.

ε) τον ακτιβισμό για τα σεξουαλικά δικαιώματα.

Και όλα αυτά καταστρατηγώντας τα γονεϊκά δικαιώματα, υποβαθμίζοντας τις παραδοσιακές αξίες, εξοβελίζοντας το φόβο Θεού, και παραπέμποντας σε επιβλαβείς πηγές πληροφόρησης.

Οι ορθόδοξοι αγωνίζονται να εξασκούν την σωφροσύνη και την εγκράτεια. Αυτές τις αρετές προσπαθούν με κάθε κόπο να εμπνεύσουν και στα παιδιά τους, μέσα σε μια ηθικώς φθίνουσα κοινωνία που τροφοδοτεί τα πάθη.

«Τοῦτο γάρ ἐστιν ἐγκράτεια, τὸ μηδενὶ ὑποσύρεσθαι πάθει».1 Μόνο τις αξίες αυτές αν διδάσκονταν στα παιδιά μας, όλα όσα επαγγέλλονται (ψευδώς) τα προγράμματα αυτά, θα επιτυγχάνονταν και πολλά περισσότερα. Σωφροσύνη, χρειάζονται να διδαχθούν τα παιδιά, που είναι η εγκράτεια και το να στέκονται υπεράνω από τα πάθη που τα πολεμούν 2, διδάσκει ο ιερός Χρυσόστομος , του οποίου η παιδαγωγική είναι απαράμιλλη.

«Ἐκριζώσωμεν ἡδονὰς, καὶ καταφυτεύσωμεν ἐγκράτειαν» 3 παραινεί.

Από τους Αγίους μαθαίνουμε ότι τα πάθη, είναι ασθένειες της ψυχής και η άσκηση των αρετών, η θεραπεία τους. Αν τα παιδιά διδαχθούν, εγκολπωθούν και συνειδητοποιήσουν αργότερα αυτή την αλήθεια, πόσα κακά θα αποσοβηθούν στην κοινωνία!

«Τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τά ἁμαρτήματα, ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ἀσέλγεια, ἡ φιλοχρηματία, ἡ τῆς δόξης ἐπιθυμία. Ἴασις τούτων καὶ θεραπεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ κακοπάθεια, ἡ ἀκτημοσύνη, ὁ τῶν χρημάτων πρὸς πένητας σκορπισμὸς, ἡ τν ἀθανάτων ἐκείνων ἔφεσις, ἡ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὄρεξις…» 4 κηρύττει ο Μέγας Αθανάσιος. Τα προγράμματα ΣΔ όμως, αθωώνουν τα αμαρτήματα αυτά και τα νομιμοποιούν. Αντί να διδάξουν ποιο είναι το αληθινό κάλλος της ψυχής, την αμαυρώνουν με τη διαστροφή.

«Τί οὖν ἐστι κάλλος ψυχῆς; Σωφροσύνη, ἐπιείκεια, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη,
φιλαδελφία, φιλοστοργία, ὑπακοὴ Θεοῦ, νόμου πλήρωσις, δικαιοσύνη, συντριβὴ διανοίας. Ταῦτα κάλλη  ψυχῆς»
5 μας νουθετεί ο ι.Χρυσόστομος και αναγνωρίζοντας ότι η πορνεία είναι γλυκιά και δύσκολo να υπομείνεις τη σωφροσύνη, επισημαίνει εντούτοις την κατοίκηση του διαβόλου στην πρώτη, και του Χριστού στη δεύτερη:

«Ἡδεῖα ἡ πορνεία, ἀλλ’ ἐπιβλαβής· τραχεῖα ἡ σωφροσύνη, ἀλλ’ ἐπωφελής. Ἡ πορνεία συμπράττουσαν ἔχει τοῦ σώματος τὴν φύσιν· ἡ σωφροσύνη συνεργοῦσαν ἔχει τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν. Ὅπου τοίνυν πορνεία, ἐκεῖ ὁ διάβολος κατοικεῖ ὅπου δὲ σωφροσύνη, ἐκεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαναπαύεται» 6

Εάν μάθουν τα παιδιά να υποτάσσουν τα πάθη και να αντιπαραβάλλουν στο θυμό την αγάπη, και στην επιθυμία τη σωφροσύνη, θα απολαύσουμε λαμπρούς νέους με φωτισμένο, υγιή λογισμό:

«Ἐάν ἐστιν ἐν τῷ θυμῷ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ καθαρότης καὶ σωφροσύνη, ὁ λογισμός ἐστι πεφωτισμένος· ἐὰν δέ ἐστιν ἐν τῷ θυμῷ μισανθρωπία, καὶ ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ ἀκολασία, ὁ λογισμός ἐστιν ἐσκοτισμένος. Ὁ μὲν οὖν λογισμὸς τότε ὑγιαίνει, καὶ σωφρονεῖ, ὅταν τὰ πάθη ἔχῃ ὑποτεταγμένα…» 7

Η αγιοπατερική διδασκαλία για την εγκράτεια και τη σωφροσύνη ως πρόταση αντί των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.

Ο Άγιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία, πάντοτε επεσήμαινε τη σπουδαιότητα της παιδαγωγίας που έλαβε από την ευσεβεστάτη και ασκητική μητέρα του, με την οποία είχε, όχι μόνο φυσικό και συναισθηματικό σύνδεσμο, αλλά κυρίως πνευματικό. 8

Ο ίδιος διηγείται:

«Ἡ μητέρα μου πρόσεχε πολύ το θέμα τῆς σωφροσύνης τῶν παιδιῶν της. Ὅταν κάποτε με εἶδε νά βάζω τά χεράκια μου, για να τά ζεστάνω ἀνάμεσα στά πόδια μου, μοῦ εἶπε διακριτικά και με πραότητα: Παιδί μου Ἰάκωβε, μήν ξαναβάλεις τά χεράκια σου ἀνάμεσα στά πόδια σου, γιατί ὅσα παιδάκια κάνουν αὐτό τό πρᾶγμα πεθαίνουν οἱ γονεῖς τους καί τά ἴδια χτικιάζουν. Ὅταν ἐγώ τῆς εἶπα ὅτι κρυώνουν τά χεράκια μου γι’ αὐτό τά βάζω ἐκεῖ γιά νά τά ζεστάνω, μοῦ ἔφτιαξε δυό μάλλινα γαντάκια, σάν κάλτσες μάλλινες, τά ὁποῖα φοροῦσα στά χέρια μου γιά να ζεσταίνομαι. Μέ τόση διάκριση και προσοχή παρακολουθοῦσε ἡ μητέρα μου το θέμα τῆς σωφροσύνης».9

Τέτοια ήταν η διαπαιδαγώγηση μητέρων, που παρέδιδαν Αγίους στον κόσμο. Καθόλου παράδοξο που ειδοποιήθη για τη κοίμησή της, τρεις ημέρες νωρίτερα, από τον φύλακα άγγελό της και εκείνη με τη σειρά της προετοίμασε γι’ αυτήν την στιγμή, τον αγαπημένο της Ιάκωβο.

Σήμερα όμως ο σκοτισμένος κόσμος, αντί να καταφύγει στους φωταγωγούς της ευτυχίας, τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους Αγίους, καταφεύγει σε ψευδοεπιστήμες που ψυχή δεν παραδέχονται, δικαιολογούν και ενισχύουν τα πάθη του μεταπτωτικού ανθρώπου και παραμυθιασμένος όπως είναι για την αποτελεσματικότητα των πλανεμένων θεωριών τους, τις ακολουθεί πιστά, αποκομίζοντας την καταδίκη του.

Εμείς όμως ας ποθήσουμε κι ας ακολουθήσουμε τους αγαπώντας ημάς Αγίους:

«Πόθησον τοὺς ἁγίους, ἵνα ὁ ζῆλος αὐτῶν ἑλκύσῃ σε πρὸς ἀρετήν».10

Η διδασκαλία των Πατέρων είναι αυτή που θέτει τις βάσεις μιας υγιούς κοινωνίας, αποτρέπει από τα σύγχρονα κακά, προστατεύει από κινδύνους, προάγει την αρετή και την αγιότητα και νοηματοδοτεί τη ζωή. Πόσο μεγάλη βοήθεια θα δέχονταν τα παιδιά, αν αντί άλλης σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης διδάσκονταν αγιοπατερικές νουθεσίες για δοκιμή της εγκράτειας στην επιθυμία και την ηδονή, χαλιναγωγώντας τις αισθήσεις, και αντιδρώντας σε λογισμούς ηδυπαθείας και το θέλημα της σαρκός, ενσπείρωντας το φόβο του Θεού, όπως διδάσκει ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος.11

Ο Άγιος Παΐσιος, ο μέγας ευεργέτης του ζαλισμένου από την πλάνη

κόσμου, λέει:

«Καὶ βλέπω σήμερα ποὺ ἀπομακρύνουν τὰ παιδιά ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, πῶς ἔχουν ἀγριέψει! Ἐνῶ στὴν Ἐκκλησία τὸ παιδάκι θὰ ἠρεμήση, θὰ γίνη καλό παιδί, γιατί δέχεται τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζεται. Δὲν τὰ ἀφήνουν νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μην ἐπηρεασθοῦν ἀπὸ τὰ πνευματικά! Ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀνοησίες ὄχι μόνον δὲν τὰ ἀπομακρύνουν, ἀλλὰ τούς τὶς διδάσκουν κιόλας!…Ἀλλά σκοπός τούς τώρα εἶναι νὰ ἀπομακρύνουν τὰ παιδιά ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.Τὰ δηλητηριάζουν, τὰ μολύνουν μὲ διάφορες θεωρίες, κλονίζουν τὴν πίστη τους. Τὰ ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ καλό, γιὰ νὰ τὰ ἀχρηστέψουν. Τὰ καταστρέφουν ἀπὸ μικρά. Καὶ τὰ παιδάκια, φυσικά, ἀπὸ ἀρνάκια γίνονται κατσικάκια».12

Και συμπλήρωνε: «Ὅταν παραβαίνη ἕνας ἄνθρωπος μία ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου, εὐθύνεται μόνον αὐτός. Ὅταν ὅμως κάτι ποὺ ἀντίκειται στὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται ἀπὸ τὸ κράτος νόμος, τότε ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλο τὸ ἔθνος, γιὰ νὰ παιδαγωγηθῆ».13

Είναι πραγματικό συμφέρον της Πατρίδας μας εάν φυλάξουμε τις εντολές των Πατέρων, δεδομένης της εξ’ ανατολών απειλής και των μεταναστών: «Ἔλεγεν ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς ἐν Σκήτει· «ἐὰν φυλάξωμεν τὰς ἐντολὰς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐγὼ ἐγγυῶμαι ὑμᾶς πρὸς τὸν Θεόν, ὅτι βάρβαροι οὐκ ἔρχονται ὧδε! Εἰ δὲ μὴ φυλάξωμεν, ἐρημωθῆναι ἔχει ὁ τόπος οὗτος»14 Αν δεν ακολουθήσουμε τους Πατέρες, βάρβαροι θα μας ερημώσουν τον τόπο….

Ας μη «τα βάζουμε» λοιπόν με το Θεό. Δεν μας συμφέρει ως έθνος….

Με τη Χάρη Του, η μάχη των γονέων -ερήμην δυστυχώς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας- για το μάθημα των θρησκευτικών κερδήθηκε, τουλάχιστον σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο. Μένει η συμμόρφωση του κράτους με τις αποφάσεις του ΣτΕ. Γιατί να μην κερδηθεί και αυτό της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης; Ας κάνουμε το ανθρώπινο κι ας αφήσουμε τα υπόλοιπα στο Θεό, όπως συχνά έλεγε ο Άγιος Παΐσιος.

Ιωάννης Λίτινας

1. Ιωάννης Χρυσόστομος. PG.62,673.

2.Ιωάννης Χρυσόστομος. PG.63,599 :«σωφροσύνη γάρ ἐστιν ἐγκράτεια, καὶ τὸ μαχομένων περιγενέσθαι τῶν ἡδονῶν».

3. Ιωάννης Χρυσόστομος. PG.60,719.

4. Μέγας Αθανάσιος. PG.28,1397.

5. Ιωάννης Χρυσόστομος. PG.52,413.

6. Ιωάννης Χρυσόστομος. PG.60,706.

7. Μέγας Αθανάσιος. PG.28,1397.

8. Ἕνας ἅγιος Γέροντας ὁ μακαριστός π. Ἰάκωβος. 1996. Έκδοση των Πατέρων της Ι.Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Λίμνη Ευβοίας, (σελ.24-25)

9 . Ως άνω, σελ.10

10. Μέγας Αθανάσιος. PG.28,1412.

11.Εφραίμ ο Σύρος. Λόγος ΚΒ’ περί εγκράτειας: «Ἐγκράτεια ἐπὶ ἐπιθυμίας καὶ ἡδονῆς πονηρᾶςτὸ κρατεῖν τῆς αἰσθήσεως καὶ μὴ συγκαταπίπτειν ταῖς συμβαινούσαις ἐπιθυμίαιςτὸ μὴ κατατίθεσθαι τοῖς λογισμοῖς  ἡδυπάθειαν ὑποβάλλουσιτὸ μὴ ἡδύνεσθαι ὡς ἅτε δὴ πράσσων τὸ μύσος,
τὸ μὴ ποιεῖν τὸ θέλημα τῆς σαρκόςἀλλὰ χαλινοῦν τῷ φόβῳ τοῦ Θεοῦ»

12. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου. 1998. Λόγοι Α’ .Με Πόνο Και Αγάπη Για Τον Σύγχρονο Άνθρωπο. Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής «Ιωάννης ο Θεολόγος». Σουρωτή Θεσσαλονίκης. (σελ.300).

13
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου. 2002. Λόγοι Δ’ .ΟικογενειακήΖωή. Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής «Ιωάννης ο Θεολόγος». Σουρωτή Θεσσαλονίκης. (σελ.78).

14
 Αποφθέγματα Πατέρων PG. 65,283.

14/07 – Βίος καὶ πολιτεία καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν καὶ σοφωτάτου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

0
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Βίος καὶ πολιτεία καὶ λαμπροὶ ἀγῶνες
τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν
καὶ σοφωτάτου Διδασκάλου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.

Ποίημα Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου

(Ἐκ τοῦ βιβλίου: Διονυσιάτικον Ἁγιολόγιον,
ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους,
Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ.σ.: 98-130)

 

Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

 

Ἡ ἀρετὴ εἶναι ὄντως μέγα καὶ οὐράνιον πρᾶγμα, ὡς ἔχουσα πηγὴν καὶ ἀρχὴν τὸν Θεόν, καὶ ὡς τιμῶσα καὶ δοξάζουσα τοὺς φίλους καὶ ἐργάτας αὐτῆς. Δι᾿ αὐτῆς ἐτιμήθησαν οἱ Ἅγιοι Προφῆται, ἐμεγαλύνθησαν οἱ θεηγόροι Ἀπόστολοι, ἠνδραγάθησαν οἱ καλλίνικοι Μάρτυρες, ἐλαμπρύνθησαν οἱ θεοειδεῖς Ἱεράρχαι καὶ ᾠκειώθησαν τῷ Θεῷ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος θεοφόροι Πατέρες. Διὰ τῆς ἀρετῆς εἰργάσαντο «ξένα καὶ παράδοξα» ἐν τῷ κόσμῳ οἱ ἀγαπήσαντες τῷ Θεῷ Ἅγιοι, καὶ ἀνεδείχθησαν πολύφωτοι φωστῆρες, «λόγον ζωῆς ἐπέχοντες» καὶ φαίνοντες «ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν», πρὸς φωτισμὸν «τῶν ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», κατὰ τὴν θείαν ῥῆσιν, καὶ πρὸς σωτηρίαν ψυχῶν αἰώνιον. Ἡ ἀρετὴ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπον μακάριον, ἄγγελον ἐπίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπῶντα καὶ λαλοῦντα καὶ ὁρώμενον, ἔμψυχον στηλογραφίαν παντὸς καλοῦ καὶ λυσιτελοῦς, κληρονόμον Θεοῦ, συγκληρονόμον Χριστοῦ.

Τῆς ἀρετῆς φίλος γνήσιος καὶ ἀληθὴς ἐργάτης καὶ μυσταγωγὸς καὶ ὑποφήτης, «ἔργῳ καὶ λόγῳ», ὑπήρξε καὶ ὁ θεοφόρος Νικόδημος, ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας καὶ πολύσοφος διδάσκαλος, τὸ θαῦμα τῶν ἐν Ἄθῳ μοναστῶν, ὁ φαεινὸς ἑωσφόρος τῆς οὐρανίου σοφίας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς· ὁ ἐν ἐσχάτοις λάμψας καιροῖς, καὶ καταφωτίζων τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα διὰ τῶν θεοσόφων αὐτοῦ συγγραμμάτων· ἡ εὔηχος σάλπιγξ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἡ μελίῤῥυτος καὶ σοφωτάτη γλῶσσα, ἡ ἐν «δυνάμει λόγου» διατρανοῦσα καὶ ἀναπτύσσουσα τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τὰ τῶν Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς ὁ πρακτικώτατος ὑφηγητής· τῶν πνευματικῶν ἀναβάσεων ὁ θεοειδὴς μυστογράφος, καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ἐλλάμψεων ὁ ἐκφάντωρ, τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ὁ στῦλος καὶ ἑδραίωμα» καὶ τὸ ἐξαίρετον καύχημα, καὶ πάσης αἱρετικῆς καὶ κενοφώνου διδαχῆς ὁ ἰσχυρώτατος καθαιρέτης· ὁ πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως δοξάσας τὸν Θεόν, καὶ ἐπαξίως παρὰ Θεοῦ δοξασθείς. «Τοὺς δοξάζοντάς με ἀντιδοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ.

Οὗτος ὁ πολὺς ἐν σοφίᾳ καὶ μέγας ἐν ἀρετῇ, ὁ περιφανὴς τῆς Ἐκκλησίας φωστὴρ καὶ διδάσκαλος, τὸ στόμα τῶν πάλαι Ὁσίων διδασκάλων θεῖος Νικόδημος, ἐγεννήθη ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυκλάδων Νάξῳ, κατὰ τὸ σωτήριον ἔτος 1749, ἐκ γονέων εὐσεβῶν καὶ ἐναρέτων, Ἀντωνίου καὶ Ἀναστασίας, τὸ ἐπίθετον Καλλιβούρτση. Διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ὠνόμασαν αὐτὸν Νικόλαον, καὶ πρῶτοι οὗτοι ἐγαλούχησαν τὸν υἱὸν τῶν διὰ τῶν ζωηφόρων τῆς πίστεως ναμάτων, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας. Τρανὴ ἀπόδειξις τῆς θερμῆς τῶν γονέων τοῦ Ὁσίου εὐσεβείας, καὶ μάλιστα τῆς μητρὸς αὐτοῦ, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι βραδύτερον αὕτη ἐγένετο μοναχή, ἄρασα τὸν ἐλαφρὸν τοῦ Κυρίου ζυγόν, μετονομασθεῖσα Ἀγάθη.

Ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων ἐφαίνετο ὁ Ὅσιος ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ ἀποβῇ μετὰ ταῦτα· διότι ἦτο λίαν προσεκτικὸς καὶ φρόνιμος, καίτοι ἐν παιδικῇ ἡλικίᾳ, ἀποφεύγων τὰς ματαίας συναναστροφὰς καὶ πᾶν δυνάμενον νὰ φέρῃ βλάβην εἰς τὸν ἔσω ἄνθρωπον. Ἐπιμέλεια ἠθῶν, ἀγχίνοια ἔξοχος, τρόπων εὐκοσμία, ζῆλος περὶ τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα, ἀγάπη πρὸς τὴν θύραθεν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν παιδείαν, ἦσαν τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ νεαροῦ Νικολάου. Ἀλλὰ πλέον πάντων διεκρίνετο διὰ τὴν μεγάλην ὀξύτητα τοῦ νοός, τὴν ἀκριβῆ διορατικότητα, τὴν λαμπρὰν εὐφυΐαν καὶ τὴν ἀπέραντον μνήμην, δι᾿ ὧν κατέπληττεν, ὅχι μόνον τοὺς συνομήλικας, ἀλλὰ καὶ πάντα τοὺς ὁρῶντας τοσαῦτα ἐξαίρετα προσόντα καὶ ἀγλαὰ προτερήματα ἐν τοιαύτῃ νεαρᾷ ἡλικίᾳ.

Τὰ πρῶτα γράμματα ἐδιδάχθη ἐν τῇ Νάξῳ, ἐν τῇ ἰδιαιτέρᾳ αὐτοῦ πατρίδι Χώρᾳ, παρὰ τοῦ ἱερέως τῆς ἐνορίας του, παρὰ τοῦ ὁποίου καὶ ἐδιδάσκετο συγχρόνως τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπην καὶ πρὸς τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ πᾶν ὠφέλιμον καὶ λυσιτελές, καὶ τὸν ὁποῖον ἱερέα μετ᾿ εὐλαβείας καὶ προθυμίας πολλῆς ἐξυπηρέτει, διακονῶν, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς θείας Λειτουργίας καὶ λοιπὰς ἱεροπραξίας.

Καταρτισθεὶς οὕτω καταλλήλως ὁ μακάριος παρὰ τοῦ εὐλαβοῦς ἱερέως τὴν ἐνορίας, ἐφοίτησεν ὕστερον εἰς τὴν ἐν Νάξῳ σχολήν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐδιδάχθη τὰ θύραθεν καὶ ἱερὰ γράμματα, παρὰ τοῦ ἐναρέτου καὶ σοφοῦ διδασκάλου τοῦ Γένους Ἀρχιμανδίτου Χρυσάνθου, ἀδελφοῦ τοῦ θαυμαστοῦ καὶ περιβοήτου «ἐν λόγῳ καὶ ἔργῳ καὶ ἀναστροφῇ» Ἰσαποστόλου καὶ Ἱερομάρτυρος Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.

Εἶναι δὲ γνωστόν, ὅτι εἰς τὴν Νάξον, τῇ μερίμνῃ τῶν λογίων Ἀρχιερέων Θεωνᾶ, Ἀθανασίου, Ἰωάσαφ καὶ ἄλλων, εἶχεν ἱδρυθῆ σχολή, ἡ ὁποία ἀπὸ τοῦ 1770 καὶ ἐντεῦθεν ἀνεκαινίσθη. Ἀπὸ δὲ τοῦ 1781 ἐγκατεστάθη ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἔνθα ἐλειτούργει μέχρι τοῦ 1821. Εἰς τὴν σχολὴν ταύτην ἐχρημάτισε διευθυντὴς ὁ ῥηθεὶς Ἀρχιμανδίτης Χρύσανθος ὁ Αἰτωλός, καὶ ἐδίδαξεν ἐν συνεχείᾳ μέχρι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἐπισυμβάντος ἐν ἔτει 1785. Τοιούτου διδασκάλου τυχών, ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἐξεπαιδεύθη θαυμασίως ὡς ἔδει, καὶ ἐξεκαύθη ἡ φιλόθεος αὐτοῦ καρδία πρὸς πλείονα παιδείαν καὶ ἐκμάθησιν ἀνωτέρων γνώσεων. Ἄγων δὲ τὸ 15ον ἔτος τῆς ἡλικίας μετεφέρθη ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ εἰς Σμύρνην, εἰς τὴν λαμπρὰν ἐλληνικῆς σχολὴς τῆς πόλεως ταύτης, τὴν ὀνομασθεῖσαν ἀργότερον καὶ γενομένην περιάκουστον ὡς Εὐαγγελικὴν Σχολήν2, καὶ εἰσήχθη ὡς οἰκότροφος ἐν τῷ μαθητικῷ αὐτῆς κοινοβίῳ.

Ἐνταῦθα ἔσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον τὸν ἐπιφανῆ κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην διὰ τὴν παιδείαν καὶ ὀνομαστὸν διὰ τὴν ἀρετὴν Ἱερόθεον Βουλισμᾶν τὸν Ἰθακήσιον3, καὶ παρέμεινεν ἐν τῇ σχολῇ ἐπὶ πέντε ἔτη. Προκόπτων ὁ μακάριος εἰς τὰ μαθήματα κατέπληττε τοὺς πάντας διὰ τὰς θαυμασίας αὐτοῦ ἐπιδόσεις, τὴν πλουσιωτάτην μνήμην, τὴν φωτεινὴν κρίσιν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἄκραν ἐπιμέλειαν, τῶν ἠθῶν καὶ τὴν χρηστότητα τῶν τρόπων. Δι᾿ αὐτὸν θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ ὅ,τι ὁ Θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος εἶπε διὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον: «Ποῖον εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδεύσεως; Μᾶλλον δὲ ποῖον οὐ μεθ᾿ ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μὲν ἅπαντα διελθών, ὡς οὐδεὶς ἕν· οὕτω δὲ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν ἄλλων οὐδείς».

Μαθητεύων ἐν τῇ σχολῇ ταύτῃ ὁ νεαρὸς Νικόλαος, ἐγίνετο διδάσκαλος τῶν συμμαθητῶν αὐτοῦ, ἀναλύων, ἀποσαφηνίζων καὶ ἐκμανθάνων εἰς αὐτοὺς ὅσα δὲν κατώρθωναν κατὰ τὰς ὧρας τῆς διδασκαλίας νὰ ἀντιληφθῶσι καὶ ἐννοήσωσι σαφῶς. Διὰ τὴν προθυμία του αὐτήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ὅλην καλωσύνην του καὶ τὰ λοιπὰ περικοσμοῦντα ἀυτὸν χαρίσματα, ἐτύγχανεν κατ᾿ ἐξοχὴν ἀγαπητὸς ἐκ μέρους τῶν συμμαθητῶν του, ὥστε νὰ προθυμοποιῶνται καὶ ἐπιδιώκουν οὗτοι νὰ τὸν ἀντικαθιστοῦν εἰς τὰς διοαφόρους ὑπηρεσίας τοῦ οἰκοτροφείου, παρὰ τὰς διαμαρτυρίας καὶ ἀντιρρήσεις του. Αὐτὸς οὗτος ὁ διδάσκαλος Ἱερόθεος, ἐκτιμῶν τὴν λαμπρὰν θεολογικὴν καὶ λοιπὴν βαθεῖαν μόρφωσιν καὶ ἀρετὴν τοῦ Νικολάου, ἔγραφε βραδύτερον πρὸς αὐτόν, ἀναχωρήσαντα πλέον ἐκ τῆς σχολῆς: «Ἐλθέ, υἱέ μου, κἂν τώρα εἰς τὸ γῆράς μου, νὰ σὲ ἀφήσω μετὰ θάνατον εἰς τὸν σχολεῖον διδάσκαλον, διότι δὲν ἔχω πλέον ἄλλον ὡσὰν σὲ ὅμοιον εἰς τὴν προκοπήν».

Ἐν τῇ σχολῇ ταύτῃ ἐδιδάχθη καὶ ἐξέμαθε, πλὴν τῶν ἐγκυκλίων μαθημάτων, τῶν θεολογικῶν γραμμάτων καὶ τῶν Ἀρχαίων Ἐλληνικῶν, τὴν Λατινικήν, τὴν Ἰταλικήν, καὶ τὴν Γαλλικὴν γλῶσσαν. Ἡ δὲ ἐπίδοσίς του καὶ ἡ γνῶσις τῆς Ἀρχαίας Ἐλληνικῆς γλῶσσης, εἶναι τῷ ὄντι σπανίᾳ, ἥτις θαυμασίως διαλάμπει εἰς πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ. Ἐγένετο βαθὺς κάτοχος αὐτῆς, δυνάμενος νὰ γράφῃ καὶ νὰ ἐκφράζηται εἰς οἱανδήποτε μορφὴν τῶν ἱστορικῶν φάσεων καὶ παραλλαγῶν τῆς γλώσσης ἡμῶν. Μετὰ τῆς ἰδίας εὐχερείας, μετὰ τῆς ὁποίας ἐξήγει εἰς τὴν ἁπλοελληνικὴν τὰ ἱερὰ κείμενα πρὸς κατανόησιν αὐτῶν ὑπὸ τοῦ λαοῦ, συνέτασσε καὶ τὰ ἀρχαιοπρεπέστατα ἐπιγράμματα εἰς τὴν Ὁμηρικὴν διάλεκτον.

Κατὰ τὸ 1770, ἐξ αἰτίας τῶν ὑπὸ τῶν Τούρκων κατὰ τῶν Χριστιανῶν διωγμῶν καὶ σφαγῶν, ἐξαγριωθέντων διὰ τὴν πυρπόλησιν τοῦ στόλου αὐτῶν ὑπὸ τῶν Ῥώσσων παρὰ τῶν Τσεσμέν, ἀνεχώρησε ἐκεῖθεν καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ Νάξον, ἔνθα ὁ τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Ἄνθιμος Βαρδῆς προσέλαβε αὐτὸν ὡς γραμματέα καὶ ἀκόλουθόν του, ἔχων σκοπὸν νὰ προπαρασκευάσῃ αὐτὸν ἀρμοδιώτερον «ἐπὶ τὰ τελεώτερα τῆς χάριτος», καὶ εἰσαγάγῃ κατόπιν εἰς τὸ ἱερατικὸν στάδιον, «εἰς διακονίαν Κυρίου». Ἐπὶ πέντε ἔτη ἔμεινε πλησίον τοῦ Ἀνθίμου ἐν Νάξῳ, ὅπου καὶ τῷ ἐδόθη ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρισθῇ μετὰ τῶν ὁσιωτάτων καὶ ἐναρέτων Ἁγιορειτῶν Ἱερομονάχων Γρηγορίου καὶ Νήφωνος, καὶ τοῦ Μοναχοῦ Ἀρσενίου, ἀνδρῶν τῇ ἀληθείᾳ τοὺς πλείστους ὑπερεχόντων τῇ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι. Οὗτοι ἀφηγήθησαν αὐτῷμτὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας τῶν ἀσκητῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, καὶ ἐμύησαν τὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, γνωρίσαντες τοῦτον κατάλληλον καὶ ἐπιδεικτικὸν τῶν μυστηρίων τῆς μακαρίας ταύτης ἐργασίας. Ἐκ τῆς συναναστροφῆς καὶ συνομιλίας τῶν Ὁσίων τούτων ἀνδρῶν ᾐχμαλωτίσθη ἡ καρδία τοῦ μακαρίου πρὸς ἔνθεον ζῆλον, καὶ ἀνεφλέχθη πρὸς πόθον τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς τῶν μοναστῶν τοῦ Ἄθωνος.

Ἐπειδὴ δὲ πολλὰ εἶχεν ἀκούσει περὶ τῆς ἀρετῆς καὶ σοφίας τοῦ Μητροπολίτου Κορίνθου Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ4, ἦλθεν καὶ συνήντησεν αὐτὸν εἰς Ὕδραν, διατρίβοντα ἐκεῖ, διὰ νὰ ἐνισχυθῇ καὶ φωτισθῇ παρ᾿ αὐτοῦ ἔτι περισσότερον εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ἀσκητικὴν ζωήν, πρὸς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἤδη κατευθύνει ὅλην τὴν ῥοπὴν τῆς ψυχῆς του. Ἐκ τῆς ἁγίας αὐτῆς συναντήσεως ἀνεπτύχθη στενὸς καὶ ἰσόβιος ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ σύνδεσμος καὶ βαθεῖα ἀγάπη καὶ ἐκτίμησις μεταξὺ τῶν δύο τοῦτων ἁγίων καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἐγνώρισεν ἐπίσης τὸν περιβόητον διὰ τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ Μοναχὸν Σίλβεστρον τὸν Καισαρέα, ἔξω τῆς νήσου ἐν κελλίῳ ἐρημικῷ ἀσκούμενον, «τὸν ὑψίνουν καὶ πλατύνουν, τὸ μέλι τῆς ἡσυχίας καὶ θεωρίας τρεφόμενον», παρὰ τοῦ ὁποίου ἐπὶ πλέον ἐξεκαύθη καὶ ἀνεπτερώθη εἰς τὴν ἀγγελικὴν τῶν μοναχῶν πολιτείαν καὶ διαγωγήν.

Καιομένην ἔχων ἤδη τὴν καρδίαν πρὸς τὴν ἐν πνεύματι μακαρίαν ζωὴν καὶ τὰ τελειότερα τοῦ πνεύματος χαρίσματα, λαβὼν συστατικὰ παρὰ τοῦ ῥηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς Νάξου κατὰ τὸ 1775 διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀρνησάμενος κόσμον καὶ ἑαυτόν, κατὰ τὴν τοῦ Κυρίου φωνήν, ἐπιθυμῶν νὰ ἄρῃ τὸν γλυκὺν καὶ χρηστὸν τοῦ Σωτῆρος Σταυρόν. Κατὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἐκ Νάξου συνέβη τὸ ἐξῆς περιστατικόν, δεικνῦον τὸν διάπυρον ζῆλον τοῦ Νικολάου πρὸς τὴν μοναχικὴν ζωήν: Κατελθὼν εἰς τὸν αἰγιαλὸν εὗρεν ἱστιοφόρον ἑτοιμαζόμενον πρὸς ἀναχώρησιν διὰ Ἅγιον Ὄρος, καὶ μεγάλως ἐδόξασε τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ἐκπληρώσει τοῦ πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τὸ πλοίαρχον νὰ παραλάβῃ καὶ αὐτόν, ὅστις τῷ ὑπεσχέθη ὅτι τὴν στιγμὴν τῆς ἀναχωρήσεως θὰ τὸν εἰδοποιήσῃ. Ἀλλὰ τίς οἶδε διατί, ἀνεχώρησε χωρὶς νὰ εἰδοποιηθῇ ὁ Ὅσιος, ὅστις ἰδὼν παρ᾿ ἐλπίδα τὸ πλοῖον ἀναχωροῦν, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ θρηνῇ διατὶ τὸν ἐγκατέλειψαν, καὶ συγχρόνως ἔῤῥιψεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, σκοπὸν ἔχων νὰ φθάσῃ κολυμβῶν τὸ ἀναχωροῦν πλοῖον. Ἰδόντες τοῦτο οἱ ναῦται ἐπέστρεψαν καὶ τὸν παρέλαβον, καὶ ἀποπλεύσαντες ἐκεῖθεν ἔφθασαν αἰσίως εἰς Ἅγιον Ὄρος.

Ἀποβιβασθεὶς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ὁ Νικόλαος, ἐχάρη χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ έλθὼν κατὰ τὰς ὁδηγίας τοῦ ῥηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εἰς τὴν Ἱερὰν καὶ εὐαγῆ Μονὴν τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, τιμωμένην ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, εὗρεν ἐκεῖ πλείσους ὁσίους ἄνδρας, κεκοσμημένου πάσῃ ἀρετῇ καὶ σεμνότητι καὶ ἀσκητικοῖς χαρίσμασι, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοὺς Γέροντας Μακάριον μετὰ τοῦ πατρός αὐτοῦ, Ἀβράμιον καὶ ἄλλους, ἐν εὐλαβείᾳ καὶ ὁσιότητι ἀσκουμένους τὸν πνευματικὸν ἀγῶνα, θαυμάσας δὲ τὴν ἀρετὴν αὐτῶν, ἐκοινοβίασεν ἐν τῇ ἱερᾷ καὶ σεβασμίᾳ ταύτῃ Μονῇ. Ἐνταῦθα πνέων θείου ζήλου πρὸς τὴν κατὰ Χριστὸν ὁσίαν ζωὴν καὶ ἀποβαλὼν πλήρως πᾶν κοσμικὸν φρόνημα καὶ νόημα, ἐκάρη μοναχός, λαβὼν τὸ μικρὸν σχῆμα, καὶ μετωνομάσθη ἀπὸ Νικολάου Νικόδημος.

Γνωρίσαντες οἱ ἀδελφοὶ τῆς Μονῆς καὶ τὴν βαθεῖαν παιδείαν καὶ γνῶσίν του, ἔτι δὲ ἐκτιμήσαντες τὴν θερμὴν αὐτοῦ ἐυλάβειαν καὶ τὴν λοιπὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν πρὸς τοὺς κανόνας καὶ τὰς τάξεις τῆς ὁσίας καὶ σεμνῆς κοινοβιακῆς ζωῆς καὶ τὸ ὑποδειγματικὸν αὐτοῦ ἦθος, διώρισαν αὐτὸν ἀναγνώστην καὶ γραμματέα τῆς Μονῆς.

Ἐν τῇ Ἱερᾷ ταύτῃ Μονῇ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὑπῆρξε τύπος ἐν πᾶσιν ἀπαράμμιλος, τόσον ἐν τῇ ἀνατεθείσῃ αὐτῷ διακονίᾳ, ὅσον καὶ ἐν ταῖς πνευματικαῖς πράξεσιν, διὰ τῶν ὁποίων ἡμέρας ἐξ ἡμέρας προήγετο «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», ὑποτάσσων τὴν σάρκα τῷ πνεύματι καὶ λαμπρύνων τὸν νοῦν διὰ τῆς μελέτης τοῦ κρείττονος καὶ προετοιμάζων ἑαυτὸν διὰ τοὺς τελειοτάτους ἀγῶνας τῆς θεοποιοῦ ἡσυχίας καὶ τῆς ἄκραν κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίας, ἐν οἷς ἀνεδείχθη δοκιμώτατος καὶ μέγας ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ.

Κατὰ τὸ 1777 ἐπεσκέψατο τὸ Ἅγιον Ὄρος ὁ Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος, ὁ γνωρίσας τὸν ἱερὸν Νικόδημον ἐν Ὕδρᾳ, καὶ ἀφοῦ προσεκύνησε τὰς Ἱερὰς Μονάς, ἦλθεν εἰς Καρυὰς καὶ κατέλυσεν εἰς τὸ Κελλίον «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπολίτου αὐτοῦ Δαβίδ. Ἐνταῦθα ἐκάλεσε τὸν μακάριον Νικόδημον καὶ προέτρεψεν αὐτὸν νὰ ἐπιθεωρήσῃ πρὸς ἔκδοσιν τὰ ὀγκωδέστατα πνευματικὰ βιβλία «Φιλοκαλίαν» καὶ «Εὐεργετινόν», καὶ τὸ περὶ «Θείας καὶ ἱερᾶς Μεταλήψεως» πονημάτιον αὐτοῦ. Δώσας τὰς ἀφορμὰς εἰς τὸν Ὅσιον ἄνδρα νὰ ἐπιδοθῇ εἰς τοὺς ὑψηλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας, οἵτινες ἀνέδειξαν αὐτὸν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας ἀειλαμπέστατον, καὶ οἰκουμενικὸν τῆς εὐσεβείας διδάσκαλον. Καὶ ἤρχισεν ἀπὸ τῆς «Φιλοκαλίας», τὴν ὁποίαν ἀφοῦ διεξῆλθε, τακτοποιήσας ὅπου ἦτο ἀνάγκη τὰς ἐν αὐτῇ περιεχομένας πνευματικὰς καὶ ὑψηλὰς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρῶς ἑκάστου Ὁσίου συγγραφέως ἐν συνόψει τὸν βίον, καὶ τῆς ὅλης βίβλου τὸ λαμπρὸν προοίμιον. Ἀκολούθως διορθώσας τὸν «Εὐεργετινόν», συντάξας καὶ αὐτοῦ τὸ θαυμάσιον προοίμιον, καὶ ἐν τέλει διόρθωσε καὶ ἐπλάτυνε τὸ «Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως», ἅτινα παραλαβὼν ὁ Ἅγιος Μακάριος ἀπῆλθε πρὸς ἐκτύπωσιν εἰς Σμύρνην.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἁγίου Μακαρίου, ὁ θεῖος Νικόδημος παρέμενεν εἰς Καρυάς, φιλοξενούμενος εἰς τὸ ἐκεῖ κελλίον τῆς Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ κοινῶς ἐπωνομαζόμενον τῶν «Σκουρταίων», μετὰ τῶν ὁποίων καὶ συνεδέθη δι᾿ ἀῤῥήκτου ἐν Χριστῷ φιλίας καὶ ἀγάπης, ἔνθα ἐπὶ ἕν ἔτος ἀντέγραψε τὴν «Ἀλφαβηταλφάβητον», βιβλίου συγγραφὲν ὑπὸ Ὁσίου Μελετίου τοῦ Γαλησιώτου καὶ Ομολογητοῦ, καὶ περιέχων πνευματικὰ διδάγματα στιχηδόν, καὶ εἶτα ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Μονήν αὐτοῦ.

Ἀγωνιζόμενος ὁ θεῖος Πατὴρ ἐν τῇ ἱερᾷ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τὸ καλὸν τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς καὶ ἀσκήσεως ἀγῶνα, καὶ ἀναβάσεις καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐν τῇ καρδίᾳ αυτοῦ ποιούμενος, ἤκουσε τὴν φήμην τῶν ἀρετῶν τοῦ Κοινοβιάρχου Παϊσίου τοῦ Ρώσσου5, εὑρισκομένου εἰς Μπογδανίαν, (σημερινὴν Ῥουμανίαν), καὶ ἔχοντος ὑπὸ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ ὁδηγίας ὑπὲρ τοὺς χιλίους ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους σὺν τοῖς ἄλλοις ἐδίδασκε καὶ τὴν νοερὰν προσευχήν, ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ ἐκεῖ, ὡς ἄκρος ἐραστὴς τῆς θεοποιοῦ ταύτης νοερᾶς προσευχῆς. Ἀλλ᾿ ἀποπλεύσαντες τοῦ Ἄθωνος κατελήφθησαν ὑπὸ σφοδρᾶς ἐν τῷ πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες νὰ πνιγῶσι, καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ ἀλλάξουν κατεύθυνσιν, μετὰ πολλοῦ δὲ κόπου προσήραξαν εἰς Θάσον, ἔνθα μετέβαλε σκοπόν. Ἐπανελθὼν δὲ εἰς Ἅγιον Ὄρος, δὲν μετέβη εἰς τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, ἀλλὰ καταφλεγόμενος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος τῆς ἡσυχίας πρὸς ἀπερίσπαστον μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἀδιάλειπτον καὶ ἀρρέμβαστον προσευχήν, ἦλθε προσωρινῶς εἰς τὸ κελλίον τῶν Σκουρταίων, μετὰ δὲ ταῦτα ἐγκατεστάθη ἔν τινι δωματίῳ ἡσύχῳ καὶ μεμονωμένῳ τοῦ Κελλίου «Ἅγιος Ἀθανάσιος», ὅπου καὶ ἡσύχασεν, ἐπιδιδόμενος εἰς πνευματικὰς μελέτας καὶ ἀδιαλείπτους προσευχάς, δι᾿ ὧν ἐλαμπρύνετο ὁ νοῦς του, καὶ ἐτρέφετο ἡ ψυχή του, καὶ ἐφαίνετο ὅλος θεοειδὴς καὶ πλήρης οὐρανίου γαλήνης καὶ χάριτος. Εἰς δὲ ὡρισμένας ὥρας τῆς ἡμέρας ἠσχολεῖτο εἰς ἀντιγραφὴν κωδίκων πρὸς πορισμὸν τῶν ἀπαραιτήτως χρειωδῶν τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ συνέταξε τὰ ἰδιόμελα καὶ προσόμοια τροπάρια πρὸς πλουτισμὸν τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν Ἀθανασίου καὶ Κυρίλλου, ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν ὁποίων ἐτιμᾶτο ὁ ναὸς τοῦ Κελλίου.

Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγου καιροῦ ἦλθεν ἐκ Νάξου καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Σκήτην τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος (νῦν Καψάλαν) ὁ λίαν ἐνάρετος μοναχὸς Γέρων Ἀρσένιος ὁ Πελοποννήσιος, τὸν ὁποῖον ἐγνώρισεν ἐν Νάξῳ ὁ θεῖος Νικόδημος, καὶ ἐκ τοῦ στόματος τοῦ ὁποῖου ἤκουσε τὰ οὐράνια καὶ γλυκύτατα ῥήματα περὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καὶ ὅλος ἐτρώθη ἐξ αὐτῶν πρὸς τὰ κρείττονα χαρίσματα. Μαθὼν τὴν ἔλευσιν τούτου ὁ θεῖος Πατήρ, ἦλθεν εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Παντοκράτορος, καὶ εὑρὼν τοῦτον, ἐγένετο ὑποτακτικὸς αὐτοῦ. Ἐνταῦθα, ἐν τῇ Ἱερᾷ ταῦτῃ Σκήτῃ, ἔστησεν ὁ ἀοίδιμος τὴν παλαίστραν τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, ἀποδυθεὶς εἰς τὸ μέγαν στάδιον τῆς ἡσυχίας, τὴν ὁποίαν τοσοῦτον ἐπόθει καὶ ὡς διψῶσα ἔλαφος ἐπεδίωκε νὰ εὕρῃ, πλὴν ἐπεσκέπτετο συχνῶς καὶ τῶν ἀγαπητῶν αὐτοῦ Σκουρταίων τὸ Κελλίον.

Ἐνταῦθα, ἐν τῇ ποθητῇ ἡσυχίᾳ, ὁ θεῖος Πατὴρ ἐπεδόθη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς ἀγῶνας τῆς κατὰ Χριστὸν ἱερᾶς φιλοσοφίας, και «νυκτὸς καὶ ἡμέρας μελετῶν ἐν τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ» καὶ τὰς θεοπνεύστους Ἁγίας Γραφὰς καὶ τοὺς θεοσόφους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπληρώθη θείας ἀγαλλιάσεως καὶ ἔγνω μυστήρια Θεοῦ, ζῶν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα. Τίς νὰ διηγηθῇ τοὺς ἐνταῦθα καὶ ἀπ᾿ ἐντεῦθεν θείους ἀγῶνας καὶ καμάτους τοῦ μακαρίου Πατρός; Ἀρνησάμενος τελείως ἑαυτόν, καὶ λιπὼν πᾶσαν φροντίδα περὶ τὰ ὑλικά, ἐνέκρωσεν ὁλικῶς τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς διὰ τῆς συντόνου νηστείας, τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, καὶ τῶν λοιπῶν κακουχιῶν τῆς ἐπιπόνου ἀσκητικῆς ζωῆς, καὶ ὅλος ἐλαμπρύνθη καὶ ἐφωτίσθη καὶ ἡγιάσθη διὰ τῆς μακαρίας ταύτης πολιτείας.

Ἐντεῦθεν ὡς ἄλλος θεόπτης Μωϋσῆς ἀνῆλθεν εἰς τὸ ὄρος τῶν ἀρετῶν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν ὑπέρφωτον γνόφον τῆς ἐν Πνεύματι θεωρίας καὶ εἶδεν, ὡς ἦν ἀνθρώπῳ δυνατόν, τὸν ἀόρατον Θεόν, καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα καὶ ἐδέχθη τὸν ἐνυπόστατον τῆς χάριτος φωτισμὸν καὶ τὰς ἀΰλους ἐλλάμψεις καὶ ἐπιπνοίας τοῦ Παρακλήτου. Καὶ ἐθεώθη κατὰ μέθεξιν, καὶ ἐγένετο μακάριος καὶ θεοειδέστατος καὶ ἄγγελος μετὰ σώματος καὶ ἔνθους μύστης τῆς οὐρανίου γνώσεως καὶ ἐκφάντωρ ἀκριβέστατος τῆς ἐν πνεύματι ζωῆς, διαπορθμεύων καὶ σαφηνίζων ἡμῖν διὰ «τοῦ λόγου τῆς χάριτος» τοὺς καρποὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτῆς, τῶν ὁποίων ἦτον πλήρης.

Πληρωθεὶς ἐντεῦθεν ὁ θεῖος Νικόδημος «χάριτος καὶ σοφίας», καὶ λαβὼν οὐρανόθεν τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας, ἀνεδείχθη φαεινότατος φωστὴρ τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέγας διδάσκαλος τοῦ Χριστιανικοῦ πληρώματος καὶ κράτιστος ἀντίπαλος πάσης αἱρέσεως καὶ ἑτεροδόξου διδαχῆς. Ὡς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ τρυφῆς, κατὰ τὸν Δαβίδ, χειμάῤῥους, ἀνέβλυσεν ἐκ τοῦ μακαρίου του στόματος ὁ λόγος τῆς χάριτος καὶ οἱ ποταμοὶ τῆς διδασκαλίας, καταδροσίζοντες καὶ καταρδεύοντες τόσον τοὺς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μοναχούς, ὅσον καὶ τὴν λοιπὴν τοῦ Χριστοῦ Ἁγίαν Ἐκκλησίαν. Ἡ δὲ ἁγία του χεὶρ ἀνεδείχθη «κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου», συγγράψασα πλῆθος ἱερῶν συγγραμμάτων καὶ ἁγίων βιβλίων καὶ πλείστους πνευματικοὺς καὶ γλυκεῖς ὕμνους καὶ ᾀσματικὰς ἀκολουθίας εἰς διαφόρους Ἁγίους. Ὁλόκληρον βιβλιοθήκην ἀποτελοῦσι τὰ ἱερὰ αὐτοῦ συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ ἠθικά, ἐν οἷς διαφαίνεται τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος τῆς παντοδαποῦς θείας καὶ ἀνθρωπίνης γνώσεως καὶ τὸ χῦμα τῆς οὐρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους καὶ ἱδρῶτας κατέβαλεν ὁ θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα καὶ ἡμέραν τὰς ἱεράς του διδαχάς, πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον καὶ πλουτισμὸς τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν τοσοῦτον κατελάμπρυνε καὶ κατεκόσμησεν ἐν ἐσχάτοις χρόνοις.

Κατὰ τὸ 1782 ὁ Γέρων Ἀρσένιος ἐκ τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος, ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἀπέναντι τοῦ Ἄθω νησίδα Σκυροποῦλαν, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησεν ὁ θεῖος Νικόδημος. Ἡ διαβίωσις ἐκεῖ ὑπῆρξε πλήρης δυσκολιῶν καὶ ταλαιπωριῶν. Ἐξ ἐπιστολῆς τὴν ὁποίαν ἔστειλεν ἐκεῖθεν εἰς τὸν ἐξάδελφόν του καὶ Ἐπίσκοπον Εὐρίπου Ἱερόθεον6 πληροφορούμεθα διὰ τὸ ἄγονον τῆς νήσου, ὅπου μόνον «ὄρνεα, αἱ γρῆες, ἰχθυοφάγα, αἰγιαλοῖς καὶ παραλίοις πέτραις ἐνδιατώμενα, νυκτινόμα καὶ φωνὴν άπηχῆ ἀφιέντα, τοῖς κλαυθμηρισμοῖς τῶν νηπίων προσεοικυῖαν» ἦσαν οἱ μόνοι σύντροφοι. Καὶ ἐκεῖ ἡ ζωή του ἦτον ἀγγελικὴ καὶ οὐράνιος. Ἔζη ὡς ἄσαρκος καὶ μόλις ἐπήρκει, ἐργαζόμενος σκληρῶς, εἰς τὰς στοιχειώδεις βιοτικὰς ἀνάγκας. Καὶ τοῦτο διότι προετίμησεν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «τὸν ἐργατικὸν καὶ χειρωνακτικὸν βίον, δικελλίτης γεγονὼς καὶ σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων καὶ καθ᾿ ἑκάστην καὶ τ᾿ ἄλλα πάντα ποιῶν, οἷς ἡ πολύμοχθος χαρακτηρίζεται τῶν ἐρημονήσων ζωὴ καὶ πολυειδὴς περιπέτεια». Ἐπὶ πλέον δὲ ἐκεῖ ἐστερεῖτο βιβλίων, ἀλλ᾿ ἔχαιρε «χαρὰν ἀνεκλάλητον καὶ δεδοξασμένην», ἐπιδιδόμενος εἰς τὴν ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχήν, δι᾿ ἧς κατηλλάμπετο ὁ νοῦς καὶ ἐδέχετο τὰς οὐρανίους ἀποκαλύψεις καὶ θείας μυήσεις τῆς ὑπερκοσμίου σοφίας.

Ἀλλὰ καίτοι ἐστερεῖτο πάντων, ζῶν ὡς ἄγγελος, καίτοι ἀποφεύγων πᾶσαν ἐπικοινωνίαν καὶ φροντίδα μετὰ τῶν ἔξω, δηλονότι τοῦ κόσμου, ὑπήκουσεν ὅμως εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ ἐξαδέλφου του Ἱεροθέου, ἀποβλέπων εἰς τὴν ἐκ τούτου ὠφέλειαν, καὶ ἔγραψε, κατὰ μικρὰ διαλείμματα, «ἀπὸ τῆς σκαφῆς καὶ τοῦ χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλῆρες σοφίας θείας καὶ ἀνθρωπίνης, κατωχυρωμένων διὰ πολλῶν μαρτυριῶν τόσον ἐκ τῶν θείων Πατέρων, ὅσον καὶ τῶν ἔξω σοφῶν, ὑπὸ τὸν τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθὃ περιέχων συμβουλάς πρὸς ἀρχιερεῖς μὲν εἰδικώτερον, καὶ πρὸς πάντας τοὺς πιστοὺς γενικώτερον. Τὸ σοφὸν τοῦτο σύγγραμμα, ἐν ᾧ διαπραγματεύεται περὶ φυλακῆς αἰσθήσεων καὶ τοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον ἀγῶνος πρὸς τελειοποίησιν, δεικνύει ἐξαιρετικῶς τὴν πλουσίαν ἐκ Θεοῦ χάριν καὶ τὴν ἀπέραντον μνήμην τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός, γράψαντος ἐν ἐρημονήσῳ, στερουμένου, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, καὶ αὐτῶν τῶν στοιχειωδῶν.

Ὁ ἴδιος θεῖος Πατὴρ χαριτολογῶν κάπως, ἔγραφε πρὸς τὸν Ἱερόθεον, ὅτι «κατὰ τὴν εἰκόνα τῶν ἀναμηρυκαζόντων ζώων… πάνθ᾿ ὅσα δι᾿ ἀναγνώσεως ἔφθη ἐντυπωθέντα τῷ, κατ᾿ Ἀριστοτέλην, ἀγράφῳ ἀβακίῳ τῆς ἐμῆς φαντασίας, καὶ κατὰ Πρόκλον, τοῖς ἱεροῖς σηκοῖς τοῦ ἐμοῦ νοός· ἢ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ τοῦ θείου Δαβίδ, «ἅπερ ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα θεῖα λόγια, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω», ταῦτα φημὶ (ὅσα δηλονότι τῷ προκειμένῳ σκοπῷ συνετέλου) ἀναπεμπάσας καὶ μνημονεύσας, κατὰ τὴν ὑπὸ τῶν Πλατωνικῶν καλουμένην ἀναζωγράφησιν, τῷ ῥυπώδει τουτωῒ Συμβουλευτικῷ ἐνεχάραξα». Διὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσῃ ὀλίγον ἐκ τῶν στερήσεων τῆς ἐρημικῆς ζωῆς ὁ Ἱερόθεος τοῦ ἔστειλεν εἰς Σκυροποῦλαν τροφάς, ἐνδύματα καὶ σκεπάσματα, ἅτινα εὐχαρίστως ἐδέχθη ὁ θεῖος Πατήρ.

Κατὰ τὸ 17787 ἐπανῆλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔλαβε τὸ μέγα καὶ ἀγγελικὸν σχῆμα παρὰ τοῦ Ὁσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνοῦ Σταυρουδᾶ. Μετὰ πάροδον ὀλίγου καιροῦ ἐγκατεστάθη ὁριστικῶς εἰς ἀγορασθεῖσαν Καλύβην, εὑρισκομένην ἄνωθεν τοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τοῦ Παντοκράτορος, τὴν λεγομένην τοῦ Θεωνᾶ. Ἐν αὐτῇ, μετὰ ἓν ἔτος, προσέλαβεν ὡς ὑποτακτικὸν τὸν συμπολίτην αὐτοῦ Ἰωάννην, μετονομασθέντα διὰ τοῦ ἀγγελικοῦ σχήματος Ἱερόθεον, ὅστις καὶ ὑπηρέτησεν αὐτὸν ἐπὶ ἓξ ἔτη. Ἡσυχάζων καὶ ἐργαζόμενος ἐκεῖ τὸ μέλι τῆς ἀρετῆς, καὶ καταλαμπόμενος ὑπὸ τοῦ φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχῶς καὶ ἐδίδασκε διὰ τῶν σοφῶν καὶ μελισταγῶν λόγων καὶ πνευματικῶν νουθεσιῶν τοὺς προσερχομένους ἀδελφούς, ἐκ τῶν ὁποίων πλεῖστοι κατῴκησαν εἰς τὰς πέριξ Καλύβας, διὰ νὰ βλέπουν τὸ χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον, καὶ ἀκούουν τὴν οὐράνιον διδασκαλίαν του· διότι ὡς ἑλκύει ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον, οὕτως εἵλκυε τοὺς πάντας ἡ ἐπανθοῦσα χάρις ἐν τῷ Ἁγίῳ Νικοδήμῳ.

Ἐκεῖ τῇ προτροπῇ τοῦ διὰ δευτέραν φορὰν ἐλθόντος εἰς Ἅγιον Ὄρος, ἐν ἔτει 1784, ἀγαπητοῦ του Μητροπολίτου Κορίνθου Ἁγίου Μακαρίου, διώρθωσε καὶ ἡτοίμασε πρὸς ἔκδοσιν τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἐπίσης συνέθεσε τὸ «Ἐξομολογητάριον», συνέλεξε καὶ ἐγκαλλώπισε τὸ «Θεοτοκάριον»· ὁμοίως τὸν «Ἀόρατον Πόλεμον», τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» καὶ τὰ «Πνευματικὰ Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας καὶ οὐρανίου σοφίας, διδάσκοντα ἀποχὴν ἁμαρτίας καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, τοὺς ποικίλους τρόπους πρὸς ἀπόκρουσιν τῶν καθ᾿ ἡμῶν ἐπιθέσεων τοῦ ἐχθροῦ καὶ τὰς ἱερὰς γυμνασίας τῆς κατ᾿ εὐσέβειαν πολιτείας.

Κατ᾿αὐτὸν τὸν καιρόν, τῇ προτροπῇ τοῦ σοφοῦ διδασκάλου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου8, διδάσκοντας τότε ἐν Θεσσαλονίκῃ, καὶ τοῦ Μητροπολίτου Ἡλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξε ἐκ τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἡτοίμασε πρὸς ἔκδοσιν τὰ συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «μετὰ πολλοῦ κόπου καὶ ἐν τρισὶν ὅλοις τεύχεσιν ἀπαρτίσας, καὶ πλείστοις σημειώσεσιν, ὡς ἔθος αὐτῷ, προσεπαυξήσας καὶ κατακαλλύνας ἀπέστειλεν εἰς Βιέννην διὰ νὰ τυπωθῶσιν εἰς τὸ τυπογραφεῖον τῶν ἀδελφῶν Μαρκίδου Πουλίου».

Δυστυχῶς ὅμως τὰ πολύτιμα αὐτὰ χειρόγραφα ἀπωλέσθησαν. Διότι τὸ τυπογραφεῖον αὐτὸ κατεστράφη καὶ διηρπάγη ὑπὸ τῶν Αὐστριακῶν, ἐξ αἰτίας μερικῶν ἐπαναστατικῶν προκηρύξεων, κατ᾿ ἄλλους μὲν τοῦ Ρήγα τοῦ Φερραίου, κατ᾿ ἄλλους δὲ τοῦ Ναπολέοντος πρὸς Ἕλληνας, αἱ ὁποῖαι εἶχον τυπωθεῖ ἐκεῖ. Μεταξὺ τῶν διαρπαγέντων ὑπὸ τῆς ἐξουσίας καὶ κατακρατηθέντων ἀντικειμένων ἦσαν καὶ τὰ χειρόγραφα τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου. Ὅταν δὲ ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ πρόκριτος Νάνος Καυταντζόγλου ἔμαθε παρὰ τῶν ἐν Βιέννῃ ὁμογενῶν τὴν ἀπώλειαν τῶν ἱερῶν τούτων συγγραμμάτων, τὴν κατέστησε γνωστὴν εἰς τὸν θεῖον Νικόδημον, ὁ ὁποῖος «κλαίων καὶ ὀδυρώμενος ὡς λέγει ὁ ῾παράδελφός᾿ του Εὐθύμιος, δὲν ἠθέλησε νὰ σταθῇ μίαν ὥραν εἰς τὴν καλύβα του». Ἀπῆλθε δὲ εἰς τὸ Κελλίον τῶν λίαν ἀγαπητῶν του ἀδελφῶν Σκουρταίων, διὰ νὰ εὕρῃ παρ᾿ αὐτῶν παρηγορίαν. Τοσοῦτον ἐλυπήθη ὁ μακάριος διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν ἐν λόγῳ θαυμαστῶν αὐτῶν συγγραμμάτων, ἀναλογιζόμενος οἵου καλοῦ θὰ ἐστεροῦντο οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί.

Μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς Ἅγιον Ὄρος ὁ διδάσκαλος Ἱερομόναχος ἐκ Δημητσάνης Πελοποννήσου Ἀγάπιος9, μετὰ τοῦ ὁποίου συμφωνήσας ὁ θεῖος Νικόδημος, ἀποβλέπων ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον, ἤρχισε τὴν ἐργασίαν διὰ τὴν συστηματικὴν κατάταξιν καὶ ἑρμηνείαν τῶν Ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας Κανόνων, ἀπαραιτήτων πρὸς ὁδηγίαν καὶ φωτισμὸν τῶν ἱερωμένων ἀλλὰ καὶ παντὸς εὐσεβοῦς. Τὸ πολύτιμον αὐτὸ σύγγραμμα, τὸ ὁποῖον, βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τοῦ ἀνωτέρω ἱεροδιδασκάλου Ἀγαπίου, μετὰ πολλῶν κόπων ἔφερεν εἰς πέρας, τὸ ὠνόμασε «Πηδάλιον» ὡς κυβερνὸν καὶ κατευθύνον τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δὲ πεπλουτισμένον, πλὴν τῆς ἑρμηνείας ἑκάστου κανόνος, διὰ πλήθους σχολίων καὶ σημειώσεων, πρὸς ἀκριβῆ γνῶσιν τοῦ κανονικοῦ δικαίου καὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἱερῶν κανόνων.

Ἀμέσως μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἔργου τούτου τὸ ἀπέστειλεν ὁ θεῖος Πατὴρ διὰ τοῦ Ἀγαπίου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ ἐγκριθῇ ὑπὸ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Μετὰ ἓν ἔτος ὁ Πατριάρχης Νεόφυτος10, λαβὼν «τὴν καλὴν περὶ τοῦ βιβλίου μαρτυρίαν» καὶ παρὰ τῶν ἐν Χίῳ εὑρισκομένων Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου καὶ Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, πρὸς οὓς εἶχε στείλει τὸ βιβλίον, ζητῶν καὶ ἐκείνων τὴν ἔγκρισιν, ἔδωσε τὴν Συνοδικὴν ἔγκρισιν, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τὸ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν θεῖον Νικόδημον. Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ μακάριος, πάμπτωχος καθὼς ἦτο, δὲν ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἐκδώσῃ τὸ Πηδάλιον, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὰ ἄλλα βιβλία του, ἔγινεν ἔρανος μεταξὺ τῶν Μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ τὰ συλλεγέντα χρήματα μετὰ τῶν χειρογράφων ἐδόθησαν εἰς τὸν Ἀρχιμανδίτην Θεοδώρητον τὸν ἐξ Ἰωαννίνων11, παρακληθέντα νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἐκτύπωσιν τοῦ Πηδαλίου ἐν Βενετίᾳ.

Ἀλλ᾿ ἐδῶ νέα πικρία ἐπεφυλάσσετο διὰ τὸν ἱερώτατον ἄνδρα Ὅσιον Νικόδημον. Ὁ Θεοδώρητος ἀπεδείχθη, κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Εὐθυμίου, «δόλιος» καὶ «ψευδάδελφος». Διότι, ἐκ τῶν ἐπεξηγηματικῶν σημειωμάτων καὶ σχολίων τοῦ θείου Πατρὸς ἐν αὐτῷ πρὸς τοὺς κανόνας, ἄλλα μὲν αὐθαιρέτως ἀφῄρεσεν, ἄλλα ἠλλοίωσε, καί τινα ἰδικά του προσέθεσεν, εἰς ὑποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιῶν καὶ ξένων καὶ ὀθνείων πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας καὶ καταστρέψας τὸ ἔργον εἰς δεκαοκτὼ καὶ πλέον σημεῖα. Ὅταν ὁ ἱερὸς Νικόδημος εἶδε τὴν παραποίησιν καὶ διαστρέβλωσιν ταύτην, πρὸς βλάβην τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, κατεθλίβη καὶ ἐπικράνθη μεγάλως. Δὲν ἠδύνατο ἐκ τούτου νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, καὶ ἔλεγεν μετὰ δακρύων εἰς τοὺς ἀδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ὅτι τὸ «εἶχε κάλλιον πολλάκις νὰ τὸν ἐκτύπα (ὁ Θεοδώρητος) εἰς τὴν καρδίαν μὲ μάχαιραν, παρὰ νὰ προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ εἰς τὸ βιβλίον του». Ἐλυπεῖτο ὁ μακάριος βαθύτατα, ἀναλογιζόμενος τὴν βλάβην καὶ τὸν σκανδαλισμόν, ὃν θὰ προεξένουν εἰς τὰς εὐσεβεῖς ψυχὰς αἱ ἑτεροδιδασκαλίαι αὗται εἰς ἓν τοιοῦτον κανονικὸν βιβλίον.

Μετὰ τὸ συμβὰν τοῦτο παρέμεινεν εἰς τὸ Κελλίον τῶν Σκουρταίων ἐπὶ δύο μῆνας, καὶ μετέπειτα ἐκοινοβίασεν εἰς τὸν Γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, ἔχοντα τὸ Παντοκρατορινὸ Κελλίον «Ἅγιος Βασίλειος», ἔνθα καὶ συνέχισε τοὺς πνευματικοὺς αὐτοῦ ἀγῶνας καὶ τὴν γονιμωτάτην συγγραφικὴν ἐργασίαν. Ἐκεῖ συνέγραψε τὴν «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθοῦν τὰ ἤθη τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν καὶ διδάσκον ἀποχὴν ἐκ πάσης πλάνης καὶ μαγείας καὶ γοητείας. Ἐπίσης διώρθωσε τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου. Μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν ἀπεχώρησεν ἐκ τοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, λόγῳ δυσφορίας τοῦ ὑποτακτικοῦ τοῦ Γέροντος Σιλβέστρου, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Παντοκράτορος. Ἀλλ᾿ ὁ ἔρως τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, δι᾿ ἧς ἠξιοῦτο ὑψηλῶν θεωριῶν, δὲν τὸν ἀφῆκεν ἐνταῦθα ἐπὶ πολύ. Ἀπεχώρησε τῆς Μονῆς Παντοκράτορος καὶ ἐγκατεστάθη εἰς μικρὰν ἡσυχαστικὴν Καλύβην, ἀπέναντι τοῦ Κελλίου τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ὅπου ἔζη ἀσκητικώτατα, ὡς ξένος καὶ πάροικος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ σαρκοφόρος ἄγγελος, συντηρούμενος ὑπὸ τῶν πνευματικῶν καὶ ἀγαπητῶν αὐτοῦ ἀδελφῶν Σκουρταίων.

Ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἰσάγγελος αὕτη ζωὴ τοῦ Ὁσίου διδασκάλου καὶ μεγάλου Πατρὸς Νικοδήμου κατέπληττε τοὺς πάντας. «Ἡ ζωοτροφία του, λέγει ὁ παράδελφός του Εὐθύμιος, ποτὲ μὲν ἦτο ὀρύζιον νερόβραστον, ποτὲ δὲ νερόμελον· τὸν δὲ περισσότερον καιρὸν ἐλαίας καὶ μουσκεμένα κουκιὰ ἦτο τὸ προσφάγιόν του. Καὶ ὅποτε τοῦ ἐτύγχανον ὀψάρια, τὰ ἔδιδε κανενὸς γειτόνου του καὶ τὰ ἐμαγείρευε καὶ ἔτρωγον μαζί. Ὁμοίως καὶ οἱ γείτονές του, ἠξεύροντες ὅτι δὲν μαγειρεύει, πολλάκις τοῦ ἐπήγαινον μαγείρευμα».

Οἱ ἀδελφοὶ Σκουρταίοι βλέποντες τὴν σκληροτάτην ζωήν του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατεπονεῖτο ἀγωνιζόμενος καὶ συγγράφων, συχνάκις τὸν ἐκάλουν νὰ συμφάγει μετ᾿ αὐτῶν, πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ καταπεπονημένου σώματός του. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ, ὁσάκις ἠρωτᾶτο ἐπὶ πνευματικῶν ζητημάτων, «ἤρχιζε νὰ λέγῃ, καὶ ἀπὸ τὸ λέγειν ἀλησμονοῦσε τὴν πεῖναν, ὥστε ὅπου πολλὰς φορὰς τὸν ἐπρόσταζεν ὁ μακαρίτης γέροντάς μας νὰ σιωπήσῃ διὰ νὰ φάγῃ». Τόσον ἦτον θεόληπτος καὶ θεοφορούμενος, καὶ τόσον πολὺ ηὐφραίνετο ἡ καρδία του εἰς τὴν μελέτην καὶ ἀνάλυσιν τῶν θείων λόγων.

Ἐν ταύτῃ τῇ καλύβῃ ἐκάθηρε καὶ ἐκαλλώπισε τὸ «Εὐχολόγιον», τὸ δεύτερον «Ἐξομολογητάριον», ἡρμήνευσε τὰς δεκατέσσαρας Ἐπιστολὰς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου καὶ τὰς ἑπτὰ «Καθολικὰς», μετέφρασε καὶ ἐσχολίασε τὴν «Ἑρμηνείαν τῶν Ψαλμῶν» Εὐθυμίου τοῦ Ζυγαδηνοῦ, καὶ τὰς ἐννέα ᾨδάς, ὀνομάσας τὸ βιβλίον «Κῆπον τῶν χαρίτων». Ἔργα ὀγκωδέστατα περιέχοντα θησαυρὸν θεολογικῶν νοημάτων καὶ ἠθικῶν διδαγμάτων καὶ παντοδαπῆ διδασκαλίαν εὐσεβείας, τὰ ὁποῖα μελετῶν πᾶς εὐσεβὴς καρποῦται βελτίωσιν ζωῆς καὶ ἀληθῆ φωτισμόν.

Ἀλλὰ τί νὰ εἴπωμεν περὶ τῶν πειρασμῶν καὶ διωγμῶν καὶ συκοφαντιῶν τὰς ὁποίας ὑπέστη ὁ μέγας οὗτος τῆς Ἐκκλησίας φωστήρ; Ἀγωνιζόμενος τὸν καλὸν τῆς ἀρετῆς ἀγῶνα, καὶ συγγράφων τῇ ὁδηγίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ἱερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως ἐφθονήθη καὶ ἐπειράσθη τόσον ὑπὸ ἀπαιδεύτων καὶ ἀμαθῶν ἀνθρώπων, ὅσον καὶ ὑπὸ τῶν νοητῶν ἐχθρῶν. Καὶ περὶ μὲν τῶν ἀπαιδεύτων καὶ ἀμαθῶν ἀδελφῶν οὐδεὶς λόγος, διότι ὁ θεῖος Πατὴρ ἐθεώρει αὐτοὺς ὡς γνησίους ἀδελφοὺς καὶ μεγάλους εὐεργέτας, ὑπομένων τὰ πάντα καὶ συγχωρῶν ἐκ καρδίας. Οἱ δὲ νοητοὶ ἐχθροὶ μὴ δυνάμενοι νὰ πειράξουν αὐτὸν κατὰ ἄλλον τρόπον, ὅταν ἠγρύπνει καὶ ἔγγραφεν, ἤρχοντο ἔξωθεν τοῦ παραθύρου τοῦ κελλίου του καὶ ἐψιθύριζον καὶ ἐθορύβουν, ἀλλ᾿ οὗτος ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, οὐδεμίαν σημασίαν ἔδιδε, πολλάκις δὲ ἐγέλα εἰς τὰς ἀνοήτους καὶ ἀηδεῖς αὐτῶν πράξεις.

Ἐν μίᾳ δὲ νυκτὶ εὑρισκόμενος ἀκόμη εἰς Σκυροποῦλαν, ἤκουσε ψιθυρισμοὺς ἔξω τῆς καλύβης του μετὰ κρότου δυνατοῦ, νομίσας ὅτι κατέπεσε τοῖχός τις εὑρισκόμενος πλησίον τῆς καλύβης, ἀλλὰ τὴν πρωΐα εὕρεν αὐτὸν ὡς ἦτον πρότερον. Καὶ ἐνταῦθα πολλάκις τὰ ὅμοια τῷ συνέβαινον. Ποτὲ ἠθέλησεν νὰ ἀκούσῃ τί λέγουν, καὶ ἤκουσε τὴν φωνήν: «αὐτός ὁ γράψας». Ἐνίοτε δὲ ἐκτύπων κατ᾿ ἐπανάληψιν τὴν θύραν τῆς Καλύβης. Ὅταν ἐξήγει τὸν 34ο ψαλμὸν εἰς τὸν στίχον: «Γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐτῶν σκότος καὶ ὀλίσθημα, καὶ Ἄγγελος Κυρίου καταδιώκων αὐτούς», προεξένησαν τόσον κρότον καὶ θόρυβον, ὥστε ἐνόμισε ὅτι διῆλθεν ἐκ τῆς Καλύβης του στρατὸς πολὺς μετὰ πατάγου, καὶ ὅτι κατέπεσεν ὁ ἐκεῖ πλησίον εὑρισκόμενος τοῖχος. Ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἦσαν κατὰ φαντασίαν, πρὸς ἐκφοβισμὸν τοῦ θείου καὶ μακαρίου Πατρός. Ἀλλ᾿ οὗτος, ὅστις πρότερον ἦτον τόσον δειλός, ὡς λέγεις ὁ ῥηθεὶς Εὐθύμιος, ὥστε ὅταν ἐκοιμᾶτο εἰς τὸ Κελλίον αὐτῶν ἄφηνε τὴν θύραν τοῦ δωματίου ἀνοικτὴν διὰ νὰ λαμβάνῃ ἰσχὺν τρόπον τινὰ ἐκ τῶν παρακειμένων ἀδελφῶν, ὅταν ἐξῆλθεν εἰς τὴν ἡσυχίαν του τόσον ἠνδρειώθη καὶ ἐνεδυναμώθη ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ὥστε πάντα ταῦτα καὶ πᾶσαν ἄλλην μανιώδη τοῦ ἐχθροῦ ἐπίθεσιν ἐθεώρει ὡς ἀθύρματα καὶ «βέλη νηπίων».

Τοιουτοτρόπως διήνυε τὸν ἀνάντη ἀλλὰ καλλιστέφανον τῆς ἀσκήσεως ἀγῶνα ὁ τρισαριστεὺς μέγας Νικόδημος, ἀντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας καὶ ποικίλους πειρασμούς, ἐν οἷς ἐδοκιμάσθη «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» καὶ ἔλλαμψεν ὑπὲρ ἥλιον ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, ἴσως πρὸς περισσότερον ἀνετον ἐπίδοσιν εἰς τὰς συγγραφάς του, καὶ μελέτην τῶν εἰς διαφόρους Μονὰς ἀποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ἴσως καὶ διὰ νὰ μὴ ἐπιβαρύνῃ τὰ αὐτὰ συνεχῶς πρόσωπα μὲ τὴν λιτοτάτην ἀσκητικὴν συντήρησίν του, πιθανὸν δὲ καὶ διότι προσεκαλεῖτο καὶ παρ᾿ ἄλλων ἀδελφῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤλλαξεν ἐπανειλημμένως τόπον παραμονῆς. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἠγωνίσθη ὡς καὶ πρότερον ὑπερανθρώπως, γράφων καὶ κινούμενος ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι αὐτὸν Χριστῷ καὶ λέγων μετὰ Παύλου: «Ζῶ οὐκέτι ἐγῶ, ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Ἑπτὰ ἔτη πρὸς τῆς μακαρίας μεταστάσεώς του εἶχεν ὡς ἀντιγραφέα τῶν ἔργων του τὸν μοναχὸν Κύριλλον, ἀδελφὸν τὸ πρῶτον τῆς ἐν Εὐρυτανίᾳ Μονῆς Προυσοῦ, καὶ ἐπὶ δεκαεννέα ἔτη ἱερομόναχον ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Εἰς κτηματολόγιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσοῦ, εἰς τὴν σελίδα 925, ὁ ἐν λόγῳ ἱερομόναχος Κύριλλος γράφει τὰ ἑξῆς: «Ἐκ τῶν δέκα ἐννέα ἐτῶν, ὅπου κατὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἡσύχαζον, ἑπτὰ ἔτη ἐξ αὐτῶν διῆλθον ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν τοῦ ἀοιδίμου τούτου ἀνδρός, καλλιγραφίᾳ χρώμενος, ὅθεν καὶ τῶν αὐτοῦ ποιημάτων τὰ πλεῖστα ἰδίαις χερσὶ καλλιέγραψα». Παραθέτει δὲ κατάλογον δέκα ἑπτὰ ἐκδεδομένων ἔργων τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ πεντήκοντα ὀκτὼ ἀνεκδότων, διὰ τὰ ὁποῖα λέγει: «ταῦτα εἰσιν ἅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδον, καὶ διὰ τῆς ἐπιταγῆς τοῦ ἰδίου ἀνδρὸς ἀντέγραψα… ͵αωιε´ μαρτ. η´ ἐν Πυρσῷ».

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς σοφίας τοῦ μεγάλου τούτου Πατρὸς ἐξῆλθε ταχέως καὶ διεδόθη πανταχοῦ, καὶ πλεῖστοι πανταχόθεν ἔχοντες πνευματικὴν ἀνάγκην συνέρρεον πρὸς αὐτόν, διὰ νὰ εὕρωσιν ψυχικὴν παρηγορίαν, ὡς διηγεῖται ὁ παράδελφός του Εὐθύμιος, «ὅλοι οἱ πληγωμένοι ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφησαν τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς, καὶ ὅλοι ἔτρεχον εἰς τὸν ῥακενδύτην Νικόδημον, διὰ νὰ εὕρουν τὴν ἰατρείαν τους καὶ παραμυθίαν τῶν θλιψεών τους, οὐ μόνον ἀπὸ τὰ μοναστήρια καὶ σκήτες καὶ κελλία, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἤρχοντο ἀπὸ διαφόρους χώρας, νὰ ἰδοῦν καὶ παρηγορηθοῦν εἰς τὰς θλίψεις των ἀπὸ τὸν Νικόδημον».

Ἡ συνεχὴς ὅμως καὶ γόνιμος αὕτη ἐργασία, ἡ ἔντονος ἐξάλλου ἐπιθυμία του νὰ καθοδηγῇ διὰ πνευματικῶν συνομιλιῶν καὶ συμβουλῶν καὶ παραινέσεων τόσον τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅσον καὶ τοὺς ἔξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, καὶ ἐπὶ τούτοις ἡ σύντονος δι᾿ ἀεννάων προσευχῶν, ἀγρυπνιῶν καὶ λοιπῶν ἀσκητικῶν καμάτων ἐπίδοσίς του ἐν τῇ μακαρίᾳ κατὰ Χριστὸν ζωῇ, ἔκαμψαν τὴν ἀντοχὴν τοῦ σώματός του καὶ ἐκλόνισαν τὴν ὑγείαν του, ὁπότε ἠναγκάσθη νὰ καταφύγῃ εἰς τὸ Κελλίον τοῦ ζωγράφου Κυπριανοῦ. Ἐνταῦθα παρ᾿ ὅλους τοὺς κόπους καὶ τὰς ἀσθενείας του σώματός του, ἐξηκολούθει τοὺς τιμίους ἀγῶνας ὡς καλὸς τῆς ἀληθείας ἀγωνιστής, ἄνω ἔχων τὸ φρόνημα καὶ τὰ ἄνω ποθῶν καὶ ζητῶν νύκτα καὶ ἡμέραν. Καὶ κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς μακαρίας ζωῆς του συνέταξε τὸν τρίτομον «Συναξαριστὴν», ἡρμήνευσε καὶ ἀνέλυσε εἰς ὀγκῶδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Ἑορτοδρόμιον» ἐπικαλούμενον, τοὺς ᾀσματικοὺς κανόνας τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητοριῶν ἑορτῶν, ἐπίσης καὶ εἰς ἄλλον βιβλίον ἐπιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς Ὀκτωήχου. Ἔργα θαυμαστὰ καὶ ὡς εἰπεῖν «θεοπαράδοτα», ἀποπνέοντα τὴν μυστικὴν εὐωδίαν τῆς πολυποικίλου σοφίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁποίας ἔμψυχον θησαυροφυλάκιον ὕπήρχεν. Ἐν τέλει συνέταξεν «Ὁμολογίαν τῆς ἑαυτοῦ πίστεως» εἰς ἀναίρεσιν ἀνευλαβῶν καὶ ἀσυστάτων κατηγοριῶν, αἱ ὁποῖαι εἶχον διατυπωθῇ ὑπό τινων φθονερῶν καὶ κακοβούλων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατὰ τοῦ μεγίστου τούτου ἐν ἀρετῇ καὶ περιβλέπτου ἐν σοφίᾳ.

Ἀλλὰ τίς νὰ διηγηθῇ τὰς διαβολάς, τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ μακαρίου Νικοδήμου ὑπὲρ τῶν ὑγιῶν καὶ ἀληθῶν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν παραδόσεων; Ὑπὲρ αὐτῶν ἠγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβαλλὼν πᾶσαν προσπάθειαν διὰ τὴν τήρησιν αὐτῶν, καὶ μάλιστα διὰ τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων τῶν τεθνεώτων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου12, καθὼς ὥρισεν ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, καὶ διὰ τὴν ἀναζωογόνησιν μίας ἀληθοὺς πνευματικῆς ζωῆς μεταξὺ τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τοῦ λοιποῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Λόγῳ τούτου κατεδιώχθη ἀμειλίκτως ὁ δίκαιος ὑπὸ «ψευδαδέλφων» ὑποκρινομένων εὐλαβειαν, καὶ ἐσυκοφαντήθη ἀπηνῶς «ὑπὸ χειλέων ἀδίκων λαλούντων ἀδικίαν ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἐξουδενώσει», ὡς οἱ μεγάλοι τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν Πατέρες Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἅγιος Χρυσόστομος, Ἅγιος Φώτιος, τῶν ὁποίων μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς καὶ κατὰ τὸν λόγον ἐφάμιλλος ἐτύγχανε. Τότε διὰ τὴν συνείδησιν τῶν ἀπλουστέρων ἀδελφῶν ἠναγκάσθη νὰ γράψῃ τήν, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, «Ὁμολογίαν», ἡ δὲ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὑπεραμυνομένη τῆς ἀθωότητος καὶ δικαιοσύνης τοῦ μεγάλου διδασκάλου, ἐξέδωκεν ἐγκύκλιον ἐπιστολήν, σφοδρῶς ἐλέγχουσα καὶ ἐπιτημῶσα τοὺς τὰ ζιζάνια σπείροντας ἐν τῷ νοητῷ τῆς Ἐκκλησίας ἀγρῷ.

Ὅλη ἡ ἀγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠναλώθη εἰς ὑψηλοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας καὶ εἰς συγγραφὴν ἱερῶν βιβλίων. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐνῴκει εἰς τὴν καθαρὰν καρδίαν του, ἔρρεε και ἐχύνετο ἄφθονος ἐκ τοῦ στόματός του, ὡς ἀπὸ πηγῆς πλουσίας, εὐφραίνουσα πάντας. Μίαν καὶ μόνην φροντίδα καὶ ἔννοιαν ἔσχε καθ᾿ ὅλην τὴν ὁσίαν ζωήν του, τὴν ἐξυπηρέτησιν τοῦ θείου θελήματος καὶ τὴν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Καὶ εἰς ἀμφότερα ἀνεδείχθη καθ᾿ ὅλα ἀπαράμιλλος, καὶ τῶν πάλαι Ἁγίων ἰσοστάσιος καὶ χαρακτήρ. Ἐδέχθη παρὰ Κυρίου τὸ τάλαντον, καὶ ηὔξησεν αὐτὸ μυριοπλασίως, ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ πιστὸς θεράπων. Ἔζησεν ὡς ἄγγελος καὶ ὑπῆρξεν ὅσιος καὶ ἅγιος, καὶ θεόσοφος θεολόγος, ταμεῖον ἀκένωτον τοῦ Παρακλήτου, θεοειδὴς και φωτεινὸς πνευματικὸς σύμβουλος ἀπὸ τοῦ Πατριάρχου μέχρι τοῦ ἀπλουστέρου πιστοῦ, ἀκτινοβολῶν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέγα καύχημα τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους. Ἦτον τὸν τρόπον ἁπλοῦς καὶ ἀνεξίκακος, τὸ ἦθος γλυκὺς καὶ χαρίης, ἀκτήμων, πρᾶος καὶ ταπεινότατος. Ἡ ταπείνωσίς του ἦτον βαθυτάτη ἔργῳ καὶ λόγῳ. Ὁσάκις ὁμιλεῖ περὶν αὐτοῦ λέγει, «Ἔγὼ εἰμὶ τὸ ἔκτρωμα», «Ἐγὼ εἰμι ὁ τεθνηκὼς κύων», «Ἐγὼ είμι τὸ οὐδέν», «ὁ κεγχριαῖος», «ὁ ἄσοφος, ὁ ἀπαίδευτος». Ἀντὶ ὑποδημάτων ἔφερεν πάντοτε «τσαρούχια». Δὲν εἶχεν δεύτερον ῥάσον, ἀλλ᾿ οὔτε μόνιμον, ὡς ἀνωτέρω εἴδομεν κατοικίαν. Κατοικία τοῦ θεοφόρου διδασκάλου ἦτο ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ οὗ ἔλαβεν καὶ τὴν κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπωνυμίαν Ἁγιορείτης.

Διανύων τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, καὶ αἰσθανόμενος τὸν ἑαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, ἐπανῆλθε εἰς τὸ Κελλίον τῶν ἀγαπητῶν του Σκουρταίων, ὅπου καὶ ἐδέχθη τὰς ἀδελφικὰς ἐκείνων περιποιήσεις. Ἤγγιζε πλέον ἡ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀποδημία αὐτοῦ, διότι ἡ ὑγεία του, λόγῳ τῶν πολλῶν κόπων, εἶχε κλονισθῆ ἀνεπανορθώτως. Ὁ ὀργανισμὸς εἶχεν ἐξαντληθῆ. Οἱ ὀδοντές του εἶχον πέσει. Ἡ ἀκοή του εἶχε γίνει βαρεῖα. Μετὰ δυσκολίας ἐκινεῖτο. Τὴν 5ην Ἰουλίου τοῦ 1809 ἐπεσκέφθη χάριν ἀναψυχῆς τὴ Ἱερὰν Μονὴν Κουτλουμουσίου. Οἱ Πατέρες περιχαρεῖς ἐδέχθησαν τὸν θεῖον διδάσκαλον, καὶ περὶ τὴν ἑσπέραν ἀπερχόμενον ἀπεχαιρέτησαν αὐτὸν μετὰ σεβασμοῦ καὶ πολλῆς εὐλαβείας, προπέμψαντες εἰς τὸ Κελλίον τῶν Σκουρταίων, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι πάλιν θὰ τὸν ἔβλεπον εἰς τὴν Μονήν των.

Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπανεῖδον ἐκεῖ. Διότι, κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας, καθὼς κατήρχετο τοῦ ἡμιόνου ἔξω τοῦ Κελλίου, προσεβλήθη ὑπὸ ἡμιπληγίας. Καὶ, ὅπως διηγεῖται ὁ Εὐθύμιος, «ἐπιάσθη ἡ δεξιά του χείρ, τὴν δὲ ἄλλην ἡμέραν ἐπιάσθη ἡ γλῶσσά του, καὶ βρέχων αὐτὴν μὲ τὸ νερὸ ὡμίλει ὀλίγον καὶ μετ᾿ ὀλίγον πάλιν ἐπιάνετο». Προῃσθάνετο ὁ θεῖος Πατὴρ ὅτι ἐγγίζει πλέον τὸ ποθητὸν τέλος καὶ ἔχαιρε, διότι καὶ αὐτός, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ θεηγόρου Παῦλου, «ἐπεθύμει ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι».

Προετοιμαζόμενος διὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ὁ θεῖος Πατήρ, ἔκαμε γενικὴν ἐξομολόγησιν, ἐζήτησε καὶ ἐτέλεσεν Εὐχέλαιον, καὶ καθημερινῶς μετεῖχε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν 13ην Ἰουλίου ἐβάρυνε ἀκόμη περισσότερον ἡ κατάστασίς του. Μὲ μόλις ἀκουομένη φωνὴν ἀπήυθυνε, μὲ μικρὰς διαλείψεις, θερμὴν προσευχὴν πρὸς τὸν Χριστόν, εἰπὼν εἰς τοὺς παρεστῶτας ἀδελφούς: «Δὲν ἠμπορῷ, πατέρες μου, νὰ προσευχηθῶ νοερῶς, καὶ προσεύχομαι μὲ τὸ στόμα». Ηὐχαρίστει συνεχῶς τοὺς ἀδελφοὺς διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τοὺς κόπους, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχον ὑποβληθῆ καὶ ὑπεβάλλοντο δι᾿αὐτόν. Κρατῶν δὲ εἰς τὰς ὁσίας χεῖράς του τὰ τίμια λείψανα τοῦ Ἁγίου Μακαρίου Κορίνθου καὶ τοῦ Ὁσίου Ἱερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα ἐψιθύριζε: «Σεῖς ἤλθατε εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀνεπαύεσθε διὰ τὰς ἀρετὰς ὅπου ἐκατορθώσατε εἰς τὴν γῆν, καὶ ἤδη κατατρυφᾶτε τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου μας, καὶ ἐγὼ πάσχω ἐξ ἁμαρτιῶν μου. Διό, παρακαλῶ σας, πατέρες μου, ἱκετεύσατε τὸν Κύριόν μας, νὰ ἐλεήσῃ καὶ ἐμὲ καὶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ αὐτοῦ, ὅπου εἶσθε σεῖς».

Τοιουτοτρόπως διῆλθεν ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν. Τὴν νύκτα ἐβάρυνε περισσότερον. Ἐζήτησε καὶ ἐκοινώνησε πάλιν. Ἐσταύρωσε τότε τὰς χεῖρας, ἥπλωσε τοὺς πόδας, ἠρέμησε πλήρως, καὶ συνεχῶς προσηύχετο, εἰς ἐρώτησιν δὲ τῶν παρισταμένων ἀδελφῶν: «Διδάσκαλε, ἡσυχάζεις;» ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Τὸν Χριστὸν ἔβαλα μέσα μου, καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».

Περιστοιχιζόμενος ὑπὸ ἀγαπητῶν ἀδελφῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ συνεχῶς φανταζόμενος, καὶ ἐν ὑπερτάτῃ γαλήνῃ, τῇ 14ῃ Ἰουλίου, ἡμέρᾳ Τετάρτῃ τοῦ ἔτους 1809, ἐν ἡλικίᾳ 60 ἐτῶν, παρέδωκεν τὴν μακαρίαν αὐτοῦ ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος, τὸν ὁποῖον ἐκ νεότητος ἠγάπησεν, καὶ ὁλόκληρον ἑαυτὸν ἀφιέρωσε. Καὶ, ὅπως πάλιν ἱστορεῖ ὁ Εὐθύμιος: «ἀνατέλλοντος τοῦ ἡλίου εὶς τὴν γῆν ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ στῦλος ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς τὴν εὐσέβειαν, ἐκρύφθη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιῶν, ἐπένθησαν οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐκ τῶν ὁποίων εἷς Χριστιανός, ἂν καὶ ἀγράμματος, εἶπεν τοιοῦτον λόγον: ῾Πατέρες μου, καλλίτερον ἦτον νὰ ἀπέθνησκον σήμερον χίλιοι Χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος᾿».

Τὸ πανόλβιον σῶμα τοῦ θεοφόρου Πατρὸς καὶ ἁγίου διδασκάλου ἐτάφη εἰς τὸ ἐν Καρυαῖς Λαυριωτικὸν Κελλίον τῶν Σκουρταίων, ἔνθα ὁσίως ἐκοιμήθη. Ἐνταῦθα ἐν τῷ αὐτῷ Κελλίῳ, φυλάσσεται ἤδη εὐλαβῶς ἡ τιμία κάρα του, θείαν εὐωδίαν ἁγιότητος ἀποπνεύουσα, καὶ ἁγιάζουσα τοὺς μετὰ πίστεως προσκυνοῦντας αὐτήν.

Μεγάλως ἐλύπησεν τοὺς πάντας ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, τόσον τοὺς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Μοναχούς, ὅσον καὶ τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καὶ πάντες ἐθρήνησαν τὴν μετάστασιν αὐτοῦ, διότι ἦτο κοινὸς ἁπάντων διδάσκαλος καὶ παρήγορος, καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς χαλεποὺς καὶ ζοφεροὺς τῆς δουλείας χρόνους. Ἀλλ᾿ ἡ μακαρία αὐτοῦ ψυχὴ συνηριθμήθη μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ θεολόγων καὶ διδασκάλων καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, ὡς Ὁσίου καὶ θεολόγουν καὶ διδασκάλου καὶ Ἁγίου. Καὶ ἤδη ἀπολαύων τῆς αἰωνίου χαρᾶς ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων, ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων, βλέπει ἀνακεκαλυμμένως, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἅπερ πρότερον ἐν ἐσόπτρῳ καὶ αἰνίγμασι καὶ σκιαῖς ἑώρα, καὶ θεοῦται κατὰ θείαν μέθεξιν, καὶ πρεσβεύει πάντοτε ὑπὲρ τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καὶ παντὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανικοῦ πληρώματος, ὡς συμπαθέστατος πάντων πατὴρ καὶ διδάσκαλος.

Ἀλλ᾿ ὦ Πάτερ μου Πάτερ, θεόπνευστε καὶ οἰκουμενικὲ τῆς ἀληθείας διδάσκαλε, ἐξαίρρτον τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους καύχημα, φαεινότατε ἑωσφόρε τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, πανόσιε καὶ πανάγιε Νικόδημε· δίδου ἡμῖν φωτισμὸν ταῖς πρεσβείαις σου πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ θείου θελήματος· κατεύθυνον τὰ διαβήματα ἡμῶν πρὸς τὰς τρίβους τῆς ἐναρέτου ζωῆς· ἐπισκίασον ἡμᾶς τῇ χάριτί σου, καὶ συνέτισον ἡμῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς θεοσόφους διδαχάς σου, ἵνα ἐν αὐταῖς εὕρωμεν μετάνοιαν, ἴασιν, χαράν, εἰρήνην, χρηστότητα, ἀγαθωσύνην, πραότητα, ἀγάπην, καὶ εἴτι ἀγαθὸν καὶ καλὸν καὶ σωτήριον, καὶ ἐν τέλει ζωὴν αἰώνιον, οἱ εἰλικρινῶς ἀγαπῶντές σε καὶ καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν καὶ ὥραν ἐπικαλούμενοι τὴν πατρικήν σου χάριν καὶ βοήθειαν. Καὶ πρέσβευε πάντοτε πρὸς Κύριον ὑπὲρ πάντων ἡμῶν. Ἀμήν.

Δίστιχον.

Δίδου τὴν χάριν σου Νικόδημε Πάτερ
Γερασίμῳ γράψαντι τόνδε σου βίον.


Ὑποσημειώσεις:

1. Ἡ εἰς Ἅγιον ἀνακήρυξις τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου ἔγινε τὴν 31 Μαΐου 1955. Ὁ βίος ποὺ παραθέτουμε συνεγράφη ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Γερασίμου μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ὑμνογράφου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος συνέθεσε καὶ πλήρη ᾀσματικὴ ἀκολουθία στὸν Ἅγιο. Ἐνταῦθα, ἐκφράζουμε θερμὲς εὐχαριστίες στὴ συνοδεία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ἡ ὁποία μᾶς ἐχορήγησε τὴ σχετικὴ ἄδεια δημοσιεύσεως τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου.

2. Εὐαγγελικὴ Σχολή: Λαμπρὸ μορφωτικὸ ἴδρυμα τῆς Ἐλληνικῆς κοινότητος Σμύρνης. Ἱδρύθη τὸ 1717 ὡς μικρὴ Σχολὴ μὲ τὸ ὄνομα «Σχολεῖον τοῦ Χριστοῦ» μὲ διευθυντὴ τὸν Ἰθακήσιο μοναχὸ Ἱερόθεο Βουλισμᾶ (Δενδρινό). Τὸ 1733 ἔγινε κοινοτικὴ σχολὴ καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΘ´ αἰῶνα, ἀφοῦ πῆρε διάφορες ὀνομασίες, τέλος ὀνομάστηκε «Ἐυαγγελικὴ Σχολή» καὶ ἔτσι ἔμεινε γνωστή. Ἔκτοτε μὲ κληροδοτήματα ἀναπτύχθηκε τόσο, ὥστε τὸ ὄνομά της ἀναφερόταν μαζὶ μὲ τὸ ὄνομα τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει «Μεγάλης τοῦ γένους Σχολῆς», καθότι συναγωνίζονταν ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπιστικὴ καὶ ἐθνικὴ δράση, καθὼς καὶ τὰ ἐξαιρετικὰ μορφωτικὰ ἀποτελέσματα. Ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τελοῦσε ὑπὸ ἀγγλικὴ προστασία ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της μὲχρι τῆς πυρπολήσεώς της κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ καταστροφή.

3. Ἱερόθεος Βουλισμᾶς (Δενδρινός): Λόγιος κληρικὸς ἀκμάσας κατὰ τὸν ΙΗ´ αἰῶνα. Γεννήθηκε τὸ 1697 στὴν Ἰθάκη καὶ σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὴν Πάτμο, ὅπου φοίτησε στὴν ἐκεῖ ὀνομαστὴ Σχολὴ μὲ διευθυντὴ τὸν Ἅγιο Μακάριο Καλογερᾶ. Εἰκοσαετὴς πῆγε στὴν Σμύρνη ὅπου ἐκάρη μοναχός, ἀνέλαβε δὲ ἀμἐσως τὴ διεύθυνση τῆς ἀργότερα ὀνομαζομένης Εὐαγγελικῆς Σχολῆς, θέση τὴν ὁποίαν διατήρησε μὲχρι τὸ θάνατό του τὸ ἔτος 1780.

4. Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς, Μητροπολίτης Κορίνθου: Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 1731 ἁπὸ τὴν ἐπιφανὴ οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Τὸ 1765 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου ὅπου ἐργάσθηκε δραστήρια μέχρι τὸ 1774, ὁπότε ἐξαναγκάσθηκε σὲ παραίτηση κατ᾿ ἀπαίτησιν τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ποὺ διέτασσε νὰ ἀντικατασταθοῦν οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου. Ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὴν Χίο καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο άπετέλεσαν τοὺς ἡγέτες τοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. Ἀφοῦ περιήλθε διάφορα μέρη διδάσκοντας καὶ στηρίζοντας τοὺς Χριστιανούς, ἐπανῆλθε στὴ Χίο, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη τὸ 1805. Ἀποβλέποντας στὴν ψυχικὴν ὠφέλεια τῶν Χριστιανῶν ἔγραψε ἀρκετὰ βιβλία, προέτρεψε δὲ καὶ τὸν ἰσάδελφό του Νικόδημο, ὅπως ἐπιμεληθῇ πλῆθος ἀπὸ πατερικὰ συγγράμματα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα αὐτὸς ὁ Μακάριος ἐξέδωσε ὥστε νὰ φωτισθεῖ τὸ ὑπόδουλο ἑλληνικὸ γένος.

5. Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ: Γεννήθηκε τὸ 1722 στὴν Πολτάβα τῆς Ρωσίας. Το 1734 εἰσῆλθε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Κιέβου. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς στὶς σκῆτες τῆς Ῥουμανίας ἔφθασε τὸ 1746 στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ δὲν βρῆκε κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του πνευματικὸν πατέρα, οὔτε ἀνεπτυγμένη τὴν γνώση τῶν πατερικῶν συγγραμμάτων στοὺς μοναχοὺς ποὺ συνάντησε. Ἡ ἔλλειψη πνευματικοῦ ὁδηγοῦ παρακίνησε τὸν Παΐσιο νὰ ἀναζητάει μὲ ζῆλο τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὰ ὁποῖα σποραδικὰ καὶ λανθασμένα ἦταν μεταφρασμένα στὴν σλαβονικὴ γλῶσσα. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀπὸ τὸν Ἅγιο ἔγιναν γνωστὰ καὶ σύντομα προσῆλθε κοντά του πλήθος μοναχῶν, Μολδαβῶν καὶ Ῥώσων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ 1758 νὰ δημιουργηθῇ ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιού. Ὁ Ὅσιος Παΐσιος εἶχε μάθει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες γιὰ τὴν εὕρεση καὶ ἀντιγραφὴ τῶν πατερικῶν κειμένων. Το 1763, ὅταν ἡ συνοδία του ἀριθμοῦσε περὶ τὰ πενήντα μέλη, ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήσει στὴ Βλαχία καὶ ἔπειτα στὶς Μονὲς Σέκου καὶ Νέαμτς τῆς Μολδαβίας, ὅπου ἡ συνοδία ἔφθασε τοὺς χιλίους μοναχούς. Ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο τὸν δαπανοῦσε στὴν μετάφραση τῶν νηπτικῶν κειμένων, τὰ δὲ βιβλία που ἐκδόθηκαν στὸ Νέματς ἀποτελοῦν σπουδαία προσφορὰ στὴ σλαβικὴ γραμματεία καὶ ἔγιναν ἀφετηρία τῆς μεγάλης ἀφυπνίσεως τοῦ σλαβικοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὸν ιθ´ αἰῶνα. Ἐκοιμήθη τὸ 1794.

6. Ἱερόθεος ὁ Β´, μητροπολίτης Ἰωαννίνων: Καταγόταν ἀπὸ τὴ Νάξο καὶ ἦταν ἐξάδελφος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Διετέλεσε ἐπίσκοπος Εὐρίπου (Εὐβοίας) καὶ τὸ 1779 μετατέθηκε στὴν μητρόπολη Ἰωαννίνων. Ἤταν ἄνδρας λόγιος καὶ ἱεροπρεπής, ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐθνική του δράση στὴν Ἤπειρο ὑπῆρξε ὑποδειγματική. Ἐκοιμήθη τὸ 1810.

7. Πλέον ὁρθὸ εἶναι τὸ 1783.

8. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος: Γεννήθηκε στη Πάρο τὸ 1725, ὅπου καὶ διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα. Μετὰ συνέχισε τὶς σπουδές του γιὰ ἕξι χρόνια στὴν σχολὴ τῆς Σμύρνης, τοῦ Ἱεροθέου Βουλισμᾶ (Δενδρινοῦ), καὶ κατόπιν στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ μὲ διδασκάλους τὸν Εὐγένιο Βούλγαρη καὶ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη. Δίδαξε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ δώδεκα ἔτη, στὴν Κέρκυρα, στὸ Μεσολόγγι καὶ στὴν Ἀθωνιάδα γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα κυρίως λόγῳ τῆς ἔριδος τῶν κολλύβων (τῆς ὁποίας ὑπῆρξε πρωταγωνιστὴς μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίου Μακάριο ἐπίσκοπο Κορίνθου τοῦ Νοταρᾶ καὶ Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν μοναχῶν τοῦ Ὄρους, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸ 1776 καθηρέθη ὑπὸ τοῦ Πατριαρχείου, ἀργότερα ὅμως ἀθωώθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γαβριήλ. Ἐν τέλει τὸ 1792 μετέβη στὴ Χίο ὅπου ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς ἐκεῖ σχολῆς. Ἐπειδὴ διαδόθηκε ἡ φήμη του ἔτρεχον σ᾿ αὐτὸν πλήθη μαθητῶν, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι ἐκόσμησαν ἐπισκοπικοὺς θρόνους καὶ ἄλλοι ἐργάσθηκαν ὡς δημοδιδάσκαλοι. Τὸ 1812 παραιτήθηκε λόγῳ γήρατος καὶ ἀπορσύθηκε στὸ ἐν Χίῳ μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ὅπου καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1813. Ὑπῆρξε ἐκ τῶν μεγάλων διδασκάλων τοῦ Γένους καὶ ἐκ τῶν πολυγραφωτέρων ἐπὶ τουρκοκρατίας συγγραφέων. Τὰ θεολογικά του συγγράμματα διακρίνονται σὲ ἁγιογραφικά, λειτουργικά, συστηματικὰ καὶ ὁμιλητικά. Τελευταῖα ἀνεκηρύχθη Ἅγιος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.

9. Ἀγάπιος (ἱερομόναχος) ὁ Λεονάρδος (1741-1815): Καταγόταν ἀπὸ τὴ Δημητσάνα. Σπούδασε στὴ γενέτειρά του καὶ στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. Ἐπέστρεψε στὴ Δημητσάνα καὶ ἴδρυσε τὴν περίφημη «Σχολὴ τῆς Δημητσάνης», ὅπου σπούδασαν μεγάλες φυσιογνωμίες (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς κ.λ.π.). Κατόπιν ἀνέλαβε γιὰ ἕνα χρόνο τὴ Σχολαρχία τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς Σμύρνης. Ὕστερα περιώδευσε τὴν ὑπόδουλη Ἐλλάδα διδάσκοντας καὶ κτίζοντας πάρα πολλὰ σχολεῖα. Ἔγραψε πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα καὶ ὕμνους καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο ἐξέδωσαν τὸ 1800 τὸ πασίγνωστο ἔργο «Πηδάλιον». Ἐπίσης ἔγραψε τὸ ἔργο «Συλλογὴ πάντων τῶν ἱερῶν καὶ θείων κανόνων τῶν τε Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων».

10. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ὁ Ζ´ ὁ ἀπὸ Μαρωνείας: Ἀνήκει στοὺς λογίους Πατριάρχες καὶ μάλιστα στοὺς καλύτερους τοῦ ΙΗ´ αἰῶνα, ὑποστηρικτὴς τῆς παιδείας. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη, ὅπου ἐσπούδασε, καὶ ἐν συνεχείᾳ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ 1771 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μαρωνείας. Διετέλεσε Πατριάρχης σὲ δύο περιόδους, ἀπὸ τὸ 1789-98 καὶ τὸ 1798-1801. Καὶ στὶς δύο Πατριαρχίες του ἐπιμελήθηκε μὲ ζῆλο τὰ ζητήματα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, γεγονὸς τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πατριαρχικές του πράξεις. Ἀνασύστησε τὴν Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολή, τὴν Πατριαρχικὴ Σχολὴ τοῦ Γένους καὶ ἄλλες Σχολές.

11. Θεοδώρητος (Λαυριώτης) ἱερομόναχος: Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Ὑπῆρξε λόγιος καὶ «φιλοπονώτατος ἀνὴρ ἀλλ᾿ ἀνημέρου χαρακτῆρος, παιδεύσεως στοιχειώδους τῆς ἔσω καὶ τῆς θύραθεν κάτοχος» (Μ. Γεδεὼν «Ὁ Ἄθως»). Τὴν ἐποχὴ τῶν διενέξεων μὲ τοὺς Κολλυβάδες ἀντιτάχθηκε στὶς παραδοσιακὲς ἀπόψεις τους. Ἐπιστάτησε στὴν ἔκδοσιν τοῦ «Πηδαλίου» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου (Λειψία), στὸ ὁποῖο πρόσθεσε σημειώσεις δικές του μὲ ἐλευθεριάζουσες ἀπόψεις, πρᾶγμα ποὺ λύπησε βαθύτατα τὸν Ἅγιο Νικόδημο.

12. Κολλυβάδες: Πνευματικὸ κίνημα τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἐκδηλώθηκε ἀπὸ μία ὁμάδα λογίων Ἁγιορειτῶν, ἐπικεφαλῆς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἅγιοι Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Μακάριος ἐπίσκοπος Κορίνθου καὶ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος. Ὀνομάσθηκαν «Κολλυβάδες» εἰρωνικὰ ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους των, ἀλλὰ καὶ διότι ὑποστήριζαν τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περὶ μὴ τελέσεως μνημοσύνων (κολλύβων) ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ κίνημα αυτὸ ἀποτελεὶ ἀπάντηση στὴν πρόκληση τοῦ Διαφωτισμοῦ. Οἱ Κολλυβάδες συνέβαλαν στὸν ἀληθινὸ διαφωτισμὸ τοῦ Γένους μὲ τὸ μεγάλο συγγραφικό τους ἔργο καὶ τὴν ἐπανέκφραση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Τὸ κίνημα χαρακτηρίζεται δικαίως ὡς φιλοκαλικὴ καὶ ησυχαστικὴ ἀναγέννηση, ἀνάλογη τῆς ἡσυχαστικῆς κινήσεως τοῦ 14ου αἰῶνα, διότι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἔχουμε μία φανέρωση τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως ὡς ἀντίβαρο τοῦ δυτικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐπιχειρουμένης ἐκφιλοσοφήσεως καὶ ἀπορρίψεως τῆς πίστεως.

 

Το είδαμε: Εδώ

 

Φώτης Κόντογλου – Καρδία συντετριμμένη

0
Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου – Καρδία συντετριμμένη

Ἀληθινὴ χαρά, ἡ πονεμένη


Μνήμη Φώτη Κόντογλου

…Χρυσὰ χέρια καὶ πολλὰ χαρίσματα μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος. Δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ νὰ ἀποχτήσω ὑλικὰ ἀγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενὸς εἴδους καλοπέραση. Τὰ μεταχειρίσθηκα πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας του. Ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό μου παράβλεψα, μὰ καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναῖκα μου, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου τὰ ἀδίκησα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Κανένας ἄνθρωπος δὲν στάθηκε τόσο ἀνίκανος νὰ βοηθήσει τοὺς συγγενεῖς του, ὅσο ἐγώ. Μ᾿ ὅλο ποὺ εἶχα ἕνα ὄνομα καὶ πολλοὺς θαυμαστές, ποτὲ δὲν τὰ μεταχειρίσθηκα γιὰ ὠφέλειά μου, τόσο, ὥστε ν᾿ ἀποροῦν οἱ γνωστοί μου κι οἱ ξένοι. Ἤμουνα προσηλωμένος στὸ ἔργο ποὺ ἔβαλα γιὰ σκοπό μου, καὶ στὸν σκληρὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας. Γιὰ τοῦτο τυραννιστήκαμε καὶ τυραννιόμαστε στὴ ζωή μας. Φτωχὸς ἐγώ, φτωχὰ καὶ τὰ παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή. Μά, μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ, ὅλα γαληνεύουν. Ὅλα τὰ θλιβερὰ τὰ περνοῦμε μὲ εὐχαριστία. Ξέρω πὼς ὅσα βάσανα μᾶς ἔρχονται, μᾶς ἔρχονται γιατὶ δὲν πέσαμε νὰ προσκυνήσουμε τὸν διάβολο, νὰ καλοπεράσουμε, παρὰ ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς δείχνει «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο τὸν ἀκολουθοῦμε πρόθυμα….

Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα. Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα, καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου κ᾿ ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη, καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία, κ᾿ ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ᾿ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε, καὶ πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλὴ τὴ Μαρία, ποὺ μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ᾿ ἕνα παλιὸν καστρότοιχο. Τὸ κρουσταλένιο νερό του δὲν θολώνει μὲ τὰ χρόνια, ἀλλὰ γίνεται κι᾿ ὁλοένα πιὸ καθαρὸ καὶ πιὸ γλυκόλαλο: «Καλότυχος ὁ ἄνδρας πού ῾χει καλὴ γυναίκα. Ἡ καλὴ γυναίκα εὐφραίνει τὸν ἄνδρα της, καὶ θὰ ζήσει εἰρηνεμένα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του. Καλὴ γυναίκα, κορῶνα στὸ κεφάλι τοῦ ἀνδρός της. Ἡ ἐμορφιὰ τῆς καλῆς γυναίκας φεγγοβολᾶ μέσα στὸ σπίτι σὰν τὸν ἥλιο ποὺ βγαίνει καὶ λάμπει ὁ κόσμος». Τέτοια γυναῖκα μοῦ χάρισε κ᾿ ἐμένα ὁ Κύριος.

Ἡ ἐμορφιὰ δὲν τὴν περηφάνεψε, ἴσια-ἴσια ἡ ταπείνωση τὴν πλήθυνε, κι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ τὴν εὐωδίασε. Ἀνάμεσα στὶς ἔμορφες ξεχώρισε, γιατὶ ἡ ἀκαταδεξιὰ δὲν θάμπωσε τὸ κρούσταλλό της, κ᾿ ἡ πονηρία δὲν λέρωσε τὸ σιντέφι τῆς ψυχῆς της. Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος. Μαρία ἡ ἁπλή! Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κ᾿ ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι, «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου, καὶ μολοταῦτα στ᾿ ἀληθινὰ εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ᾿ ἡλιοστάλαχτος θρόνος, γιατὶ μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κ᾿ ἡ εὐλάβεια. Κ᾿ ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, εἴμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλὴν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος, ποὺ εἶπε: «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».

Ἀφοῦ λοιπὸν τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κ᾿ ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαινόταν ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κ᾿ εἶπα: Ποιὸς μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, πού ῾ναι σὰν ξωκκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένα ἀνάμεσα στ᾿ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο κ᾿ οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα, καὶ πῶς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ᾿ ἔχουνε ξεχασμένον, κ᾿ ἡ χαρὰ ἡ μυστική, ποὺ τὴν νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κ᾿ ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο, ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ κάνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, χαρούμενους τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους, καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του ὅσους βάλανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατὶ δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεχτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυῒδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Ἐπειδή, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία Του. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώθουνε αὐτά, γιατὶ δὲν θέλουνε νὰ πονέσουν καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάτι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.

Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατὶ γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται· καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατὶ πολλὲς φορὲς δείλιασα τὴ φτώχεια καὶ τοὺς ἄλλους πειρασμούς, καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι ἀντρειεύτηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κ᾿ ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια, παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ. Καὶ κατάλαβα καλά, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατὶ ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κ᾿ ἡ παρηγοριά, κ᾿ ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει, ὅμως, καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβιὰ τὴ δίνει ὁ Κύριος ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ᾿ αὐτὸν τὸν πόλεμο ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση, καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ξευτελισμός, δὲν βαστᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή», καὶ γιατὶ εἶπε «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπίστηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατὶ λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι᾿ αὐτόν, παρεχτὸς τοῦ Θεοῦ.

Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κ᾿ εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κ᾿ εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνᾶς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου»! «Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσές τη φωνή μου. Ἄβυσσο ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς, ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατέλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἐρθεῖ ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. Ὅσοι φυλάγονται μάταια καὶ ψεύτικα θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα γιατὶ μ᾿ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ σιχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ νοιώθω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πῶς εἶμαι ζημιωμένος· καὶ γιατὶ πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανᾶ, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κ᾿ ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατὶ θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια, ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; Πέσε προσκύνησέ με καὶ θὰν ἁπλώσεις μονάχα τὸ χέρι σου νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου· γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ᾿ ἀγαθά, μ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιωσύνη; Κοίταξε τὴ φτώχειά σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου, τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα! Ἄλλη φορὰ τὸν ἄκουγα, μὲ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μοῦ ῾λεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούω ὁλότελα. Ἐμένα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα, καὶ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή, καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράγματα ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ᾿ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε. Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τοὺς ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, σὰν τὸν θερμασμένο ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸ ἀπομέσα πλοῦτος, γιὰ νά ῾χουν ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράγματα. Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κ᾿ ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος, καὶ πίστευα κ᾿ ἐγὼ πὼς ἤτανε στ᾿ ἀλήθεια χαρὰ κ᾿ εὐτυχία. Μὰ γλήγορα κατάλαβα πὼς ἤτανε ψευστιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες, καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικά της μάτια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ, καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ᾿ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεχτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.

Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατὶ δὲν ἔχουνε εἰρήνη· γιὰ τοῦτο θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαρροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μία ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς ποὺ τὶς ἀξιώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ Πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια, κι ἀπὸ τὰ βάσανα, κι ἀπὸ τὴν καταφρόνεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν᾿ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά· ὅσο γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰν ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα· ἀλλιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας. Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ᾿ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ᾿ Αὐτόν»!

*

Ἀδέρφια μου, δῶστε προσοχὴ στὰ λόγια μου! Ἔτσι ποὺ βλέπετε, ἔβλεπα κ᾿ ἐγώ, καὶ θαρροῦσα πὼς ἔβλεπα· μὰ τώρα κατάλαβα πὼς ἤμουνα στραβὸς καὶ κουφὸς καὶ ποδαγρός. Μετὰ χαρᾶς δέχουμε κάθε κακοπάθηση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν ἀνοίγουνε τὰ μάτια στὸ ἀληθινὸ τὸ φῶς, μήτε τ᾿ αὐτιὰ ἀκοῦνε τὰ καλὰ μηνύματα, μήτε τὰ πόδια περπατᾶνε στὸ δρόμο ποὺ πάγει ἐκεῖ ὁποῦ εἶναι ἡ αἰώνια πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνε εἰρήνη κι ἀνάπαψη οἱ ἀγαπημένοι του. Ὅποιος δὲν καταλάβει πὼς εἶναι ἀπροστάτευτος κ᾿ ἔρημος στὸν κόσμο τοῦτον, δὲν θὰ ταπεινωθεῖ: κι ὅποιος δὲν ταπεινωθεῖ, δὲν θὰ ἐλεηθεῖ. Ἡ λύπη τῆς διάνοιάς μας σιμώνει στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλω καμμιὰ καλοπέραση· καρδιὰ συντριμμένη.

Αὐτὰ κι ἄλλα πολλὰ ἀναβρύζανε ἀπὸ μέσα μου κείνη τὴ νύχτα, καὶ τὰ μάτια μου τρέχανε. Δὲν ἤξερε τί συλλογίζουμαι κανένας ἄνθρωπος, ἐκεῖ ποὺ ἤμουνα τρυπωμένος, στὸ κουβούκλι μου, οὔτε κἂν ἡ Μαρία ποὺ κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ὁ βοριὰς ἔκανε μεγάλη ταραχὴ ἀπ᾿ ὄξω, τὰ δέντρα ἀναστενάζανε, θαρροῦσες πὼς κλαίγανε καὶ πῶς παρακαλούσανε ν᾿ ἀνοίξω νὰ μποῦνε μέσα νὰ προστατευτοῦνε. Τὸ καντήλι ἔρριχνε τὸ χρυσοκέρινο φέγγος του ἀπάνου στὰ κονίσματα καὶ στ᾿ ἀσημωμένο Εὐαγγέλιο. Δόξα σοι ὁ Θεός, καλὰ ἤμαστε! Μακάριος εἶναι ὅποιος εἶναι ξεχασμένος. Ὁ κόσμος παραπέρα γλεντᾶ, χορεύει, κάνει ἁμαρτίες μὲ τὶς γυναῖκες, παίζει χαρτιά. Ὁ δυστυχής, γιορτάζει τὸν θάνατο τοῦ κορμιοῦ του, ποὺ κάνει τόσα γιὰ νὰ τὸ φχαριστήσει. Λὲς πὼς κερδίσανε τὴν ἀθανασία, τώρα ποὺ ἦρθε ὁ καινούργιος χρόνος, ἀντὶς νὰ κλάψουνε πὼς σιμώνουνε ὁλοένα στὸ τέλος αὐτῆς τῆς πονηρῆς ζωῆς. «Πάτερ ἅφες αὐτοίς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Τί κάνουνε; Ποῦ πᾶνε; Σὲ λίγο θὰ καταντήσουνε τὰ κόκκαλά τους σὰν λιθάρια ἄψυχα, θὰ γκρεμνιστοῦνε τὰ παλάτια τους, θὰ σβήσει καὶ ὅλη τούτη ἡ ὀχλοβοὴ κι᾿ ἡ φωτοχυσία, σὰν κάποιο πράγμα ποὺ δὲν γίνηκε ποτές. Ὦ κατάδικοι, τί ξεγελιόσαστε; «Ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος;»

Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Πηγή: εδώ

Μνήμη αγίου Παϊσίου Αγιορείτη. Περί εξυπνάδας και πονηρίας.

Αγίου Παϊσίου
Μνήμη αγίου Παϊσίου Αγιορείτη. Περί εξυπνάδας και πονηρίας.Αγίου Παϊσίου – Περί εξυπνάδας και πονηρίας

Όταν ο άνθρωπος δεν τροχίζη το μυαλό με το Θείο, αλλά το τροχίζη με την πονηριά, παραδίνει τον εαυτό του στον διάβολο. Καλύτερα να το είχε χάσει το μυαλό, για να έχη ελαφρυντικά την ημέρα της Κρίσεως.

– Γέροντα, διαφέρει η απλότητα από την πονηριά;

– Ναι, όσο η αλεπού από το τσακάλι. Το τσακάλι, αν δη κάτι και το θέλη, με λεβεντιά θα πάη να το πάρη. Ενώ η αλεπού θα κάνη πονηριές και μετά θα πάη να το πάρη.

– Μπορεί, Γέροντα, να θεωρή κανείς την πονηριά για εξυπνάδα;

– Ναι, μπορεί, αλλά, αν εξετάζη τον εαυτό του, θα καταλάβη τι είναι πονηριά και τι εξυπνάδα. Έχει τον πίνακα αναγνωρίσεως. Ποια είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος; αγάπη, χαρά, ειρήνη κ.λπ. *  Έχει συγγένεια μ’ αυτά; Αν δεν συγγενεύη μ’ αυτά, θα έχη κάτι το σατανικό, θα έχη γνωρίσματα του ταγκαλακιού.

Έξυπνος είναι ο εξαγνισμένος άνθρωπος, ο καθαρισμένος από τα πάθη. Αυτός που έχει αγιάσει και το μυαλό του, αυτός είναι ο πραγματικά έξυπνος. Άμα δεν αγιασθή το μυαλό, η εξυπνάδα δεν ωφελεί σε τίποτε. Να, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί, έξυπνοι είναι, αλλά πολλοί από αυτούς, επειδή δεν έχουν αγιασμένο το μυαλό τους, εκεί που λένε εξυπνάδες, λένε και ανοησίες. Από την πολλή εξυπνάδα λένε μεγάλες ανοησίες! Αν δεν αξιοποιήση ο άνθρωπος το μυαλό, το εκμεταλλεύεται ο διάβολος. Αν δεν αξιοποιήση την εξυπνάδα για το καλό, την χρησιμοποιεί ο διάβολος για το κακό.

– Δηλαδή, επειδή δεν αξιοποίησε την εξυπνάδα, δίνει και δικαίωμα στον διάβολο;

– Άμα δεν την αξιοποιή, ήδη τα δικαιώματα δίνονται μόνα τους. Όταν ο άνθρωπος δεν εργάζεται πνευματικά, αλλοιώνει το καλό και κάνει ο ίδιος το κακό, δεν είναι ότι ο διάβολος το κάνει. Ένας λ.χ. είναι έξυπνος, αλλά δεν το δουλεύει το μυαλό του και τεμπελιάζει. Όταν δεν χρησιμοποιή το μυαλό του, σε τι τον ωφελεί η εξυπνάδα;

– Μπορεί ένας άνθρωπος που είναι έξυπνος, αλλά έχει πάθη, να έχη σωστή κρίση;

– Κατ’ αρχάς να προσέξη να μην πιστεύη στο μυαλό του, γιατί, αν είναι πνευματικός άνθρωπος, θα πλανηθή και, αν είναι κοσμικός, θα τρελλαθή. Να μην πιστεύη στον λογισμό του. Να ρωτάη, να συμβουλεύεται, να αγιάση την εξυπνάδα του. Και γενικά όλα όσα έχει ο άνθρωπος, όλα να τα αγιάζη. Όταν η εξυπνάδα αγιασθή, βοηθάει να αποκτήση κανείς την διάκριση. Ένας έξυπνος, αν δεν αγιασθή, δεν έχει πνευματική διάκριση. Ένας πάλι από την φύση του απλός μπορεί έναν πλανεμένο να τον πάρη για άγιο και έναν θηλυπρεπή να τον πάρη για ευλαβή. Ενώ, όταν εξαγνισθή ο έξυπνος, γίνεται πολύ διακριτικός.

– Γέροντα, πώς εξαγνίζεται η εξυπνάδα;

– Για να εξαγνισθή, δεν πρέπει ο άνθρωπος να δέχεται τα τηλεγραφήματα του πονηρού ούτε και να σκέφτεται πονηρά, αλλά να ενεργή όλο με καλωσύνη και απλότητα. Έτσι έρχεται η διαύγεια η πνευματική, ο θείος φωτισμός, και τότε ο άνθρωπος βλέπει καρδιές ανθρώπων και δεν βγάζει ανθρώπινα συμπεράσματα.

*. Βλ. Γαλ. 5, 22-23.

Εκ του βιβλίου: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι Α΄ Με πόνο και Αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο

Το είδαμε: impantokratoros.gr

Δημοφιλή Άρθρα

Τα αγαπημένα σας

αίρεση της Ναομαχίας 

Η αίρεση της Ναομαχίας καλά κρατεί. Δεν νομίζω πως επήλθε ποτέ στην...

0
Η αίρεση της Ναομαχίας καλά κρατεί. Δεν νομίζω πως επήλθε ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας τόσον βδελυκτή και σιχαμεράν αίρεση (Μοναχή Ελισάβετ) -Γερόντισσα, τι γίνεται...