Πάνω σε αυτό το προβληματισμό θα θέλαμε να καταθέσουμε κάποιες ταπεινές σκέψεις.
Η χρήση μάσκας μέσα στο ναό και μάλιστα κατά την τέλεση και συμμετοχή στην κοινή λατρεία, με πρόσχημα την προφύλαξη από τον κορονοϊό, ως πρωτοφανής στη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας με πείρα πολύ φονικότερων ιών, συνιστά σαφέστατη εισαγωγή καινοτομίας που αθετεί την εκκλησιαστική παράδοση κατά την οποία η προσευχή και η λατρεία τελείται με ακάλυπτο πρόσωπο.
Κάθε καινοτομία όμως και αθέτηση της Ι.Παραδόσεως καταδικάζεται από την Z’ Οικουμενική Σύνοδο με βαρύτατες τιμωρίες στους επινοούντας και εφαρμόζοντας αυτές κληρικούς με καθαίρεση, στους λαϊκούς και μοναχούς δε με αφορισμό.[1]
Η ζακέτα και το πανωφόρι ως ενδύματα για την προφύλαξη από το ψύχος και την κάλυψη της γύμνιας μέσα στο ναό, δεν συνιστά καμία καινοτομία. Δεν εμποδίζει τον ασπασμό των αγίων εικόνων, των ιερών λειψάνων και της χειρός του ιερέως όπως συμβαίνει με τη χρήση μάσκας, δεν παραβιάζει κάποια εντολή, δεν καθιστά τον χρήστη τους ασεβή και δεν αθετεί καμία παράδοση. Δεν αντιβαίνει επίσης σε καμία θεολογική αναφορά, συμβολισμό και διδασκαλία όπως δυστυχώς συμβαίνει με τη χρήση μάσκας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η χρήση πανωφορίου προτρέπεται και ευαγγελικώς, όταν διδάσκεται η ολιγάρκεια : «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Τιμ.Α’ 6,8).
Η προφύλαξη από το ψύχος δεν έχει καμία απολύτως ομοιότητα με τη προφύλαξη από τον κορωνοϊό στο ναό ένεκεν φόβου θανάτου ή φιλοζωΐας ή πειθαρχίας σε ανθρώπινα προστάγματα «ειδικών», αιτίες που ο Χριστός και οι Πατέρες καταδικάζουν απερίφραστα.
Εφ’ όσον ζούμε χρειαζόμαστε τα ρούχα λόγω του ψύχους και για λόγους ευσχημοσύνης.
Για το φόβο του θανάτου όμως, (βλ.κορωνοϊού), ο ίδιος Άγιος μας νουθετεί να τον καταφρονούμε καθώς αυτό αποτελεί έμπρακτη ένδειξη απέναντι στο Χριστό ότι είμαστε αληθινοί χριστιανοί και πιστεύουμε σ’ Εκείνον. Αυτή η καταφρόνηση του θανάτου μας ξεχωρίζει από τους απίστους. Ποία συγχώρεση θα έχουμε, αν φοβόμαστε το θάνατο όπως οι άπιστοι, ενώ έχουμε λάβει την ελπίδα της αναστάσεως;
Ποία καταφρόνηση του θανάτου επιδεικνύεται άραγε ενώπιον του Χριστού, όταν μέσα στο χώρο που κατοικεί και μας προσφέρεται Αυτός, η όντως Ζωή, εμείς φοράμε μάσκα από φόβο μην μολυνθούμε; Είναι δυνατόν να βλέπαμε ποτέ με τα σωματικά μας μάτια τον Χριστό μέσα στον Οίκο Του, να στεκόμαστε δίπλα Του και εμείς να φοράμε μάσκα δήθεν για προφύλαξη από τον κορωνοϊό; Ταπεινώς φρονούμε ότι και ένας άπιστος ακόμα, μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα με τις μυριάδες αγγέλων , Αγίων, την Παναγία και το Χριστό ενώπιόν του και γύρω του μέσα στη Θεία Λειτουργία, θα πέταγε τη μάσκα και θα γινόταν θερμός πιστός. Φαίνεται όμως πως έχουμε τυφλωθεί και δεν βλέπουμε παρά μόνο με τα σωματικά μάτια. Τον Χριστό παρόντα δεν Τον βλέπουμε για να σταθούμε μετά δέους μπροστά Του, «πάσαν την βιωτικήν αποθέμενοι μέριμναν», ενώ τον επίσης αόρατο κορωνοϊό τον «βλέπουμε» μέσα στο ναό, τον τρέμουμε, θεωρούμε σχεδόν βεβαία την παρουσία του και λαμβάνουμε κάθε προστατευτικό μέτρο! Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος:
Και πάλι διδάσκει ο χρυσορρήμων Άγιος, πως ο Θεός θέλει να μη λυπούμεθα το σώμα μας. Ό,τι κακό κι αν μας κάνουν. Διότι αυτό σημαίνει το «απαρνησάσθω εαυτόν». Να εκδίδουμε εαυτούς σε κινδύνους , σε αγώνες για τον Χριστό και σαν εκεί που πάσχει κάποιος άλλος. Και δεν είπε «αρνησάσθω» αλλά «απαρνησάσθω» για να φανερώσει την υπερβολή του πράγματος. Και αράτω τον σταυρόν αυτού. Είδες πως εξόπλισε ο Βασιλεύς των Ουρανών τον ακόλουθο στρατιώτη Του; Δεν μας έδωσε -συνεχίζει- ούτε θυρεό, ούτε κράνος, (ούτε μάσκα θα προσθέταμε), ούτε τόξο, ούτε ασπίδα για το σώμα, και τις κνήμες, αλλά αυτό που είναι πολύ ισχυρότερο: Την ασφάλεια που δίδει ο σταυρός! Το σύμβολο της νίκης κατά των δαιμόνων . Αυτό το σύμβολο είναι μάχαιρα, ασπίδα, θώρακας που προστατεύει το σώμα, κράνος, κνημίδα που προστατεύει τα πόδια , φρούριο ασφαλὲς, λιμάνι, καταφυγὴ, στεφάνι νίκης, ἔπαθλο, ο θησαυρὸς πάντων των αγαθών των τωρινών και των μελλοντικών:
Ποιος φόβος λοιπόν και ποιος κίνδυνος μπορεί να σταθεί κάνοντας το σημείο του σταυρού που μας χάρισε ο Κύριός μας;
«Δείτε πόσα κατόρθωσε ο Σταυρός Μου», μας λέει ο Χριστός, «κάνετε τα ίδια και θα κατορθώσετε αυτά που επιθυμείτε.» Και τι σημαίνει το «αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι;» Μήπως το να βαστάζουμε ο καθένας μας το ξύλο; Οχι, σε καμία περίπτωση. Ἀλλά πρὸς τοὺς κινδύνους να είμαστε παρατεταγμένοι, ἕτοιμοι καθημερινώς προς σφαγὴν καὶ θάνατον , μη προσδοκώντας ότι η ζωή μας θα διαρκέσει μέχρι το εσπέρας:
Και τι θέλει να σου πει με την προσταγή «Αράτω» ; Ότι έτσι πρέπει να είσαι πρόθυμος ακόμα και να σε σφάξουν και σταυρώσουν, λέγει ο Άγιος, όπως εκείνος που βαστάζει τον σταυρό του επὶ των ώμων· τόσο κοντά πρέπει να θεωρείς ότι βρίσκεσαι στο θάνατο. Μπροστά σε έναν τέτοιο πιστό άπαντες καταπλήττονται· κανένας άλλος δεν προκαλεί τόσο φόβο, ούτε και οι εξοπλισμένοι με μύρια όπλα ανθρώπινα, όσον αυτός που είναι ελεύθερος από το φόβο του θανάτου. Τίποτα άλλο δεν καταφέρνει να διώξει το θάνατο, όσο το να τον καταφρονείς. Και αυτό βεβαίως όταν ακολουθώντας τον Χριστό, ασκείς την αρετή, είσαι επιεικής, σώφρων και ταπεινός. Είδες του σταυρού τη βοήθεια και πόσα πολλά έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει ακόμα και σε μας τους δούλους; Αυτό το φρόνημα έκανε τον Πέτρο κορυφαίο και τον Παύλο τόσο μεγάλο λέγοντα: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, ἢ στενοχωρία, ἢ κίνδυνος, ἢ μάχαιρα;» Αυτό το φρόνημα και τους νηστεύοντας όχι μόνο έναντι των τροφών κατέστησε ανδρείους, αλλά και έναντι των παθών»:
Η μάσκα επιπλέον, ως άθεσμη καινοτομία, αντιτίθεται στην προσδοκία του πιστού να δέχεται, αντικατοπτρίζει και ακτινοβολεί τη δόξα του Κυρίου κατά τη λατρεία και που συμβολικώς εφαρμόζει μέσα στο ναό έχοντας ακάλυπτο το πρόσωπο, υπήκοος στο ευαγγελικό πρόσταγμα :
Ο Μωυσής όταν διελέγετο προς τους Ιουδαίους εκάλυπτε το πρόσωπό του. Όταν όμως έστρεφε προς το Θεό το αφαιρούσε, ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος. Αυτό ήταν τύπος του μέλλοντος που δήλωνε πως επιστρέφοντας στο Θεό θα δούμε γυμνό το πρόσωπό Του:
Στην προσδοκία του πιστού να υπαντήσει τον Νικητή του θανάτου Χριστό, να του ανοιχτεί ο Νυμφώνας, και να γευθεί την ωραιότητα Του, ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός συγκαταλέγει και την θέα της δόξης του Κυρίου με ακάλυπτο πρόσωπο:
Γι’ αυτό το θεολογικό λόγο οι Άγιοι εικονίζονται καλυμμένοι σε όλο το σώμα, εκτός απ’το πρόσωπο. Γι’ αυτό το λόγο και δε φόρεσαν ποτέ κάλυμμα επί προσώπου εν ώρα λατρείας. Έτσι δηλώνεται ο εσχατολογικός προορισμός των πιστών:
Οι άγιοι, φορούσαν τα απαραίτητα ενδύματα για προφύλαξη από το κρύο. Δεν εφόρεσαν ποτέ όμως μάσκα μέσα στους ιερούς ναούς δήθεν για να προφυλαχθούν από επιδημία.
Ποτέ και κανένας δεν εδίδαξε είτε με λόγο, είτε με πράξη να πράττουμε κάτι τέτοιο όταν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Και όχι μόνο οι Άγιοι Πατέρες δεν εδίδαξαν έτσι, αλλά ούτε κι αυτοί οι ευλαβείς παππούδες και γιαγιάδες μας, που προσέτρεχαν έτι περισσότερο στους ναούς «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ» εν μέσω πανδημιών για να παρακαλέσουν την Παναγία και τους Αγίους να φέρουν τη λύτρωση, τελώντας πυκνές ακολουθίες και λιτανείες. Και η λύτρωση ερχόταν. Σήμερα όμως καταφεύγουμε περισσότερο στις μάσκες και στο εμβόλιο παρά στο ναό και στις μεσιτείες των Αγίων.
Εντούτοις έχουμε διδασκαλίες Πατέρων που μας νουθετούν να μην αντιμετωπίζουμε τους ιερούς ναούς όπως τους άλλους χώρους. Που μας υπενθυμίζουν τη θαυματουργική τους ιδιότητα ακόμα κι αυτών των αψύχων στοιχείων τους όπως οι κίονες, τα ξύλα και οι πέτρες και αυτής ακόμα της σκόνης τους. Που μας λένε ότι είναι ουρανός και κατοικεί ο Θεός. Που μας υποδεικνύουν ότι η όσφρηση και η πνοή μας καθαίρονται μέσα στο ναό από αυτό και μόνο το θυμίαμα[2]. Και οπωσδήποτε δεν αφήνουν ούτε το παραμικρό περιθώριο να θεωρηθεί ότι οι ναοί είναι όπως οι κοινοί χώροι όπου οι άνθρωποι μολύνονται από ιούς, αλλά αντιθέτως επεσήμαναν τη θαυματουργική τους ιδιότητα να θεραπεύουν.
Και συνεπώς, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Θεία Κοινωνία να πεθάνει και αρρωστήσει κάποιος αν τη λάβει με ασέβεια, βλασφημία και αγνωσία, έτσι συμβαίνει και με τους ιερούς ναούς: Εάν εισέλθει κανείς μετά φόβου Θεού (και όχι ιού), όπως οι πατέρες διδάσκουν, θα λάβει χάρη και προστασία. Αν όμως εισέλθει ασεβώς, θεωρώντας κοινό το χώρο όπως όλοι οι άλλοι και προφυλασσόμενος με μάσκα, είναι επόμενο να έχει μόνο την αμφίβολη προστασία από τη μάσκα και όχι του Θεού που απέρριψε. Και αυτό είναι η μία παράμετρος. Μήπως μαζί με αυτή γίνεται και υπόδικος βλασφημίας του ενοικούντος εν τω ναώ Αγίου Πνεύματος; Κύριος οίδε.
Αλλά κι αν όλα τα ανωτέρω εξέλιπαν, έχουμε τη συνείδησή μας που κράζει για το ασεβές της χρήσης μάσκας μέσα στον Οίκο του Θεού.
«οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ». Και κράζομεν στο Θεό χωρίς τίποτα να μας φράσσει το στόμα.
Περαίνουμε τις σκέψεις αυτές με τα αθάνατα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου. Μας καλεί να περιφράξομε τους εαυτούς μας με τη δύναμη του Σταυρού. Έτσι καθοπλισμένοι θα καταφρονήσουμε όλα τα τερπνά του βίου, τα οποία μας είναι ευχάριστα διότι έχουμε αγαπήσει και προσηλωθεί σε τούτη τη ζωή. Καλή η παρούσα ζωή. Καλή και ευχάριστη. Είναι δώρο Θεού άλλωστε. Όμως, όταν φανεί η μέλλουσα ζωή, δικαίως καταφρονείται αυτή.
[1] Καρμίρη, Ι. Τα Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, Απόσπασμα εκ των Πρακτικών της ζ’ και η’ συνεδρίας. (σελ.241) Αθήνα
Η αγιότητα είναι ύψιστη δωρεά του Θεού προς ανθρώπινα πρόσωπα, τα οποία είναι δεκτικά των ακτίστων ενεργειών Του. Απαιτείται δε μεγάλος αγώνας και αυταπάρνηση για να καταστεί κάποιος άγιος, να νικήσει τον εαυτό του, να ξεπεράσει τη βιολογική του ύπαρξη. Ένας τέτοιος αγιασμένος άνθρωπος, ο οποίος υπερέβη τον εαυτό του και την σωματική του κακοπάθεια, υπήρξε ο νεοφανής άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός. Ένα λαμπρό παράδειγμα ιώβειας υπομονής και αβραμιαίας πίστης στο Θεό.
Γεννήθηκε το έτος 1890 σε ένα ορεινό χωριό των Χανίων Κρήτης, το Σηρικάρι από φτωχούς, αλλά ευλαβής γονείς, οι οποίοι στάλαξαν από νήπιο ακόμη την ευσέβεια και την σώζουσα πίστη στο Θεό. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος και το επώνυμό του Τζανακάκης. Δυστυχώς, ενώ ήταν ακόμη παιδί, έχασε τους γονείς τους και απόμεινε να ζει με τον υπέργηρο και ανήμπορο παππού του. Εκείνος μη μπορώντας να τον συντηρήσει, τον έστειλε, στην τρυφερή ακόμα ηλικία των 13 ετών, στα Χανιά, σε κάποιο κουρείο να εργαστεί και να μάθει την τέχνη του κουρέα.
Ο νεαρός Νικόλαος επέδειξε ήθος, τιμιότητα, ευγένεια και υπακοή στο αφεντικό του, ο οποίος τον αγάπησε σαν παιδί του. Επίσης τον αγαπούσαν όλοι στη χανιώτικη εκείνη γειτονιά, για την ευγενή και κοινωνική του συμπεριφορά, την εξυπνάδα του και τον θαύμαζαν για την ασυνήθιστη ομορφιά του.
Αλλά η σωματική του ομορφιά δεν κράτησε για πολύ, διότι κάποια στιγμή προσβλήθηκε από τη φοβερή και αγιάτρευτη, για την εποχή εκείνη, λοιμώδη νόσο της λέπρας (νόσος Χάνσεν, όπως είναι γνωστή, στη ιατρική ορολογία), η οποία ήταν τότε σε έξαρση στο νησί της Κρήτης. Ας σημειωθεί πως η τρομερή αυτή νόσος ήταν μεταδοτική και προσέβαλε το δέρμα και τους ιστούς του σώματος, προκαλώντας νέκρωση, σήψη και παραμόρφωση του σώματος. Ταυτόχρονα προκαλούσε φοβερό αίσθημα κνησμού και πόνων από τις βαθιές και αφορμισμένες πληγές, οι οποίες δεν έκλειναν. Η λέπρα θεωρούνταν από τα πανάρχαια χρόνια ως «κατάρα του Θεού» και οι λεπροί στιγματίζονταν ως «καταραμένοι άνθρωποι». Για να μη μεταδώσουν τη νόσο και στους άλλους, είτε τους έδιωχναν στις ερήμους, όπως έκαναν οι Εβραίοι ( ), είτε τους απομόνωναν σε ειδικές εγκαταστάσεις, όπου περνούσαν απομονωμένοι, το υπόλοιπο της τραγικής ζωής τους. Αυτά βεβαίως ως το 1947 όταν ο ιατρός Χάνσεν ανακάλυψε το φάρμακο κατά της λέπρας, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από αυτή την τρομερή αρρώστια, το μαρτύριο και το θάνατο.
Ο Νικόλαος λοιπόν ήταν ένας από τους άτυχους ανθρώπους. Στα 16 χρόνια του προσβλήθηκε από τη λέπρα και συνειδητοποίησε ότι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του με φρικτές ταλαιπωρίες. Φυσικό ήταν να τον διώξει το αφεντικό του από το κουρείο, όταν κατάλαβε το πρόβλημά του για να μην μολυνθεί ο ίδιος και οι πελάτες του. Οι Κρητικοί είχαν δημιουργήσει κάποιες εγκαταστάσεις στο νησί Σπιναλόγκα, απέναντι από το Ηράκλειο, για να απομονώνουν εκεί τους λεπρούς και να τους προσφέρουν στοιχειώδη βοήθεια. Αλλά οι συνθήκες εκεί ήταν τόσο τραγικές, ώστε το όνομα του νησιού Σπιναλόγκα είχε ταυτιστεί με την φρίκη. Όποιος οδηγούνταν και απομονώνονταν εκεί δεν έβγαινε ποτέ ζωντανός. Άφηνε τα κόκαλά του στο φρικτό εκείνο τόπο!
Έτσι ο Νικόλαος, όταν άρχισε η νόσος να εκδηλώνεται, για να αποφύγει τον βίαιο εγκλεισμό του στη Σπιναλόγκα, πήρε κάποιο πλοίο και έφυγε για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Κατέφυγε στην ελληνική κοινότητα και ζήτησε βοήθεια. Του έδωσαν εργασία σε κουρείο, να ασκήσει την τέχνη που ήξερε. Προσπαθούσε να κρύψει όσο μπορούσε τις πληγές του να μη γίνει αντιληπτός και τον διώξουν. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Τα φοβερά σημάδια της νόσου έγιναν εμφανή και για τούτο
η ελληνική κοινότητα τον οδήγησε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, να δώσει τη λύση εκείνος, να βρει τρόπο να τον βοηθήσει.
Με τη μεσολάβηση κάποιου αρχιερέα, τον έστειλαν στη Χίο, όπου λειτουργούσε ένα καλά οργανωμένο λωβοκομείο (λεπροκομείο). Ο Νικόλαος ήταν τότε 24 ετών. Έφτασε στο νησί και ύστερα από θλίψεις, ταλαιπωρίες και κακουχίες, τον βοήθησε ο Θεός να γνωρίσει έναν σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος θα άλλαζε τη ζωή του. Ήταν ο άγιος Άνθιμος Βαγιάνος, (εορτάζει στις 15 Φεβρουαρίου), ο λειτουργός και πνευματικός του ιδρύματος. Ο Νικόλαος βρήκε στο πρόσωπο του αγίου κληρικού το στήριγμα, που είχε ανάγκη για να αντιμετωπίσει τα βάσανα και τους πόνους του. Εκείνος του μίλησε για τις θλίψεις στη ζωή μας, οι οποίες δεν έχουν πάντοτε αρνητική επίδραση, αλλά και θετική, διότι μας θυμίζουν τη φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσης και γίνονται συχνά αιτία χαλύβδωσης της πίστης μας. Ο Νικόλαος άκουγε με θέρμη τα λόγια του Ανθίμου, τα οποία λειτουργούσαν στην ψυχή του σαν βάλσαμο και πνευματικό γιατρικό. Άρχισε λοιπόν να καλλιεργεί στην ψυχή του την αρετή της υπομονής, ασκούνταν να υπομένει με καρτερία το πρόβλημά του και να δοξάζει το Θεό, ο Οποίος του έδωσε αυτή τη δοκιμασία, εν τέλει, για το καλό του.
Πέρασαν δύο χρόνια και ο Νικόλαος αισθάνθηκε την ανάγκη να ασπασθεί τον μοναχισμό. Έτσι πήρε την απόφαση να γνωστοποιήσει την επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα. Ο Άνθιμος, αφού εξέτασε αν πραγματικά ήθελε να αλλάξει τη ζωή του με το μοναχικό σχήμα, δέχτηκε και έκαμε το δέοντα να γίνει η κουρά του, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Αμέσως άρχισε τον πνευματικό του αγώνα, με προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, άσκηση των αρετών και αποκοπή των παθών. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του επιδεινώνονταν συνεχώς, οι πληγές ήταν πλέον εμφανείς στο σώμα του και οι πόνοι και οι κνησμοί τον βασάνιζαν ανελέητα, προσεύχονταν τις νύχτες και έκανε αμέτρητες μετάνοιες. Τηρούσε με ακρίβεια τις νηστείες, παρά το ότι δεν το επέτρεπε η υγεία του. Παράλληλα εργαζόταν σκληρά στους κήπους του ιδρύματος και είχε αναλάβει καθήκοντα ψάλτη στο ναΐδριο λεπροκομείου.
Με το παράδειγμά του, την υπομονή του και τους γλυκείς και παρηγορητικούς λόγους του έδινε κουράγιο στους άλλους ασθενείς, τους οποίους υπηρετούσε και στήριζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Αλλά η νόσος προχωρούσε ραγδαία. Κάποια στιγμή προσβλήθηκαν και τα μάτια του και τυφλώθηκε. Η νέα περιπέτεια δεν τον κατέβαλε. Διακονούσε με την αφή και έψαλλε από μνήμης! Η μόνη δύναμη και παρηγοριά, που του έμεινε ήταν η θερμή, η αδιάλειπτη, η νοερά προσευχή. Όλες τις ώρες της ημέρας κινούνταν τα παραμορφωμένα χείλη του, ψελλίζοντας την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό»!
Το 1957 έκλεισε το λεπροκομείο της Χίου και ο άγιος Άνθιμος φρόντισε να στείλει τον Νικηφόρο στον αντιλεπρικό σταθμό Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω Αττικής. Του έδωσε δε και συστατική επιστολή προς τον εκεί υπηρετούντα κληρικό π. Ευμένιο, τονίζοντάς του να προσέξει «τον θησαυρό που του έστειλε η Παναγία, διότι είχε πολλά να ωφεληθεί από εκείνον». Ο θησαυρός ήταν ο ασθενής μοναχός Νικηφόρος! Ο π. Ευμένιος δέχτηκε με καλοσύνη τον 67χρονο τότε μοναχό Νικηφόρο, του οποίου το σώμα είχε παραμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη νόσο. Η όρασή του είχε χαθεί εντελώς και το πρόσωπό του είχε αλγεινή μορφή.
Γρήγορα διαπίστωσε ο π. Ευμένιος ότι είχε να κάμει με όντως άγιο άνθρωπο. Προσπάθησε να τον στηρίξει, όμως σύντομα διαπίστωσε πως όχι μόνο δεν είχε ανάγκη τη δική του στήριξη, αλλά εκείνος είχε τη δική του! Του ζήτησε να γίνει ο πνευματικός του πατέρας!
Σύντομα διαπιστώθηκε η αγιότητά του λεπρού μοναχού Νικηφόρου. Τα χαρίσματα του Θεού, ήταν εμφανή σ’ αυτόν και η φήμη του έγινε γνωστή στην Αθήνα. Πληθώρα κόσμου έτρεχε στο ταπεινό κελί του ιδρύματος να τον γνωρίσει και
να πάρει την ευχή του. Παρά την παραμόρφωση του προσώπου του, αυτό έλαμπε από ουράνια ιλαρότητα και είχε μια παράδοξη ηρεμία. Ήταν πλέον κατάκοιτος και τα άκρα του σώματός του ήταν μόνιμα αγκυλωμένα και παράλυτα. Οι πόνοι του αφόρητοι, οι κνησμοί ανυπόφοροι και πυκνό σκοτάδι σκέπαζε τα βλέφαρά του. Όμως όλα αυτά δεν τον εμπόδιζαν να υποδέχεται τους επισκέπτες του και να τους δίνει συμβουλές και κουράγιο στα δικά τους προβλήματα! Τους συμβούλευε να υπομένουν τις θλίψεις της ζωής, διότι εν τέλει αυτές λειτουργούν ευεργετικά για την πνευματική μας πρόοδο και προκοπή! Δίδασκε με το προσωπικό του παράδειγμα την υπομονή και την πίστη στην πρόνοια του Θεού!
Στις 4 Ιανουαρίου του 1964, σε ηλικία 74 ετών, τον κάλεσε ο Θεός κοντά Του. Τον πήρε στα υπερουράνια δώματά Του, για να τον αναπαύσει στους αιώνες των αιώνων. Να τον ανταμείψει για την υπομονή του και την εμπιστοσύνη του στη δική Του πρόνοια. Κηδεύτηκε στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων και ετάφη στο εκεί κοιμητήριο. Όταν έγινε εκταφή του σκηνώματός του τα χαριτόβρυτα οστά του ευωδίαζαν, σαφές δείγμα της αγιότητάς του. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για επιτέλεση θαυμάτων. Ο πιστός λαός αποφάνθηκε ενωρίς για την αγιότητά του. Η τυπική αγιοκατάταξή του έγινε τον Δεκέμβριο του 2012 και ορίστηκε να τιμάται η μνήμη του την 4η Ιανουαρίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.
Ο άγιος Νικηφόρος είναι ένα από τα άπειρα θαυμαστά παραδείγματα υπομονής, την οποία η Εκκλησία μας ανήγαγε σε ύψιστη αρετή. Οι ασθένειες είναι το ολέθριο αποτέλεσμα της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση, η οποία μαρτυρεί τη φθαρτότητα και προμηνύει τον θάνατο. Αλλά ο Θεός του ελέους και των οικτιρμών μπορεί, με τη δική μας θέληση και προσπάθεια να μεταμορφώσει την οποιαδήποτε κακοπάθειά μας σε μέσον πνευματικής μας ωριμάνσεως και τελειώσεως. Αυτή την αρχή ακολούθησε ο πολύπαθος και μακάριος ετούτος άνθρωπος! Ας είναι για όλους μας παράδειγμα και ας τον μιμούμαστε όσο μπορούμε στην υπομονή και την πίστη στην πρόνοια του Θεού!
σημείωση ΧΒ – για Ορθοπραξία: Δεν είναι τυχαίο πως δύο πρόσωπα μισούν πιο πολύ οι Παπικοί. Πρώτα τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και έπειτα τον Μ. Κων/νο. Πιο πολύ και από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό.
Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά.
Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.
Τα πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ
Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.
Αλλά ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν.
Ο μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.
ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ
Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.
Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία.
Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.
Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος – λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως – να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους.
Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό – ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων – άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή.
Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ
Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως – εν συνεννοήσει μετά των παπικών – μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία.
Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.
Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ
Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση – γενόμενοι θύματα των παπικών – ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου.
Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ’ ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.
Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ’ εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς…Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ’ εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν».
Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ
Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας – Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ’ επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992).
Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ’ ο άγιός μας ηρνήθη.
Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ
Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ’ ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως…».
Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι’ αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».
ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ
Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ’ επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών.
Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.
ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ
Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν…νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος.
Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής.
Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ’ άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357)
Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ’ αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου – ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.
Εξαιρετική ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση, από το 2014,πάνω στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Αξίζει να την ακούσετε.