Ορθοδοξία

Αρχική Ορθοδοξία Σελίδα 2

Όταν αρχίσει ο διωγμός, ζήτημα αν μείνετε 10… (Αυγουστίνος Καντιώτης)

Όταν αρχίσει ο διωγμός, ζήτημα αν μείνετε 10…

Όταν αρχίσει ο διωγμός, ζήτημα αν μείνετε 10... (Αυγουστίνος Καντιώτης)

“Όταν αρχίσει ο διωγμός να μην σας φανεί παράξενο ότι από τους 80, 100, που είστε, ζήτημα να μείνετε 10. 5 αν μεινετε!

Θα φύγουν, θα φύγουν, θα πουν, θα φύγουν, δεν θα ζω εγώ τότε να δω αυτά τα τραγικά γεγονότα…”

orthopraxia.gr

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων ~ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων  Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων 
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

 

Tήν Ἁγία ἡμέρα τῶν Φώτων ~ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Χθὲς συνεκκλησιάζοντας καὶ συνεορτάζοντας μὲ σᾶς ποὺ προεωρτάζατε τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων σᾶς ἀνέπτυξα τὰ ἀπαραίτητα λέγοντας πρὸς τὴν ἀγάπη σας τὰ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ Χριστόν, τὸ ὁποῖο ἀξιωθήκαμε ἐμεῖς· ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπόσχεσις πρὸς τὸν Θεό· πίστις μὲν καὶ ἐπίγνωσις τῆς ἐν Θεῷ ἀλήθειας, συμφωνία δὲ καὶ ὑπόσχεσις ἔργων καὶ λόγων καὶ τρόπων ἀρεστῶν στὸν Θεὸ ποὺ τελοῦνται διὰ τῶν ἱερῶν συμβόλων. Ἀλλά διδάσκοντας προσθέσαμε καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν δὲν μετατρέψωμε σὲ ἔργο τὶς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες, τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα σύμβολα καὶ οἱ δι’ αὐτῶν καὶ μαζὶ μὲ αὐτά διὰ λόγου ὑποσχέσεις πρὸς τὸν Θεό, ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καί δικαίως τὸν ὑποβάλλουν σὲ καταδίκη.

Ἔπειτα ἐξηγήσαμε τὴν πρὸς τοὺς ὄχλους διδασκαλία Ἰωάννη τοῦ Προφήτη καὶ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, ἡ ὁποία διαλαμβάνει καί αὐτή περὶ τοῦ ἰδίου βαπτίσματος· διότι τό μὲν βάπτισμα εἶναι ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δὲ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ὁδηγεῖ διὰ τῆς διδασκαλίας του στὴν ἐπίγνωσι αὐτοῦ, ἀποδεικνύοντας τὸν προαιώνιο καὶ δεσπότη τοῦ παντός, κριτὴ ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, ποὺ κατὰ τὴν ἐξουσία του τοὺς μὲν ἄξιους εἰσάγει στὶς ἀΐδιες μονές, τοὺς δὲ κατακρίτους ρίπτει στὴ γέεννα τοῦ πυρός· ἐνῶ μαρτυρεῖ ὅτι αὐτός εἶναι κύριος καί τῶν ἀγγέλων, τὸν ἑαυτό του τὸν συντάσσει στοὺς ἔσχατους δούλους.

Ἐπειδὴ δὲ τὸ βάπτισμα ὄχι μόνο ἐπίγνωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὑπόσχεσις ἐπιστροφῆς καί θεαρέστων ἔργων, γι’ αὐτό ὁ πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ καί βαπτιστής, ὄχι μόνο ὁδηγοῦσε στὴν ἐπίγνωσι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκήρυττε μετάνοια κι’ ἐπιζητοῦσε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μετριοφροσύνη, τὴν ἀγὰπη, τὴν ἀλήθεια. Δεικνύοντας δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς ἔργα δὲν ὠφελεῖ καθόλου ἡ πρὸς τὸν Θεὸ ὑπόσχεσις, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπέσειε ἀξίνα κι’ ἐπεδείκνυε πυρκαϊά ἄσβεστη κι’ ἔλεγε ὅτι «κάθε δένδρο ποὺ δὲν κάμει καλὸ καρπὸ ἀποκόπτεται καί ρίπτεται στὴ φωτιὰ» .

Ἐκτός ἀπὸ αὐτά ἐξηγήσαμε πρὸς τὴν ἀγάπη σας καὶ τοὺς πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ποὺ ἦλθε νὰ βαπτισθῆ λόγους τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ ἐδίσταζε καί ὑποχωροῦσε καὶ παραιτεῖτο ἀπὸ τὸ ἔργο, κι’ ζητοῦσε μᾶλλον αὐτός νὰ λάβη ἀπὸ ἐκεῖνον τὸ βάπτισμα. Ἀλλ’ ἐπίσης ἐξηγήσαμε καὶ τοῦ Κυρίου τοὺς λόγους πρὸς ἐκεῖνον, ὡς δεσπότη ποὺ προστάσσει δοῦλον, συγχρόνως δὲ καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο σὰν σὲ φίλο καὶ συγγενῆ κατὰ σάρκα καὶ προβάλλει τὶς εὔλογες δικαιολογίες. Καὶ φθάσαμε τότε ὁμιλώντας πρὸς σᾶς ἕως τὸ σημεῖο ὅπου ὁ Ἰωάννης πεισθείς ἄφησε τὸν Κύριο νὰ βαπτισθῆ. Ἀπέμεινε δὲ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό ποὺ ἀναγνώσθηκε τώρα, ὅτι, «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδοὺ τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ ἀμέσως ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό ποὺ ἔλεγε, τοῦτος εἶναι ὁ ἀγαπητὸς Υἱός μου, ποὺ τὸν ἐξέλεξα».

Μέγα καὶ ὑψηλό, ἀδελφοί, εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ συμπεριλαμβάνεται στὰ λίγα τοῦτα λόγια, δυσθεώρητο καὶ δυσερμήνευτο καὶ ὄχι λιγώτερο δυσκατάληπτο· ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶναι ἐξαιρετικὰ σωτήριο, γι’ αὐτό, ἀφοῦ πεισθοῦμε καὶ ἐλπίσωμε σ’ αὐτόν ποὺ προέτρεψε νὰ ἐρευνοῦμε τὶς Γραφές, ἂς ἀνιχνεύσωμε ὅσο εἶναι ἐφικτό τὴ δύναμι τοῦ μυστηρίου. Ὅπως λοιπὸν κατὰ τὴ ἀρχὴ μετὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, «ἂς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί μας», ἀφοῦ ἐπλάσθηκε ἡ φύσιςμας στὸν Ἀδάμ, τὸ ζωαρχικό Πνεῦμα, ἀφοῦ φανερώθηκε κι’ ἐδόθηκε μὲ τὸ ἐμφύσημα πρὸς αὐτόν, συνεφανέρωσε καὶ τὸ τριαδικὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς δημιουργοῦ θεότητος ἐπάνω στὰ ἀλλὰ κτίσματα, τὰ ὁποῖα παράγονταν μὲ μόνο τὸ ρῆμα τοῦ Λόγου καὶ τοῦ λέγοντος Πατρός· ἔτσι τώρα, ποὺ ἀναπλασσόταν στὸν Χριστὸ ἡ φύσις μας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, φανερωθὲν διὰ τῆς πρὸς αὐτόν καθόδου ἀπὸ τὰ ὑπερουράνια, καθὼς βαπτιζόταν στὸν Ἰορδάνη, φανέρωσε τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης καὶ παντουργοῦ Τριάδος, τὸ σωστικὸ γιὰ τὰ λογικὰ κτίσματα.

Γιὰ ποιὸ λόγο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν πλάσσεται καὶ ἀναπλάσσετα ὁ ἄνθρωπος; Ὄχι μόνο διότι εἶναι μόνος ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητής της, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ὁ μόνος κατὰ τὴν εἰκόνα της. Πραγματικὰ τὰ μὲν αἰσθητικὰ καὶ ἄλογα ζῶα ἔχουν μόνο πνεῦμα ζωϊκό, ἀλλὰ κι’ αὐτό μὴ δυνάμενο νὰ ὑφίσταται καθ’ ἑαυτό, στεροῦνται ὅμως τελείως νοῦ καὶ λόγου· τὰ δὲ ἐντελῶς ὑπὲρ τὴν αἴσθησι, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὡς νοεροί καὶ λογικοί, ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ ὄχι καὶ πνεῦμα ζωοποιό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν οὔτε σῶμα ποὺ νὰ ζωοποιῆται ἀπὸ αὐτό. Ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ κατ’ εἰκόνα τῆς τρισυπόστατης φύσεως ἔχει νοῦ καὶ λόγο καὶ πνεῦμα ζωοποιὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ ἔχει καὶ τὸ ζωοποιούμενο σώμα.

Ὅπως λοιπόν, ἀφοῦ φανερώθηκε ἡ ὕψιστη καὶ παντουργὸς Τριὰς τὴ στιγμὴ ποὺ ἀναπλασσόταν ἡ φύσις μας στὸν Ἰορδάνη, σὰν εἶδος ἀρχετύπου τῆς κατὰ τὴν ψυχὴ μας εἰκόνος, οἱ μὲν βαπτίζοντες κατὰ Χριστὸν μετὰ τὸν Χριστὸ βαπτίζουν μὲ τρεῖς καταδύσεις, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μὲ μία κατάδυσι. Κι’ αὐτό ἐπισημαίνοντας ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος λέγει «ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ.

«Καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ χωρὶς νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ ὕδωρ ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ ἀναδυθῆ μόνο, «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Συγκεντρώσατε λοιπὸν τὴ διάνοιά σας, παρακαλῶ ἀδελφοί, καὶ προσέχετε μὲ ἀκρίβεια τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσετε τήν δύναμι τοῦ μυστηρίου τοῦ κατὰ Χριστὸν βαπτίσματος. Διότι ἡ κατάδυσις τοῦ Χριστοῦ στὸ ὕδωρ καί ἡ κάτω ἀπὸ αὐτό τοποθέτησίς του, ὅταν βαπτιζόταν, προϋπεδείκνυε τὴν κατὰβασί του στὸν ἅδη.

Εὐλόγως καὶ συνεπῶς λοιπόν, ὅταν ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀμέσως τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί· ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν κάθοδο στὸν ἅδη, ὅπου ἔγινε γιὰ χάρι μας ὑπόγειος, καθὼς ἐπανερχόταν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄνοιξε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι μόνο τὰ ἔγγεια καὶ τὰ περίγεια, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἀνώτατο οὐρανό, στὸν ὁποῖο ἔπειτα, ὅταν ἀναλήφθηκε σωματικῶς, «εἰσῆλθε πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν». Ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ μυστικοῦ ἄρτου καὶ τοῦ ποτηρίου προϋπέδειξε τὸ σωτήριο πάθος του καὶ ἔπειτα παρέδωκε τὸ μυστήριο τοῦτο στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία, ἔτσι προϋπέδειξε καὶ τὴν κάθοδό του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνὰβασί του ἀπὸ ἐκεῖ μυστικῶς διὰ τοῦ βαπτίσματός του τούτου, καὶ ἔπειτα τὸ παρέδωσε στοὺς πιστοὺς νὰ τὸ τελοῦν γιὰ τὴ σωτηρία. Στὸν ἑαυτὸ του μὲν παρεῖχε ἔτσι τὰ ἐπώδυνα καὶ δύσκολα, σ’ ἐμᾶς δὲ ἐχάριζε τὴν κοινωνία τῶν παθημάτων του εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διὰ τῶν ἀνώδυνων τούτων μέσων καὶ μᾶς καθιστοῦσε κατὰ τὸν ἀπόστολο συμφύτους μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, ὥστε στὸν καιρὸ νὰ μᾶς καταξιώση καὶ τῆς ὑπεσχημένης ἀναστάσεως .

Ἔχοντας δηλαδὴ σὰν ἐμᾶς ψυχὴ καὶ σῶμα, ποὺ ἀνέλαβε ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ χάρι μας, διὰ μὲν τοῦ σώματος ὑπέστη τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφὴ ὑπὲρ ἡμῶν, κι’ ἀνέδειξε τὴν ἔγερσι ἀπὸ τὸν τάφο σὰν δύναμι ἀθανασίας καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, καὶ μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὴν ἀναίμακτη θυσία σὲ ἀνάμνησι τούτων καὶ δι’ αὐτῆς νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· διὰ δὲ τῆς ψυχῆς κατῆλθε στὸν ἅδη καὶ ἐπανῆλθε ἀπὸ αὐτόν, μεταδίδοντας σὲ ὅλους φῶς ἀΐδιο καὶ ζωὴ καὶ γιὰ δεῖγμα τούτου μᾶς παρέδωσε νὰ τελοῦμε τὸ θεῖο βάπτισμα καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ νὰ καρπωνώμαστε τὴ σωτηρία· καὶ μάλιστα νὰ τὴν καρπωνώμαστε μὲ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δύο μυστήρια καὶ μὲ τὰ δύο στοιχεῖα, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μυούμενα καὶ δεχόμενα σπέρματα ἀκήρατης ζωῆς. Πραγματικὰ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά ἐξαρτᾶται ὅλη ἡ σωτηρία μας, ἀφοῦ ὅλη ἡ θεανδρικὴ οἰκονομία στὰ δύο αὐτά συγκεφαλαιώνεται.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί». Δὲν εἶπε ὁ οὐρανός, ἀλλὰ «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», δηλαδὴ ὅλοι, ὅλα τὰ ἐπάνω, γιὰ νὰ μὴ νομίσης, βλέποντας τὰ ἄνω κι’ ἐπάνω ἀπὸ ἐμᾶς ἐπικείμενα, ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ὑπερκείμενο καὶ ἀνώτερο. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐννοήσης καὶ ἐπιγνώσης ὅτι ὑπάρχει μία μόνο φύσις καὶ δεσποτεία ποὺ ἀπὸ τὴν ὑπὲρ τὸν οὐρανό γύρω ἀπειρία φθάνει μέχρι καὶ τῶν μέσων τοῦ σύμπαντος καὶ τῶν ἰδικῶν μας ὁρίων, δηλαδὴ γεμίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ἀφήνει τίποτε ἔξω ἀπὸ ἑαυτὴν καὶ συγκρατεῖ καὶ περιέχει τὰ πάντα σωτηρίως καὶ ὑπερεκτείνεται πέρα ἀπὸ τὰ πάντα, ἀναγνωρίζεται ὅμως ἀπορρήτως σὲ τρεῖς συναφεῖς χαρακτῆρες.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν λοιπὸν οἱ οὐρανοί», γιὰ νὰ δειχθῆ φανερώτατα ὅτι αὐτός εἶναι ποὺ καὶ πρὸ τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει, μᾶλλον δὲ ποὺ εἶναι καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα καὶ εἶναι πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶναι Θεὸς καὶ εἶναι Θεοῦ Λόγος καὶ Υἱός καὶ οὔτε τὸν Πατέρα ἔχει προγενέστερό του καὶ ἔχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ὄνομα τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀπὸ κάθε λόγο. Διότι, ὅταν ὅλα τὰ φαινόμενα μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρὸς στὸν οὐρανό, ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια, ἐσχίσθηκαν καὶ ἦσαν πεταμένα τὰ πρῶτα δίπλα στὰ ἄλλα, μόνο αὐτός παρουσιαζόταν συνημμένος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀφοῦ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύστασι τῶν ὄντων ὑπῆρχε μαζὶ μὲ αὐτούς.

«Τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ὅπως δὲ λέγει ὁ Μάρκος, ἐσχίσθηκαν. Διότι λέγει, «ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ, εἶδε τοὺς οὐρανούς νά σχίζωνται». Πῶς λοιπόν ὁ μὲν ἕνας εἶπε, ἀνοίχθηκαν, ὁ δὲ ἄλλος, ἐσχίσθηκαν; Γιὰ νὰ μὴ διαφύγη τὴν προσοχὴ τῶν συνετῶν ἀκροατῶν ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ μυστηρίου εἶναι διπλή. Πραγματικὰ μὲ τὴν ἔκφρασι ὅτι ἀνοίχθηκαν μᾶς ἔδειξε ὅτι οἱ οὐρανοί ἦσαν κλειστοὶ προηγουμένως λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς μας πρὸς τὸ Θεό. Διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ οὐρανός ἀποκλείσθηκε γιὰ τὸν Ἀδάμ, ὅταν παρήκουσε στὸ Θεὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ αὐτόν ὅτι «γῆ εἶσαι καὶ στὴ γῆ θὰ μεταβῆς». Εὐλόγως λοιπὸν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί στὸν Χριστό, ποὺ παρουσιάσθηκε σὲ ὅλα ὑπήκοος καί, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στὸν Ἴωαννη, ἐξεπλήρωσε ὅλη τὴ δικαιοσύνη καὶ προσφάτως διὰ τοῦ βαπτίσματος. Ἐπειδή δέ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου, «δὲν δίδει μὲ μέτρο τὸ Πνεῦμα ὁ Θεός, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀγαπᾶ τὸν Υἱό καὶ δίδει τὰ πάντα στὸ χέρι του, φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ σάρκα ἔλαβε ὅλη τὴν ἀμέτρητη καὶ ἄπειρη δὺ-ναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Οἱ οὐρανοί ἔδειξαν ἐμπρά κτως ὅτι ὅλη αὐτή ἡ δύναμις καὶ ἐνέργεια τοῦ θείου Πνεύματος εἶναι ἀχώρητος σὲ ὅλα τὰ κτιστά.

Γι’ αὐτό καὶ ὅταν τούτη ἡ δύναμις φαινόταν καὶ ἦταν σὰν νὰ διάβαινε πρὸς τὴν θεοϋπόστατη ἐκείνη σάρκα, αὐτοί μὴ χωρώντας ἐσχίσθηκαν. Καλῶς λοιπὸν διεκήρυξε αὐτός ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Θεό, «οὔτε ὁ οὐρανός δὲν εἶναι καθαρὸς ἐνώπιόν σου», ὡς οὐρανὸ ἐννoώντας τούς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὰ πολυόμματα Χερουβίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὅλη τὴν ἄλλη ὑπερκόσμια φύσι. Εὐλόγως λοιπὸν οὔτε οἱ οὐρανοί, δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι σ’ αὐτόν, εἶναι καθαροὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδή, ἂν καὶ φωτίζεται διαπαντὸς ἀπὸ τὴν ὑψίστη καὶ δεσποτικὴ ἱεραρχία, ὑστεροῦν ὡς πρὸς τὴν ὑπερτέλεια καθαρότητα αὐτῆς. Μόνη δὲ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ φύσις ὡς θεοϋπόστατη καὶ ὁμόθεη διαθέτει καθαρότητα ὑπερτελεία καὶ εἶναι, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, χωρητική κάθε λαμπρότητος καὶ ἀγλαΐας καὶ δυνάμεως καὶ ἐνέργειας τοῦ Θείου Πνεύματος. Ἑπομένως ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί ἀνοίχθηκαν, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ὑποχώρησαν ἐμπρὸς στὴν τοιαύτη κάθοδο τοῦ Θείου Πνεύματος σ’ αὐτόν.

«Ἄφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀνέβηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ ὕδωρ· καὶ ἰδού, τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί»· ὁ δὲ Λουκᾶς λέγει ὅτι εἶχε ἀνοιχθῆ ὁ οὐρανός, ὅταν ἀκόμη προσευχόταν ὁ Χριστός· διότι, λέγει, «ὅταν βαπτίσθηκε καὶ προσευχόταν ὁ Ἰησοῦς, ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός». Πραγματικὰ καὶ βαπτιζόμενος καὶ κατεβαίνοντας καὶ ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὸ ὕδωρ προσευχόταν, διδάσκοντας ἐμπράκτως ὅτι, ὄχι μόνο ὁ ἱερεὺς καὶ λειτουργός τῶν μυστηρίων πρέπει νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ καὶ αὐτός πού δέχεται τό μυστήριο πρέπει νὰ κάμη τοῦτο σὲ κάθε θεία τελετὴ· καὶ ἂν μὲν ὁ λειτουργός εἶναι τελειότερος κατὰ τὴν ἀρετὴ καὶ ἀναπέμπει ἐκτενέστερη εὐχή, δι’ αὐτοῦ ἀνεβαίνει ἡ χάρις πρὸς τὸν ἀποδέκτη τοῦ Μυστηρίου, ἂν δὲ ὁ ἀποδέκτης εἶναι ἀξιώτερος καὶ προσεύχεται ἐκτενέστερα, ὁ θελητής τοῦ ἐλέους (τί ἄφατη χρηστότης κι’ αὐτή!) δὲν ἀρνεῖται νὰ μεταδώση δι’ αὐτοῦ ἀπὸ τὴ χάρι καὶ στὸν λειτουργό· ὅπως καὶ τώρα ἔγινε φανερὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ἰωάννη, πράγμα ποὺ καὶ αὐτός μαρτυρεῖ ὕστερα δημόσια, λέγοντας, «ὅλοι ἐμεῖς ἐλάβαμε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του».

Γιατί ὅμως μόνο στὸν Ἰησοῦ ἀνοίχθηκε ὁ οὐρανός, ὅταν προσευχόταν, σὲ κανένα δὲ ἀπό τούς πρὸ αὐτοῦ; Τί λέγεις; αὐτός ποὺ ἀντιλήφθηκε τή θεανδρικὴ οἰκονομία τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἔμβρυο, καὶ ὄχι μόνο ἐπήδησε μαζί του μὲ ἀγαλλίασι θείου Πνεύματος ἀπὸ τὴν μητρικὴ κοιλιά, ἀλλὰ μετέδιδε χάρι καὶ στὴν κυοφοροῦσα μητέρα του, αὐτός ποὺ μόλις λύθηκε ἀπὸ ἐκεῖ ἔλυσε τὸ πατρικὸ στόμα ποὺ εἶχε δεθῆ γι’ αὐτόν μὲ ἀφωνία κατόπιν προσταγῆς τοῦ ἀγγέλου, τὸ θρέμμα τῆς ἐρήμου, ὁ ὑψηλότερος ἀνάμεσα στὰ γεννήματα τῶν γυναικῶν καὶ ἀξιώτερος τῶν ἀπὸ ἀνέκαθεν προφητῶν, δὲν εἶναι ἱκανός νὰ λύση τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν εἶναι αὐτός ὁ ἱμάς), καὶ θὰ ἦταν ἱκανός ν’ ἀνοίξη τὸν οὐρανό, μᾶλλον δὲ τὰ ὑπερουράνια, κάποιος ἀπό τούς ὑστεροῦντας ἀπέναντι στὴν ἀξία του;

Γιὰ νὰ κατανοήσης δὲ τὸ ὕψος τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τώρα βαπτιζομένου κατὰ σάρκα ἀπέναντι σὲ ὅλους, πρόσεξε κι’ ἐκεῖνο· ὅτι «τοῦ ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί», ἔχει γραφῆ, δείχθηκε δὲ σ’ ἐμᾶς μὲ ἔργα ὅτι ὄχι μόνο οἱ οὐρανοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ κόλπος τοῦ Ὑψίστου Πατρὸς τοῦ ἀνοίχθηκε· διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ φωνὴ ποὺ μαρτυροῦσε τὴν γνησιότητα τῆς υἱότητος . Οἱ δὲ οὐρανοί εἶναι κήρυκες τούτου, ἀφοῦ ἀνοίχθηκαν σὰν παγκόσμια στόματα, καὶ διατρανώνοντας ὄχι μόνο πρὸς τοὺς ἀγγέλους τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἀνθρώπους τὴν ὁμοτιμία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ πρὸς τὸ ἀπὸ αὐτόν προελθόν ἐκπορευτῶς Πνεῦμα, κατὰ τὴν οὐσία καὶ δύναμι καὶ δεσποτεία πρὸς τὸ σύμπαν.

Εὐλόγως λοιπὸν μόνο γι’ αὐτόν ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί ὅταν προσευχόταν ἐπειδὴ καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο, τὸ ὁποῖο πιθανῶς ὑπαινίσσεται τὸν κλεισμένο προηγουμένως γιὰ μᾶς οὐρανό τοῦτον, κατὰ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη, κανένας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση· «κατώρθωσε δέ, λέγει, νὰ τὸ ἀνοίξη καὶ νὰ τὸ διαβάση μόνο ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα». Ποιὸς δὲ εἶναι ὁ Λέων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ποὺ λέγει, «ἀνέβηκες ἀπὸ τὴ φυλή, υἱέ μου, σκύμνος τοῦ λέοντος Ἰούδα· ἀφοῦ ἐξάπλωσες, κοιμήθηκες σὰν λέων καὶ σὰν σκύμνος. Ποιὸς θὰ τὸν ξυπνήση; Δὲν θὰ λείψη ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα καί ἡγεμὼν ἀπό τοὺς μηρούς του, ἕως ὅτου ἔλθη αὐτός στὸν ὁποῖο ἀπόκειται ἡ ἀποστολή· καὶ αὐτός θὰ εἶναι προσδοκία τῶν ἐθνῶν», δηλαδὴ αὐτός ποὺ τώρα ἄνοιξε φανερὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπερουράνια, ποὺ μόνος ἀνέγνωσε τούς ἀπό τούς αἰῶνες καὶ στοὺς αἰῶνες λόγους τῆς προνοίας, τοὺς ἀπόκρυφους στὸν πατρικὸ κόλπο θησαυροὺς τῆς σοφίας, τὰ ἀνεξερεύνητα βάθη καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος.

«Ἀφοῦ βαπτίσθηκε ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἰδοὺ ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί». Βλέπετε ὅτι τὸ ἅγιο βάπτισμα εἶναι πύλη τῶν οὐρανῶν πού εἰσάγει ἐκεῖ τούς βαπτιζομένους; Διότι δὲν εἶπε ἁπλῶς «ἀνοίχθηκαν», ἀλλὰ «ἀνοίχθηκαν γι’ αὐτόν οἱ οὐρανοί»· ὅλα δὲ ὅσα ἔγιναν σ’ αὐτόν, γιὰ μᾶς ἔγιναν. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί, ποὺ ἔχοντας ἀνοικτὲς τὶς πύλες προσμένουν τὴν εἴσοδό μας. Καὶ πρὶν ἀπό τούς ἄλλους μαρτυρεῖ τοῦτο ὁ πρωταγωνιστὴς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες Στέφανος. Ἀφοῦ γονάτισε, προσευχόταν καί ἀτενίζοντας εἶδε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶδε πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ· «διότι ἀτενίζοντας εἶδε τοὺς οὐρανούς ἀνοιγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ στὴ δόξα τοῦ Πατρός», εἶδε ὄχι μόνο ἄρρητη δόξα καὶ τόπο ὑπερουράνιο, ἀλλὰ κι’ αὐτόν τόν ποθούμενο μέσα στὴ δόξα τοῦ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας πρῶτος αὐτός ἀπό τούς μετὰ Χριστὸν εἶδε μακαρίως ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν εἶδε κανεὶς ἀπό τούς πρὸ Χριστοῦ, στὰ ὁποῖα κι’ αὐτά ἀκόμη τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων φοβοῦνται νὰ παρακύψουν. Διότι τὸν εἵλκυσε ὁ ποθούμενος Ἰησοῦς ποθώντας νὰ εἶναι τοῦτος πρῶτος διάκονος στοὺς οὐρανούς καὶ πολὺ προτιμότερος ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, καθὼς καὶ πρῶτος μάρτυρας τῆς ἀθλήσεως. Γιὰ μᾶς λοιπὸν ἀνοίχθηκαν δι’ αὐτοῦ οἱ οὐρανοί κι’ ἐμᾶς καθάρισε διὰ τοῦ Ἑαυτοῦ του διότι δὲν χρειαζόταν ὁ ἴδιος κάθαρσι ἡ ἄνοιγμα.

Καὶ εἶδε ὁ Ἰωάννης, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ λέγη ὕστερα πρὸς τοὺς ἐρωτῶντες, «κι’ ἐγώ εἶδα κι’ ἐμαρτύρησα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»· εἶδε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ καί νά ἔρχεται σ’ αὐτόν . Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῆς περιστερᾶς τὸ εἶδος τὴν καθαρότητα αὐτοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο κατέβηκε· διότι τοῦτο τὸ ζῶο δὲν πετᾶ ἐπάνω ἀπὸ ἀκαθάρτους καὶ δυσώδεις τόπους· συνεπιβεβαιώνει δὲ καὶ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πατρὸς ἀπὸ ἄνω· «καὶ ἰδού», λέγει, δηλαδὴ μαζί μὲ τὸ εἶδος τῆς περιστερᾶς, καὶ «φωνὴ ἀκούεται ἀπό τούς οὐρανούς ποὺ λέγει, τοῦτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, τὸν ὁποῖο ἐξέλεξα» , τοῦτος ποὺ τώρα δεικνύει τὸ Πνεῦμα μου ποὺ κατῆλθε καὶ μένει ἐπάνω του σὰν στὸν συναΐδιον Υἱό μου. Πραγματικὰ ὁ Πατήρ, χρησιμοποιώντας σὰν δάκτυλο τὸ συναΐδιο καὶ ὁμοούσιο καὶ ὑπερουράνιο Πνεῦμα του, φωνάζοντας καὶ δακτυλοδεικτώντας μαζί, ἀπέδειξε δημόσια καὶ ἐκήρυξε σὲ ὅλους ὅτι ὁ βαπτιζόμενος τότε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη εἶναι ὁ ἀγαπητὸς του Υἱός.

Τὸ Πνεῦμα δὲν ἐφάνηκε μόνο σὰν πατρικὸς δάκτυλος μὲ τὸν ὁποῖο δακτυλοδεικτοῦσε, ἀλλὰ κατέβηκε καὶ ἕως αὐτόν τὸν δεικνυόμενο μὲ τὸν πατρικὸ δάκτυλο σὰν γιὰ νὰ τὸν ψεύση, καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διέμεινε ἐπάνω σ’ αὐτὸν διότι, λέγει, «ἐμαρτύρησε ὁ Ἰωάννης ὅτι, εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνη σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό καὶ ἔμεινε ἐπάνω σ’ αὐτόν». Καὶ δὲν ἔμεινε μόνο ἐπάνω σ’ αὐτόν (καὶ μάρτυς εἶναι πάλι ὁ ἴδιος ποὺ λέγει, «ἀπὸ τὸ πλήρωμά του ἐλάβαμε ὅλοι ἐμεῖς»), ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ φανερὰ κάθοδο ἦταν μέσα σ’ αὐτόν ἀφανῶς· τοῦτο ἄλλωστε μαρτυρεῖται καὶ ἀπό τούς ἀσώματους καὶ οὐράνιους ἀγγέλους, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας λέγει πρὸς τὴν γυναῖκα ποὺ τὸν συνελάμβανε μὲ παρθενία «ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπέλθη σὲ σένα», ὁ δὲ ἄλλος πρὸς τὸν Ἰωσήφ γι’ αὐτήν, «ὅτι τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει γεννηθῆ μέσα της προέρχεται ἀπὸ ἅγιο Πνεῦμα».

Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτά δὲν κηρύττονται ὡς ἁπλῆ συνάφεια, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάποια ἀλληλουχία ὑπερφυὴς καὶ διηνεκὴς συγχρόνως, τελεία καὶ ἀσύγχυτη, ἔτσι καὶ αὐτός ἀναδεικνύεται γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς μὲ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα, ποὺ φανερώνεται ὅποτε καὶ ὅπως εὐδόκησε μόνος του, Πατὴρ ὑπερουράνιος, Υἱός ὁμοούσιος, Πνεῦμα ἅγιο ἐκπορευόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καί ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό, ποὺ καὶ τὴν ἕνωσι ἔχει ἀσύγχυτη καὶ τὴ διαίρεσι ἀμέριστη. Διότι δύο εἶναι αὐτοί ποὺ μαρτυροῦν, ὁ δὲ μαρτυρούμενος ἕνας· μαρτυροῦν δὲ καὶ τὴν θεότητά τους καὶ τὴν συμφυΐα μεταξύ τους καὶ τὴ διακρισι· τὴν μὲν θεότητα ἀπὸ τὴν ὑπερβατικὴ δεσποτεία, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐσχίσθηκαν ὅλοι οἱ οὐρανοί συγχρόνως, τὴν δὲ συμφυΐα ἀπὸ τὴν ἄκρα καὶ διηνεκῆ συνάφεια καὶ τὴν συμφωνία, τὴν δὲ διάκρισι διὰ τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς σχέσεως τῶν ὑποστατικῶν ὀνομάτων.

Ἀνεβάζεται μάλιστα καὶ τὸ ἀπό μᾶς πρόσλημμα πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀχωρίστως μαζὶ μὲ τὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὥστε καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησί του οἱ προσκυνητὲς καὶ φωτιστικὲς ὑποστάσεις νὰ εἶναι τρεῖς, στὶς ὁποῖες ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ βαπτιζόμαστε, τὸν μὲν παλαιὸ ἄνθρωπο ἐκδυόμενοι μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, ἐνδυόμενοι δὲ τὸν Χριστό, τὸν νέο Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατέστησε νέα τὴν ἔνοχη φύσι μας, ἀφοῦ τὴν παρέλαβε ἀπὸ παρθενικὰ αἵματα ὅπως εὐδόκησε, καὶ τὴν ἐδικαίωσε δι’ Ἑαυτοῦ καὶ ἔπειτα ὅλους ὅσοι προῆλθαν κατὰ πνεῦμα ἀπὸ αὐτόν τούς ἐλευθέρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν προγονικὴ κατάρα καὶ καταδίκη.

Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ βέβαια ὁ μονογενὴς Υἱός τοῦ Θεοῦ δὲν ἔλαβε ἀπὸ ἐμᾶς ὑπόστασι, ἀλλὰ τὴν φύσι μας τὴν ὁποία ἀνεκαίνισε, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ αὐτήν κατὰ τὴν ἰδικὴ του ὑπόστασι, δὲν μεταδίδει ἀπὸ τὴ χάρι του καὶ στὴν καθεμία ἀπό τίς ὑποστάσεις μας καὶ δὲν λαμβάνει ἀπὸ αὐτόν ὁ καθένας τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων του; Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάμη ἀλλοιῶς αὐτός ποὺ «θέλει νὰ σωθοῦμε ὅλοι», αὐτός ποὺ «ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανούς κατῆλθε» ὑπὲρ ὅλων, καὶ πού, ἀφοῦ μὲ ἔργα καὶ λόγια καὶ παθήματα μᾶς ὑπέδειξε ὁδό σωτηρίας, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς ἀπὸ ὅπου ἕλκει τοὺς πιστούς του; Ἀλλὰ τὴν μὲν φύσι, ποὺ τὴν ἀνακαίνισε ἀφοῦ τὴν προσέλαβε γιὰ μᾶς ἀπό μᾶς, τὴν ἔδειξε ἁγιασμένη καὶ δικαιωμένη, καὶ ὑπήκοο καθ’ ὅλα στὸν Πατέρα, μὲ ὅσα αὐτός ἔπραξε κι’ ἔπαθε κατὰ τὸ θέλημά του ἑνωμένος πρὸς αὐτήν κατὰ τὴν ὑπόστασι· ἀνακαίνισε δὲ τοῦ καθενὸς ἀπό μᾶς ποὺ πιστεύουμε σ’Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴ φύσι, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑπόστασι, καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτημάτων διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, διὰ τῆς μετανοίας ποὺ ἐχάρισε στοὺς πταῖστες, καὶ διὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματός του.

Μὲ τὸ νὰ εἴπη δὲ ὁ Πατὴρ ἀπὸ ἄνω περὶ τοῦ βαπτισθὲντος κατὰ σάρκα «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι», ἔδειξε ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλὰ ποὺ ἐλέχθηκαν πρωτύτερα διὰ τῶν προφητῶν, οἱ νομοθεσίες, οἱ ἐπαγγελίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦσαν ἀτελῆ καὶ δὲν ἐλέχθηκαν οὔτε ἐτελέσθηκαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτου, ἀλλὰ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸν τωρινὸ σκοπὸ καὶ διὰ τοῦ τελεσθέντος τώρα ἐτελειώθηκαν κι’ ἐκεῖνα. Καὶ τί περιορίζομαι στὶς διὰ τῶν προφητῶν νομοθεσίες, τὶς ἐπαγγελίες, τὶς υἱοθεσίες; Διότι καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀρχὴ θεμελίωσις τοῦ κόσμου πρὸς τοῦτον ἔβλεπε, τὸν κάτω μὲν βαπτιζόμενο ὡς υἱό ἀνθρώπου, ἀπὸ ἐπάνω δὲ μαρτυρούμενο ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς μόνο ἀγαπητὸ Υἱό, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος.

Ἑπομένως καὶ ἡ ἐξ ἀρχῆς δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτόν ἔγινε, ἀφοῦ ἐπλάσθηκε κατὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέση κάποτε νὰ χωρέση τὸ ἀρχέτυπο· καὶ ὁ νόμος στὸν παράδεισο γι’ αὐτόν ἐδόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ· διότι δὲν θά τὸν ἔθετε ὁ νομοθέτης, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μείνη ἀπραγματοποίητος διαπαντός. Καὶ τὰ ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν λεχθέντα καὶ τελεσθέντα ὅλα σχεδὸν γι’ αὐτόν ἔγιναν, ἂν δὲν εἴπη κανεὶς καλῶς ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια, οἱ ἀγγελικὲς φύσεις καὶ τάξεις δηλαδὴ καὶ οἱ ἐκεῖ θεσμοθεσίες, πρὸς τοῦτον τὸ σκοπὸ τείνουν ἀπὸ τὴν ἀρχή, δηλαδὴ πρὸς τὴν θεανδρική οἰκονομία, τὴν ὁποία καὶ ὑπηρέτησαν, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος. Διότι εὐδοκία εἶναι τὸ κυριαρχικὸ καὶ ἀγαθὸ καὶ τέλειο θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτός δὲ εἶναι ὁ μόνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἐπαναπαύεται καὶ ἀρέσκεται τελείως ὁ Πατήρ, «ὁ θαυμαστός του σύμβουλος, ὁ ἄγγελος τῆς μεγάλης βουλῆς του», αὐτός ποὺ ἀκούει καὶ ὁμιλεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα του καὶ παρέχει στοὺς εὐπειθεῖς ζωὴ αἰώνια.

Αὐτήν εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς μέσα σ’ αὐτόν τὸν βασιλέα τῶν αἰώνων Χριστό, στὸν Ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις μαζί μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Πηγή : Μητρόπολη Μόρφου

Πάσχα χριστιανῶν εἰδωλολατρῶν. (Γεώργιος Κ. Τζανάκης)

Πάσχα χριστιανῶν εἰδωλολατρῶν.

Γεώργιος Κ. Τζανάκης

.Μ. Δευτέρα. 10 Ἀπριλίου 2023.

Ἐπειδὴ ζοῦμε σὲ ἐποχὴ ἀπολύτου ἐκτραχηλισμοῦ, ἀποστασίας καὶ σχιζοφρένειας μᾶς κάνει καλὸ, πιστεύω, νὰ ἀκοῦμε τί λέγεται στὶς ἀκολουθίες καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ κατανοήσουμε τὸ πνεῦμα τῶν πατέρων ποὺ μᾶς παρέδωσαν αὐτὲς τὶς θεσπέσιες συνθέσεις.

Γιὰ τὰ ὑψηλά θὰ ὁμιλήσουν καὶ θὰ ἀσχοληθοῦν αὐτοί ποὺ τὰ ζοῦνε. Ἐγὼ θὰ προσπαθήσω νὰ πῶ δυὸ κουβέντες γιὰ τὰ χαμηλά, τὰ γήϊνα. Αὐτὰ ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ ταλαιπωροῦμε καὶ ἐμεῖς τοὺς ἄλλους.

Δυὸ λόγια γιὰ τὴν κατάχρησι ἐξουσίας, ποὺ μαστίζει ὅλον τὸν κόσμο, ὅπως ὅλοι τὸ ζοῦμε καὶ τὸ βλέπουμε, καὶ πιὸ συγκεκριμένα γιὰ τὸν χῶρο τὸν λεγόμενο «τῆς Ἐκκλησίας».

Λέγεται στὸν ὄρθρο τῆς Μ. Δευτέρας: «Τὸ νὰ ἐξουσιάζετε τοὺς ἀδελφούς σας, τοὺς ὁμογενεῖς, σᾶς ξαναγυρίζει πίσω στὴν τάξι τῶν εἰδολολατρῶν. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ δικός μου κλῆρος, ἡ αὐθαίρετη γνώμη εἶναι τυραννία. Ὅποιος ἀνάμεσά σας θέλει νὰ εἶναι πρόκριτος ἄς εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἀναγνωρίζοντες ὅτι εἶμαι ὁ Κύριος νὰ μὲ ὑμνῇτε καὶ νὰ μὲ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

«Τάξεως ἔμπαλιν ὑμῖν, ἐθνικῆς ἔστω τὸ κράτος ὁμογενῶν· οὐ κλῆρος γὰρ ἐμός, τυραννὶς δὲ γνώμῃ αὐθαίρετος· ὁ οὖν πρόκριτος ἐν ὑμῖν εἶναι θέλων, τῶν ἄλλων ἔστω πάντων ἐσχατώτερος· καὶ Κύριον γινώσκοντές με ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». Ὄρθρος Μ. Δευτέρας Ὡδῇ θ΄

Σκεφτεῖτε ὅτι τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων, (καὶ τὸ πρωΐ τῆς Μ. Δευτέρας) ὅταν ἀκουγόταν αὐτὸ τὸ τροπάριο στοὺς ἐπισκοπικοὺς θρόνους  βρίσκονταν ἀρχιερεῖς, (ὅπως … ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως, ὁ Βόλου, ὁ Ἄργους, ὁ Δωδώνης, ὁ Περιστερίου, ὁ Λαρίσης (ἀναφέρω αὐτοὺς ἐνδεικτικά, διότι ἡ αὐθαιρεσία τους καὶ ἡ τυραννική τους συμπεριφορά ἔχει φτάσει στὰ πέρατα τῆς χώρας καὶ τῆς οἰκουμένης, κατὰ περίπτωσιν), καὶ στοὺς ναοὺς ἱερουργοῦσαν ἱερεῖς ποὺ κυνήγησαν, ἐδίωξαν, καὶ ἐκβίασαν, ποιούς; Τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς, τοὺς ἐλαχίστους ἀνθρώπους. Τοὺς ταλαίπωρους, τοὺς βασανισμένους ἀπὸ τοὺς ἀδίστακτους ἐξουσιαστὲς ποὺ λυμαίνονται τὸν κόσμο καὶ εἰδικά τὴν χῶρα μας. Τοὺς ἐλαχιστοτέρους, ποὺ λέγεται πάλι στὸν ὄρθρο τῆς ἴδιας μέρας:  Μὴν γίνεστε ἴδιοι μὲ τοὺς εἰδολωλάτρες στὸ νὰ κατεξουσιάζετε τοὺς ἐλαχιστοτέρους.

«Μὴ ὁμοιοῦσθε τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες, εἰς τὸ κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων· οὐχ οὕτω γὰρ ἔσται ὑμῖν τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς» (Ὄρθρος Μ. Δευτέρας Ἀπόστιχα)

Φαντάζεστε τὴν τραγικότητα τῆς εἰκόνας; Μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ λέει ὅτι ἄν κατεξουσιάζετε τοὺς ἀδελφούς σας δὲν εἶστε μαθητές μου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔτσι σ᾿ ἐσᾶς, στοὺς δικούς μου μαθητές. «Οὐχ οὕτω γὰρ ἔσται ὑμῖν τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς». Δὲν μπορεῖ νὰ εἶστε κληρικοί μου, κληρονομιά μου. «Οὐ κλῆρος γὰρ ἐμός». Αὐτὰ λέει ὁ Χριστὸς καὶ ὁ τύραννος ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεῦς -ὁ κλῆρος, ἡ κληρονομία τοῦ Κυρίου -ποὺ κατὰ τὰ λόγια του δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικός του κλῆρος ἀφοὺ ἐνεργεῖ ἐξουσιαστικῶς- τὰ ἀκοῦν καὶ … εὐλογοῦν τὸν λαό πού … ἔχει ὑποστεῖ καὶ ὑφίσταται τὴν τυραννία τους!!! Δὲν εἶναι τραγικό; Ἀντιλαμβάνονται ἄραγε τί λέγεται ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐκείνη τὴ στιγμή; Τί νὰ πῶ. Τ᾿ ἀκοῦς καὶ σοὔρχεται να κλάψῃς. Βλέπεις τὴν κατάστασί μας καὶ σοὔρχεται νὰ χτυπήσῃς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, ποὺ λέει ὁ λόγος.

Μποροῦν νὰ εἶναι κληρικοί τοῦ ταπεινοῦ οἱ ἐπηρμένοι καὶ οἱ σκληροκάρδιοι; Ὄχι βέβαια. Τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Τί εἶναι τότε; Τύραννοι εἶναι. Εἰδωλολάτρες ποὺ παριστάνουν τοὺς χριστιανούς. Ἔχουν ξαναγυρίσει στὴν τάξι τῶν εἰδωλολατρῶν, τῶν ἐθνικῶν. «Τάξεως ἔμπαλιν ἐθνικῆς» Ἔβαλαν ράσα, μίτρες, σταυροὺς καὶ τυραννοῦν τὸν κόσμο. Σαφῶς καὶ δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ παραπάνω.

Ἄν φαίνεται βαρὺς ὁ λόγος ἄς ξανακούσουν καὶ ἄς ξαναδιαβάσουν ὅσο θέλουν τὰ παραπάνω ποὺ παραθέσαμε. Αὐτὰ λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἔφτιαξαν αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες. Καὶ φυσικὰ καὶ αὐτοὶ δὲν λένε κάτι αὐθαίρετο ἤ ἐπειδὴ ἔτσι τοὺς φαίνεται. Τὰ λέει τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε. Χρειάζεται νὰ τὰ ὑπενθυμήσουμε; Χρειάζεται. Διότι οὔτε αὐτοὶ ποὺ διαπράττουν αὐτὲς τὶς ἀσχήμιες καὶ τὰ ἐγκλήματα φαίνεται νὰ ἀντιλαμβάνονται τί κάνουν, οὔτε ὁ λαὸς ὁ ὁποῖος τὰ ἀνέχεται σιωπηρὰ καὶ μὲ ἀπάθεια φαίνεται νὰ νοιώθει τὸ δικό του λάθος καὶ τὴ δική του εὐθύνη.

«Οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· 26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν». ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ (κβ΄24-26) ορθρ Μ. Πεμπτ.

«Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος»· ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ( ι΄ 42-45)

«Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 26 οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 27 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· 28 ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν». ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (κ΄20-28)

Καὶ στὸ κατὰ Λουκάν, καὶ στὸ κατὰ Μάρκον, καὶ στὸ κατὰ Ματθαῖον λέγονται ἀκριβῶς τὰ ἴδια λόγια καὶ μάλιστα απὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Οἱ «βασιλεῖς», «οἱ ἐξουσιάζοντες»  «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν», «οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν» τί κάνουν; «Κατεξουσιάζουν», «κατακυριεύουν», «δυναστεύουν» τυραννοῦν. Καὶ δίνει ἐντολή: «Ὑμεῖς δὲ οὐχ οὔτως»,  «οὐχ οὕτω ἔσται ἐν ὑμῖν». Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔτσι σὲ σᾶς. Ἄν τὸ κάνετε αὐτὸ ξαναγυρίσατε στὴν εἰδωλολατρεία. Γίνεστε ἴδιοι μὲ τοὺς δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν. Τῶν ἐθνῶν. Τῶν εἰδωλολατρῶν. Κατανοητό;

Καὶ καλά. Γιὰ τὴν μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου [1] ὑπῆρχε ἡ δικαιολογία ποὺ ἀναφέρει ὁ ὑμνωδός: Δὲν ἔφτανε, δὲν ἦταν ἀρκετὴ, δὲν ἐξαρκοῦσε νὰ κατανοήσῃ τὸ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς Θείας οἰκονομίας:

«Κύριε, πρὸς τὸ μυστήριον τὸ ἀπόρρητον τῆς σῆς οἰκονομίας, οὐκ ἐξαρκοῦσα ἡ τῶν ἐκ Ζεβεδαίου μήτηρ, ᾐτεῖτό σε προσκαίρου βασιλείας τιμήν, τοῖς ἑαυτῆς δωρήσασθαι τέκνοις»· (Ὄρθρος Μ. Δευτέρας Ἀπόστιχα)

Αὐτὰ τὰ γεγονότα συνέβαιναν πρὶν τὴν ἔλευσι τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὁπότε ὅλοι, καὶ οἱ μαθητὲς καὶ οἱ ὑπόλοιποι δὲν ἐπαρκοῦσαν πρὸς τὸ ἀπὸρρητον μυστήριον τῆς οἰκονομίας.

Σήμερα οἱ αὐθαίρετοι τύραννοι, ποὺ ἔχουν ἐπιβεῖ τῆς ἐκκλησίας, ποιὰ δικαιολογία ἔχουν; (Καὶ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι ὁμοίως, γιὰ ὅσα μᾶς ἀναλογοῦν). Γιὰ τοὺς ἱερεῖς ἱσχύει ὅτι εἶναι διάκονοι τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ξέρουν, νὰ μὴν ἐπαρκοῦν στοιχειωδῶς. Τὸ ἴδιο καὶ μεῖς οἱ νωθροὶ «χριστιανοὶ» «δὲν σκᾶμε πολὺ γιὰ τὴν ὥρα», ὅπως καὶ ὁ Πατριάρχης μας ποὺ δημιουργεῖ σχίσματα ἐπὶ σχισμάτων καὶ ματοκυλίζει τὸν κόσμο δηλώνοντας αὐτάρεσκα «σκασίλα μου». Μακάρι νὰ βρῇ καιρὸ μετανοίας διότι τὸν δοῦλο ἐκεῖνο ποὺ χτυποῦσε τοὺς συνδούλους του καὶ ἔτρωγε καὶ ἔπινε μὲ τοὺς μεθυσμένους (ἀπὸ τὴν ἐξουσία) «θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριός του ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένει καὶ θὰ τὸν διχοτομήσῃ»

«49 καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, 50 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, 51 καὶ διχοτομήσει αὐτόν» ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (κδ΄49-51)

Καὶ γιὰ μᾶς φυσικὰ ἰσχύουν τὰ ἴδια. Δὲν εἴμαστε καλύτεροι τοῦ Βαρθολομαίου. Αὐτὸς ἐνεργεῖ τὸ κακὸ, ἐμεῖς παθητικὰ τὸ ἀνεχόμεθα. Ὁπότε δὲν φτάνει νὰ γοητευόμεθα ἀπὸ τὰ θαυμάσια μελωδήματα Τὸν νυμφῶνα σου βλέπω καὶ Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται… Καλύτερα θὰ εἶναι νὰ νοιαστοῦμε νὰ βρεθοῦμε γρηγοροῦντες καὶ ὄχι ραθυμοῦντες (μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα) ὥστε νὰ ἔχουμε ἔνδυμα (καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ) ἵνα εἰσέλθωμεν στὸν νυμφώνα τοῦ Κυρίου.

Καλή Μεγάλη ἐβδομάδα.


[1] «20 Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ᾿ αὐτοῦ. 21 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. 22 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν, ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; λέγουσιν αὐτῷ· δυνάμεθα. 23 καὶ λέγει αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. 24 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν. 25 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 26 οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 27 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· 28 ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».Κατὰ Ματθαῖον κ΄20-28

«Πῶς ἐπιδείξῃ διὰ τῶν ἔργων τὴν πίστιν; Ἐὰν καταφρονῇς θανάτου.» (Ι. Λίτινας)

πίστιν

 

Εσχάτως τέθηκε το ερώτημα:

«Γιατί είναι αμαρτία το να φοράμε μάσκα μέσα στο ναό και δεν είναι αμαρτία το να φορέσουμε μία ζακέτα στην Εκκλησία, για να προφυλαχθούμε από το κρύο;»

Πάνω σε αυτό το προβληματισμό θα θέλαμε να καταθέσουμε κάποιες ταπεινές σκέψεις.

 Η χρήση μάσκας μέσα στο ναό και μάλιστα κατά την τέλεση και συμμετοχή στην κοινή λατρεία, με πρόσχημα την προφύλαξη από τον κορονοϊό, ως πρωτοφανής στη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας με πείρα πολύ φονικότερων ιών, συνιστά σαφέστατη εισαγωγή καινοτομίας που αθετεί την εκκλησιαστική παράδοση κατά την οποία η προσευχή και η λατρεία τελείται με ακάλυπτο πρόσωπο.

Κάθε καινοτομία όμως και αθέτηση της Ι.Παραδόσεως καταδικάζεται από την Z’ Οικουμενική Σύνοδο με βαρύτατες τιμωρίες στους επινοούντας και εφαρμόζοντας αυτές κληρικούς με καθαίρεση, στους λαϊκούς και μοναχούς δε με αφορισμό.[1]

Η ζακέτα και το πανωφόρι ως ενδύματα για την προφύλαξη από το ψύχος και την κάλυψη της γύμνιας μέσα στο ναό, δεν συνιστά καμία καινοτομία. Δεν εμποδίζει τον ασπασμό των αγίων εικόνων, των ιερών λειψάνων και της χειρός του ιερέως όπως συμβαίνει με τη χρήση μάσκας, δεν παραβιάζει κάποια εντολή, δεν καθιστά τον χρήστη τους ασεβή και δεν αθετεί καμία παράδοση.  Δεν αντιβαίνει επίσης σε καμία θεολογική αναφορά, συμβολισμό και διδασκαλία όπως δυστυχώς συμβαίνει με τη χρήση μάσκας. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η χρήση πανωφορίου προτρέπεται και ευαγγελικώς, όταν διδάσκεται η ολιγάρκεια : «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Τιμ.Α’ 6,8).

 Η προφύλαξη από το ψύχος δεν έχει καμία απολύτως ομοιότητα με τη προφύλαξη από τον κορωνοϊό στο ναό ένεκεν φόβου θανάτου ή φιλοζωΐας ή πειθαρχίας σε ανθρώπινα προστάγματα «ειδικών», αιτίες που ο Χριστός και οι Πατέρες καταδικάζουν απερίφραστα.

 Λέει ο ιερός Χρυσόστομος:

«Ζῶντες μὲν γὰρ, καὶ ψύχους ἕνεκεν καὶ εὐσχημοσύνης, δεόμεθα τῆς τῶν ἱματίων περιβολῆς» (PG 59,466).

Εφ’ όσον ζούμε χρειαζόμαστε τα ρούχα λόγω του ψύχους και για λόγους ευσχημοσύνης.

Για το φόβο του θανάτου όμως, (βλ.κορωνοϊού), ο ίδιος Άγιος μας νουθετεί να τον καταφρονούμε καθώς αυτό αποτελεί έμπρακτη ένδειξη απέναντι στο Χριστό ότι είμαστε αληθινοί χριστιανοί και πιστεύουμε σ’ Εκείνον. Αυτή η καταφρόνηση του θανάτου μας ξεχωρίζει από τους απίστους. Ποία συγχώρεση θα έχουμε, αν φοβόμαστε το θάνατο όπως οι άπιστοι, ενώ έχουμε λάβει την ελπίδα της αναστάσεως;

«Εἰ Χριστιανὸς εἶ, πίστευε τῷ Χριστῷ· εἰ πιστεύεις τῷ

Χριστῷ, διὰ τῶν ἔργων ἐπίδειξόν μοι τὴν πίστιν.

Πῶς δὲ ἐπιδείξῃ διὰ τῶν ἔργων τὴν πίστιν; Ἐὰν καταφρονῇς θανάτου.

Καὶ γὰρ καὶ ταύτῃ διεστήκαμεν τῶν ἀπίστων.

Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ καλῶς φοβοῦνται  τὸν θάνατον,

ἀναστάσεως γὰρ  ἐλπίδα οὐκ ἔχουσι· σὺ δὲ ὁ πρὸς βελτίονα

ὁδεύων ὁδὸν, καὶ περὶ τῆς ἐλπίδος τῆς ἐκεῖ φιλοσοφεῖν

ἔχων, ποίαν ἂν ἔχοις συγγνώμην, περὶ ἀναστάσεως μὲν θαῤῥῶν,  

ὁμοίως δὲ τοῖς ἀπιστοῦσι  τῇ ἀναστάσει τὸν θάνατον δεδοικώς;» (PG 49,71)

Ποία καταφρόνηση του θανάτου επιδεικνύεται άραγε ενώπιον του Χριστού, όταν μέσα στο χώρο που κατοικεί και μας προσφέρεται Αυτός, η όντως Ζωή, εμείς φοράμε μάσκα από φόβο μην μολυνθούμε; Είναι δυνατόν να βλέπαμε ποτέ με τα σωματικά μας μάτια τον Χριστό μέσα στον Οίκο Του, να στεκόμαστε δίπλα Του και εμείς να φοράμε μάσκα δήθεν για προφύλαξη από τον κορωνοϊό; Ταπεινώς φρονούμε ότι και ένας άπιστος ακόμα, μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα με τις μυριάδες αγγέλων , Αγίων, την Παναγία και το Χριστό ενώπιόν του και γύρω του μέσα στη Θεία Λειτουργία, θα πέταγε τη μάσκα και θα γινόταν θερμός πιστός. Φαίνεται όμως πως έχουμε τυφλωθεί και δεν βλέπουμε παρά μόνο με τα σωματικά μάτια. Τον Χριστό παρόντα δεν Τον βλέπουμε για να σταθούμε μετά δέους μπροστά Του, «πάσαν την βιωτικήν αποθέμενοι μέριμναν», ενώ τον επίσης αόρατο κορωνοϊό τον «βλέπουμε» μέσα στο ναό, τον τρέμουμε, θεωρούμε σχεδόν βεβαία την παρουσία του και λαμβάνουμε κάθε προστατευτικό μέτρο!  Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος:

«εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ιω.9,39)

Και πάλι διδάσκει ο χρυσορρήμων Άγιος, πως ο Θεός θέλει να μη λυπούμεθα το σώμα μας. Ό,τι κακό κι αν μας κάνουν. Διότι αυτό σημαίνει το «απαρνησάσθω εαυτόν». Να  εκδίδουμε εαυτούς σε κινδύνους , σε αγώνες για τον Χριστό και σαν εκεί που πάσχει κάποιος άλλος. Και δεν είπε «αρνησάσθω»  αλλά «απαρνησάσθω» για να φανερώσει την υπερβολή του πράγματος. Και αράτω τον σταυρόν αυτού. Είδες πως εξόπλισε ο Βασιλεύς των Ουρανών τον ακόλουθο στρατιώτη Του; Δεν μας έδωσε -συνεχίζει-  ούτε θυρεό, ούτε κράνος, (ούτε μάσκα θα προσθέταμε), ούτε τόξο, ούτε ασπίδα για το σώμα, και τις κνήμες, αλλά αυτό που είναι πολύ ισχυρότερο: Την ασφάλεια που δίδει ο σταυρός! Το σύμβολο της νίκης κατά των δαιμόνων . Αυτό το σύμβολο είναι μάχαιρα, ασπίδα, θώρακας που προστατεύει το σώμα, κράνος, κνημίδα που προστατεύει τα πόδια ,  φρούριο ασφαλὲς, λιμάνι, καταφυγὴ, στεφάνι νίκης, ἔπαθλο, ο θησαυρὸς πάντων των αγαθών των τωρινών και των μελλοντικών:

«Οὕτω τοίνυν βούλεται τοῦ σώματος ἀφειδεῖν τοῦ ἡμετέρου ὁ Θεὸς, ἵνα κἂν μαστίζωσιν ἡμᾶς δι’ αὐτόν τινες, κἂν κολάζωσι, κἂν ἐλαύνωσι, κἂν ἄλλο τι ποιῶσι, μὴ φειδώμεθα. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἀρνήσασθαι· τουτέστι, μηδὲν ἐχέτω πρὸς ἑαυτὸν, ἀλλ’ ἐκδιδότω ἑαυτὸν τοῖς κινδύνοις, τοῖς ἀγῶσι, καὶ ὡς ἑτέρου πάσχοντος, οὕτω διακείσθω. Καὶ οὐκ εἶπεν, ἀρνησάσθω ἑαυτὸν, ἀλλ’, Ἀπαρνησάσθω, μικρᾷ ταύτῃ προσθήκῃ πολλὴν ἐμφαίνων τὴν ὑπερβολήν. Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. Εἶδες πῶς καθώπλισε τὸν ἑπόμενον αὐτῷ στρατιώτην ὁ τῶν οὐρανῶν βασιλεύς; Οὐ θυρεὸν ἔδωκεν, οὐ κράνος, οὐ τόξον, οὐ θώρακα, οὐ κνημῖδα, οὐκ ἄλλο τι τῶν  τοιούτων οὐδὲν, ἀλλ’ ὃ πάντων τούτων ἐστὶν ἰσχυρότερον, τὴν ἀσφάλειαν τὴν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, τὸ σύμβολον τῆς κατὰ τῶν δαιμόνων νίκης. Τοῦτο μάχαιρα, τοῦτο ἀσπὶς, τοῦτο θώραξ, τοῦτο κράνος, τοῦτο κνημὶς, τοῦτο φρούριον ἀσφαλὲς, τοῦτο λιμὴν, τοῦτο καταφυγὴ, τοῦτο στέφανος, τοῦτο ἔπαθλον, τοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων θησαυρὸς, καὶ τῶν νῦν καὶ τῶν ἐσομένων ποτέ.»  (PG 52,837-8)

Ποιος φόβος λοιπόν και ποιος κίνδυνος μπορεί να σταθεί κάνοντας το σημείο του σταυρού που μας χάρισε ο Κύριός μας;

«Δείτε πόσα κατόρθωσε ο Σταυρός Μου», μας λέει ο Χριστός, «κάνετε τα ίδια και θα κατορθώσετε αυτά που επιθυμείτε.» Και τι σημαίνει το «αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι;» Μήπως το να βαστάζουμε ο καθένας μας το ξύλο; Οχι, σε καμία περίπτωση. Ἀλλά πρὸς τοὺς κινδύνους να είμαστε παρατεταγμένοι, ἕτοιμοι καθημερινώς προς σφαγὴν καὶ θάνατον , μη προσδοκώντας ότι η ζωή μας θα διαρκέσει μέχρι το εσπέρας:

«Καθάπερ γάρ τις ὅπλον ἰσχυρὸν λαβὼν, καὶ τοῖς αὑτοῦ δίδωσι στρατιώταις,

οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Ἴδετε, φησὶ, τὸν ἐμὸν σταυρὸν ὅσα ἤνυσε·

ποιήσατε καὶ ὑμεῖς τοιαῦτα, καὶ ἀνύσατε τοιαῦτα ὅσα βούλεσθε.

Καίτοι γε καὶ ἀλλαχοῦ καὶ μείζονα τούτων ἐπηγγείλατο λέγων·

Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ

μείζονα τούτων ποιήσει. Τί δέ ἐστιν αὐτὸ τὸ ῥητὸν,   

τὸ, Ἀράτω τὸν σταυρὸν αὑτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω

μοι; Ἆρα ἵνα τὸ ξύλον βαστάζωμεν ἕκαστος; Οὐδαμῶς· ποία γὰρ ἀρετὴ τοῦτο;

Ἀλλ’ ἵνα πρὸς τοὺς κινδύνους ὦμεν παρατεταγμένοι, τὸ αἷμα ἡμῶν ἐν

ταῖς ψυχαῖς περιφέροντες, πρὸς σφαγὴν καὶ θάνατον 

ἕτοιμοι καθημερινὸν, οὕτως ἅπαντα πράττοντες, ὡς

μηδέπω προσδοκᾷν μέχρι τῆς ἑσπέρας τὴν ἡμετέραν

διαρκέσαι ζωὴν, ὡς ἀποθανούμενοι πάντως.» (PG 52,838)

Και τι θέλει να σου πει με την προσταγή «Αράτω» ; Ότι έτσι πρέπει να είσαι πρόθυμος ακόμα και να σε σφάξουν και σταυρώσουν, λέγει ο Άγιος, όπως εκείνος που βαστάζει τον σταυρό του επὶ των ώμων· τόσο κοντά πρέπει να θεωρείς ότι βρίσκεσαι στο θάνατο. Μπροστά σε έναν τέτοιο πιστό άπαντες καταπλήττονται· κανένας άλλος δεν προκαλεί τόσο φόβο, ούτε και οι εξοπλισμένοι με μύρια όπλα ανθρώπινα, όσον αυτός που είναι ελεύθερος από το φόβο του θανάτου. Τίποτα άλλο δεν καταφέρνει να διώξει το θάνατο, όσο το να τον καταφρονείς. Και αυτό βεβαίως όταν ακολουθώντας τον Χριστό, ασκείς την αρετή, είσαι επιεικής, σώφρων και ταπεινός. Είδες του σταυρού τη βοήθεια και πόσα πολλά έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει ακόμα και σε μας τους δούλους; Αυτό το φρόνημα έκανε τον Πέτρο κορυφαίο και τον Παύλο τόσο μεγάλο λέγοντα:  «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις, ἢ στενοχωρία, ἢ κίνδυνος, ἢ μάχαιρα;» Αυτό το φρόνημα και τους νηστεύοντας όχι μόνο έναντι των τροφών κατέστησε ανδρείους, αλλά και έναντι των παθών»:

«Τί δέ ἐστιν, Ἀράτω; Οὕτως ἔστω

πρόθυμος εἰς τὸ σφαγιασθῆναι καὶ σταυρωθῆναι, φη-

σὶν, ὡς ἐκεῖνος ὁ βαστάζων ἐπὶ τῶν ὤμων· οὕτως ἐγ-

γὺς εἶναι νομιζέτω τοῦ θανάτου. Τὸν τοιοῦτον ἅπαν-

τες καταπλήττονται· οὐ γὰρ οὕτω δεδοίκαμεν τοὺς

μυρίοις πεφραγμένους ὅπλοις ἀνθρωπίνοις, καὶ ἐπὶ

ἀνδρείᾳ τοσαύτῃ τετειχισμένους, ὡς τοῦτον ἐπ’ ἐλευ-

θερίᾳ. Οὐδὲν γὰρ οὕτω ποιεῖ θάνατον ἐκφυγεῖν, ὡς τὸ

καταφρονεῖν θανάτου. Ἵνα δὲ μηδεὶς νομίσῃ τοῦτο

μόνον ἀρκεῖν, τὸ πρὸς θάνατον ἑτοίμους εἶναι (εἰσὶ

γὰρ καὶ λῃσταὶ καὶ γόητες τοιοῦτοι καὶ μιαιφόνοι

πάντες), διὰ τοῦτο προσέθηκε· Καὶ ἀκολουθείτω μοι.

Οὐ τὸν ἀνδρεῖον ζητῶ, φησὶ, μόνον, οὐδὲ τὸν ἀκα-

τάπληκτον πρὸς τὴν τελευτὴν τοῦ βίου, ἀλλὰ τὸν

ἐπιεικῆ καὶ σώφρονα καὶ μέτριον, καὶ πάσης γέμοντα

ἀρετῆς. Εἶδες σταυροῦ διακονίαν οὐκ ἐπὶ τοῦ Δεσπό-

του μόνου, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν δούλων τοσαῦτα ἰσχύου-

σαν; Τοῦτο Πέτρον κορυφαῖον εἰργάσατο· τοῦτο

Παῦλον τοσοῦτον ἐποίησε. Διὸ καὶ ἔλεγε·

Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;

θλίψις, ἢ στενοχωρία, ἢ κίνδυνος, ἢ μάχαιρα; Τοῦτο καὶ

τοὺς νηστεύοντας οὐχὶ βρωμάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ

παθῶν ἀνδρείους ἀπειργάσατο». (PG 52,838

Η μάσκα επιπλέον, ως άθεσμη καινοτομία, αντιτίθεται στην προσδοκία του πιστού να δέχεται, αντικατοπτρίζει και ακτινοβολεί τη δόξα του Κυρίου κατά τη λατρεία και που συμβολικώς εφαρμόζει μέσα στο ναό έχοντας ακάλυπτο το πρόσωπο, υπήκοος στο ευαγγελικό πρόσταγμα :

» ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος.» (Κορ.Β’ 3,18).

«Αντιλαμβάνεσαι ότι έτσι, με υγιές βλέμμα και ακάλυπτο πρόσωπο αντικατοπτρίζουμε τη δόξα του Θεού;» ρωτά ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας:

 «Συνίης ὅτι καλοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα;» (PG 69,233)

Ο Μωυσής όταν διελέγετο προς τους Ιουδαίους εκάλυπτε το πρόσωπό του. Όταν όμως έστρεφε προς το Θεό το αφαιρούσε, ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος. Αυτό ήταν τύπος του μέλλοντος που δήλωνε πως επιστρέφοντας στο Θεό θα δούμε γυμνό το πρόσωπό Του:

«Καὶ γὰρ ὅτε Ἰουδαίοις διελέγετο Μωϋσῆς, ἐκάλυπτεν αὐτοῦ τὸ πρόσωπον.

ὅτε δὲ πρὸς τὸν Θεὸν ἐπέστρεφεν, ἀποκεκαλυμμένον ἦν.

Τοῦτο δὲ τύπος ἦν τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ὅτι ὅταν  

ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον, τότε ὀψόμεθα τὴν δόξαν

τοῦ νόμου, καὶ γυμνὸν τὸ πρόσωπον τοῦ νομοθέτου» (PG 61,447).

«Πῶς ἐπιδείξῃ διὰ τῶν ἔργων τὴν πίστιν; Ἐὰν καταφρονῇς θανάτου.» (Ι. Λίτινας)

Στην προσδοκία του πιστού να υπαντήσει τον Νικητή του θανάτου Χριστό, να του ανοιχτεί ο Νυμφώνας, και να γευθεί την ωραιότητα Του, ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός συγκαταλέγει και την θέα της δόξης του Κυρίου με ακάλυπτο πρόσωπο:

«φαιδραῖς ταῖς λαμπάσι τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου, τῷ ἀθανάτῳ

νυμφίῳ λαμπρῶς ὑπαντήσομεν, καὶ ὁ νυμφὼν   

ἡμᾶς ὁ ἄχραντος ὑποδέξεται, καὶ ἀνακεκαλυμμένῳ

προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτισόμεθα, καὶ τῆς

αὐτοῦ κατατρυφήσομεν ὡραιότητος» (PG 96,644).

 Γι’ αυτό το θεολογικό λόγο οι Άγιοι εικονίζονται καλυμμένοι σε όλο το σώμα, εκτός απ’το πρόσωπο. Γι’ αυτό το λόγο και δε φόρεσαν ποτέ κάλυμμα επί προσώπου εν ώρα λατρείας. Έτσι δηλώνεται ο εσχατολογικός προορισμός των πιστών:

«Βλέπομεν ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ὡς ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον.» (Κορ.Α’ 13,12)

Οι άγιοι, φορούσαν τα απαραίτητα ενδύματα για προφύλαξη από το κρύο. Δεν εφόρεσαν ποτέ όμως μάσκα  μέσα στους ιερούς ναούς δήθεν για να προφυλαχθούν από επιδημία.

Ποτέ και κανένας δεν εδίδαξε  είτε με λόγο, είτε με πράξη να πράττουμε κάτι τέτοιο όταν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Και όχι μόνο οι Άγιοι Πατέρες δεν εδίδαξαν έτσι, αλλά ούτε κι αυτοί οι ευλαβείς παππούδες και γιαγιάδες μας, που προσέτρεχαν έτι περισσότερο στους ναούς «ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ» εν μέσω πανδημιών για να παρακαλέσουν την Παναγία και τους Αγίους να φέρουν τη λύτρωση, τελώντας πυκνές ακολουθίες και λιτανείες. Και η λύτρωση ερχόταν. Σήμερα όμως καταφεύγουμε περισσότερο στις μάσκες και στο εμβόλιο παρά στο ναό και στις μεσιτείες των Αγίων.

Εντούτοις έχουμε διδασκαλίες Πατέρων που μας νουθετούν να μην αντιμετωπίζουμε τους ιερούς ναούς όπως τους άλλους χώρους. Που μας υπενθυμίζουν τη θαυματουργική τους  ιδιότητα ακόμα κι αυτών των αψύχων στοιχείων τους όπως οι κίονες, τα ξύλα και οι πέτρες και αυτής ακόμα της σκόνης τους.  Που μας λένε ότι είναι ουρανός και κατοικεί ο Θεός. Που μας υποδεικνύουν ότι η όσφρηση και η πνοή μας καθαίρονται μέσα στο ναό από αυτό και μόνο το θυμίαμα[2]. Και οπωσδήποτε δεν αφήνουν ούτε το παραμικρό περιθώριο να θεωρηθεί ότι οι ναοί είναι όπως οι κοινοί χώροι όπου οι άνθρωποι μολύνονται από ιούς, αλλά αντιθέτως επεσήμαναν τη θαυματουργική τους ιδιότητα να  θεραπεύουν.

Και συνεπώς, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη Θεία Κοινωνία να πεθάνει και αρρωστήσει κάποιος αν τη λάβει με ασέβεια, βλασφημία και αγνωσία, έτσι συμβαίνει και με τους ιερούς ναούς: Εάν εισέλθει κανείς μετά φόβου Θεού (και όχι ιού), όπως οι πατέρες διδάσκουν, θα λάβει χάρη και προστασία. Αν όμως εισέλθει ασεβώς, θεωρώντας κοινό το χώρο όπως όλοι οι άλλοι και προφυλασσόμενος με μάσκα, είναι επόμενο να έχει μόνο την αμφίβολη προστασία από τη μάσκα και όχι του Θεού που απέρριψε. Και αυτό είναι η μία παράμετρος. Μήπως μαζί με αυτή γίνεται και υπόδικος βλασφημίας του ενοικούντος εν τω ναώ Αγίου Πνεύματος; Κύριος οίδε.

Αλλά κι αν όλα τα ανωτέρω εξέλιπαν, έχουμε τη συνείδησή μας που κράζει για το ασεβές της χρήσης μάσκας μέσα στον Οίκο του Θεού.

«οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ». Και κράζομεν στο Θεό χωρίς τίποτα να μας φράσσει το στόμα.

Περαίνουμε τις σκέψεις αυτές με τα αθάνατα λόγια του ιερού Χρυσοστόμου. Μας καλεί να περιφράξομε τους εαυτούς μας με τη δύναμη του Σταυρού. Έτσι καθοπλισμένοι θα καταφρονήσουμε όλα τα τερπνά του βίου, τα οποία μας είναι ευχάριστα διότι έχουμε αγαπήσει και προσηλωθεί σε τούτη τη ζωή. Καλή η παρούσα ζωή. Καλή και ευχάριστη. Είναι δώρο Θεού άλλωστε. Όμως, όταν φανεί η μέλλουσα ζωή, δικαίως καταφρονείται αυτή.

 «Περιφράσσωμεν ἑαυτοὺς, ἀγαπητοὶ, τῇ δυνάμει τοῦ σταυροῦ, καὶ καθωπλισμένοι πρὸς τὸ ἑξῆς, προθυμότεροι τῇ νηστείᾳ προσβῶμεν, καὶ πάντων τῶν τοῦ βίου τερπνῶν καταφρονήσωμεν. Καὶ γὰρ πλοῦτος, καὶ δόξα, καὶ δυναστεία, καὶ ἔρως, καὶ ὅσα τοιαῦτα, διὰ τοῦτο ἡδέα, διότι φιλοψυχοῦμεν, καὶ τῇ παρούσῃ προσηλώθημεν    (10) ζωῇ. Ταύτης δὲ καταφρονηθείσης, οὐδεὶς ἐκείνων ἡμῖν λόγος. Καλὴ γὰρ ἡ παροῦσα ζωὴ, καλὴ καὶ ἡδεῖα· δῶρον γάρ ἐστι Θεοῦ· ἀλλ’ ὅταν ἡ μέλλουσα φανῇ, τότε καταφρονεῖται δικαίως αὐτή.» PG 52,838

Ιωάννης Λίτινας

Πηγές:

[1] Καρμίρη, Ι. Τα Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεία της Ορθοδόξου
Καθολικής Εκκλησίας. Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, Απόσπασμα εκ των
Πρακτικών της ζ’ και η’ συνεδρίας. (σελ.241) Αθήνα

[2] Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Περὶ τοῦ ἁγίου ναοῦ καὶ τῆς τούτου καθιερώσεως. PG 155,312-361.

 

«Πῶς ἐπιδείξῃ διὰ τῶν ἔργων τὴν πίστιν; Ἐὰν καταφρονῇς θανάτου.» (Ι. Λίτινας)

Άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός: Το θαυμαστό παράδειγμα της υπομονής (04/01)

άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός

Άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός: Το θαυμαστό παράδειγμα της υπομονής

 

Άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός: Το θαυμαστό παράδειγμα της υπομονής (04/01)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ / Θεολόγου – Καθηγητού

 

Η αγιότητα είναι ύψιστη δωρεά του Θεού προς ανθρώπινα πρόσωπα, τα οποία είναι δεκτικά των ακτίστων ενεργειών Του. Απαιτείται δε μεγάλος αγώνας και αυταπάρνηση για να καταστεί κάποιος άγιος, να νικήσει τον εαυτό του, να ξεπεράσει τη βιολογική του ύπαρξη. Ένας τέτοιος αγιασμένος άνθρωπος, ο οποίος υπερέβη τον εαυτό του και την σωματική του κακοπάθεια, υπήρξε ο νεοφανής άγιος Νικηφόρος ο Λεπρός. Ένα λαμπρό παράδειγμα ιώβειας υπομονής και αβραμιαίας πίστης στο Θεό.

Γεννήθηκε το έτος 1890 σε ένα ορεινό χωριό των Χανίων Κρήτης, το Σηρικάρι από φτωχούς, αλλά ευλαβής γονείς, οι οποίοι στάλαξαν από νήπιο ακόμη την ευσέβεια και την σώζουσα πίστη στο Θεό. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος και το επώνυμό του Τζανακάκης. Δυστυχώς, ενώ ήταν ακόμη παιδί, έχασε τους γονείς τους και απόμεινε να ζει με τον υπέργηρο και ανήμπορο παππού του. Εκείνος μη μπορώντας να τον συντηρήσει, τον έστειλε, στην τρυφερή ακόμα ηλικία των 13 ετών, στα Χανιά, σε κάποιο κουρείο να εργαστεί και να μάθει την τέχνη του κουρέα.

Ο νεαρός Νικόλαος επέδειξε ήθος, τιμιότητα, ευγένεια και υπακοή στο αφεντικό του, ο οποίος τον αγάπησε σαν παιδί του. Επίσης τον αγαπούσαν όλοι στη χανιώτικη εκείνη γειτονιά, για την ευγενή και κοινωνική του συμπεριφορά, την εξυπνάδα του και τον θαύμαζαν για την ασυνήθιστη ομορφιά του.

Αλλά η σωματική του ομορφιά δεν κράτησε για πολύ, διότι κάποια στιγμή προσβλήθηκε από τη φοβερή και αγιάτρευτη, για την εποχή εκείνη, λοιμώδη νόσο της λέπρας (νόσος Χάνσεν, όπως είναι γνωστή, στη ιατρική ορολογία), η οποία ήταν τότε σε έξαρση στο νησί της Κρήτης. Ας σημειωθεί πως η τρομερή αυτή νόσος ήταν μεταδοτική και προσέβαλε το δέρμα και τους ιστούς του σώματος, προκαλώντας νέκρωση, σήψη και παραμόρφωση του σώματος. Ταυτόχρονα προκαλούσε  φοβερό αίσθημα κνησμού και πόνων από τις βαθιές και αφορμισμένες  πληγές, οι οποίες δεν έκλειναν. Η λέπρα θεωρούνταν από τα πανάρχαια χρόνια ως «κατάρα του Θεού» και οι λεπροί στιγματίζονταν ως «καταραμένοι άνθρωποι». Για να μη μεταδώσουν τη νόσο και στους άλλους, είτε τους έδιωχναν στις ερήμους, όπως έκαναν οι Εβραίοι (        ), είτε τους απομόνωναν σε ειδικές εγκαταστάσεις, όπου περνούσαν απομονωμένοι, το υπόλοιπο της τραγικής ζωής τους. Αυτά βεβαίως ως το 1947 όταν ο ιατρός Χάνσεν ανακάλυψε το φάρμακο κατά της λέπρας, σώζοντας χιλιάδες ανθρώπους από αυτή την τρομερή αρρώστια, το μαρτύριο και το θάνατο.

Ο Νικόλαος λοιπόν ήταν ένας από τους άτυχους ανθρώπους. Στα 16 χρόνια του προσβλήθηκε από τη λέπρα και συνειδητοποίησε ότι θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του με φρικτές ταλαιπωρίες. Φυσικό ήταν να τον διώξει το αφεντικό του από το κουρείο, όταν κατάλαβε το πρόβλημά του για να μην μολυνθεί ο ίδιος και οι πελάτες του. Οι Κρητικοί είχαν δημιουργήσει κάποιες εγκαταστάσεις στο νησί Σπιναλόγκα, απέναντι από το Ηράκλειο, για να απομονώνουν εκεί τους λεπρούς και να τους προσφέρουν στοιχειώδη βοήθεια. Αλλά οι συνθήκες εκεί ήταν τόσο τραγικές, ώστε το όνομα του νησιού Σπιναλόγκα είχε ταυτιστεί με την φρίκη. Όποιος οδηγούνταν και απομονώνονταν εκεί δεν έβγαινε ποτέ ζωντανός. Άφηνε τα κόκαλά του στο φρικτό εκείνο τόπο!

Έτσι ο Νικόλαος, όταν άρχισε η νόσος να εκδηλώνεται, για να αποφύγει τον βίαιο εγκλεισμό του στη Σπιναλόγκα, πήρε κάποιο πλοίο και έφυγε για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Κατέφυγε στην ελληνική κοινότητα και ζήτησε βοήθεια. Του έδωσαν εργασία σε κουρείο, να ασκήσει την τέχνη που ήξερε. Προσπαθούσε να κρύψει όσο μπορούσε τις πληγές του να μη γίνει αντιληπτός και τον διώξουν. Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Τα φοβερά σημάδια της νόσου έγιναν εμφανή και για τούτο

η ελληνική κοινότητα τον οδήγησε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, να δώσει τη λύση εκείνος, να βρει τρόπο να τον βοηθήσει.

Με τη μεσολάβηση κάποιου αρχιερέα, τον έστειλαν στη Χίο, όπου λειτουργούσε ένα καλά οργανωμένο λωβοκομείο (λεπροκομείο). Ο Νικόλαος ήταν τότε 24 ετών. Έφτασε στο νησί και ύστερα από θλίψεις, ταλαιπωρίες και κακουχίες, τον βοήθησε ο Θεός να γνωρίσει έναν σπουδαίο  πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος θα άλλαζε τη ζωή του. Ήταν ο άγιος Άνθιμος Βαγιάνος, (εορτάζει στις 15 Φεβρουαρίου), ο λειτουργός και πνευματικός του ιδρύματος. Ο Νικόλαος βρήκε στο πρόσωπο του αγίου κληρικού το στήριγμα, που είχε ανάγκη για να αντιμετωπίσει τα βάσανα και τους πόνους του. Εκείνος του μίλησε για τις θλίψεις στη ζωή μας, οι οποίες δεν έχουν πάντοτε αρνητική επίδραση, αλλά και θετική, διότι μας θυμίζουν τη φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσης και γίνονται συχνά αιτία χαλύβδωσης της πίστης μας. Ο Νικόλαος άκουγε με θέρμη τα λόγια του Ανθίμου, τα οποία λειτουργούσαν στην ψυχή του σαν βάλσαμο και πνευματικό γιατρικό. Άρχισε λοιπόν να καλλιεργεί στην ψυχή του την αρετή της υπομονής, ασκούνταν να υπομένει με καρτερία το πρόβλημά του και να δοξάζει το Θεό, ο Οποίος του έδωσε αυτή τη δοκιμασία, εν τέλει, για το καλό του.

Πέρασαν δύο χρόνια και ο Νικόλαος αισθάνθηκε την ανάγκη να ασπασθεί τον μοναχισμό. Έτσι πήρε την απόφαση να γνωστοποιήσει την επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα. Ο Άνθιμος, αφού εξέτασε αν πραγματικά ήθελε να αλλάξει τη ζωή του με το μοναχικό σχήμα, δέχτηκε και έκαμε το δέοντα να γίνει η κουρά του, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Αμέσως άρχισε τον πνευματικό του αγώνα, με προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, άσκηση των αρετών και αποκοπή των παθών. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του επιδεινώνονταν συνεχώς, οι πληγές ήταν πλέον εμφανείς στο σώμα του και οι πόνοι και οι κνησμοί τον βασάνιζαν ανελέητα,  προσεύχονταν τις νύχτες και έκανε αμέτρητες μετάνοιες. Τηρούσε με ακρίβεια τις νηστείες, παρά το ότι δεν το επέτρεπε η υγεία του. Παράλληλα εργαζόταν σκληρά στους κήπους του ιδρύματος και είχε αναλάβει καθήκοντα ψάλτη στο ναΐδριο λεπροκομείου.

Με το παράδειγμά του, την υπομονή του και τους γλυκείς και παρηγορητικούς λόγους του έδινε κουράγιο στους άλλους ασθενείς, τους οποίους υπηρετούσε και στήριζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Αλλά η νόσος προχωρούσε ραγδαία. Κάποια στιγμή προσβλήθηκαν και τα μάτια του και τυφλώθηκε. Η νέα περιπέτεια δεν τον κατέβαλε. Διακονούσε με την αφή και έψαλλε από μνήμης! Η μόνη δύναμη και παρηγοριά,  που του έμεινε ήταν η θερμή, η αδιάλειπτη, η νοερά προσευχή. Όλες τις ώρες της ημέρας κινούνταν τα παραμορφωμένα χείλη του, ψελλίζοντας την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό»!

Το 1957 έκλεισε το λεπροκομείο της Χίου και ο άγιος Άνθιμος φρόντισε να στείλει τον Νικηφόρο στον αντιλεπρικό σταθμό Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω Αττικής. Του έδωσε δε και συστατική επιστολή προς τον εκεί υπηρετούντα κληρικό π. Ευμένιο, τονίζοντάς του να προσέξει «τον θησαυρό που του έστειλε η Παναγία, διότι είχε πολλά να ωφεληθεί από εκείνον». Ο θησαυρός ήταν ο ασθενής μοναχός Νικηφόρος! Ο π. Ευμένιος δέχτηκε με καλοσύνη τον 67χρονο τότε μοναχό Νικηφόρο, του οποίου το σώμα είχε παραμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό από τη νόσο. Η όρασή του είχε χαθεί εντελώς και το πρόσωπό του είχε αλγεινή μορφή.

Γρήγορα διαπίστωσε ο π. Ευμένιος ότι είχε να κάμει με όντως άγιο άνθρωπο. Προσπάθησε να τον στηρίξει, όμως σύντομα διαπίστωσε πως όχι μόνο δεν είχε ανάγκη τη δική του στήριξη, αλλά εκείνος είχε τη δική του! Του ζήτησε να γίνει ο πνευματικός του πατέρας!

Σύντομα διαπιστώθηκε η αγιότητά του λεπρού μοναχού Νικηφόρου. Τα χαρίσματα του Θεού, ήταν εμφανή σ’ αυτόν και η φήμη του έγινε γνωστή στην Αθήνα. Πληθώρα κόσμου έτρεχε στο ταπεινό κελί του ιδρύματος να τον γνωρίσει και

να πάρει την ευχή του. Παρά την παραμόρφωση του προσώπου του, αυτό έλαμπε από ουράνια ιλαρότητα και είχε μια παράδοξη ηρεμία. Ήταν πλέον κατάκοιτος και τα άκρα του σώματός του ήταν μόνιμα αγκυλωμένα και παράλυτα. Οι πόνοι του αφόρητοι, οι κνησμοί ανυπόφοροι και πυκνό σκοτάδι σκέπαζε τα βλέφαρά του. Όμως όλα αυτά δεν τον εμπόδιζαν να υποδέχεται τους επισκέπτες του και να τους δίνει συμβουλές και κουράγιο στα δικά τους προβλήματα! Τους συμβούλευε να υπομένουν τις θλίψεις της ζωής, διότι εν τέλει αυτές λειτουργούν ευεργετικά για την πνευματική μας πρόοδο και προκοπή! Δίδασκε με το προσωπικό του παράδειγμα την υπομονή και την πίστη στην πρόνοια του Θεού!

Στις 4 Ιανουαρίου του 1964, σε ηλικία 74 ετών, τον κάλεσε ο Θεός κοντά Του. Τον πήρε στα υπερουράνια δώματά Του, για να τον αναπαύσει στους αιώνες των αιώνων. Να τον ανταμείψει για την υπομονή του και την εμπιστοσύνη του στη δική Του πρόνοια. Κηδεύτηκε στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων και ετάφη στο εκεί κοιμητήριο. Όταν έγινε εκταφή του σκηνώματός του τα χαριτόβρυτα οστά του ευωδίαζαν, σαφές δείγμα της αγιότητάς του. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για επιτέλεση θαυμάτων. Ο πιστός λαός αποφάνθηκε ενωρίς για την αγιότητά του. Η τυπική αγιοκατάταξή του έγινε τον Δεκέμβριο του 2012 και ορίστηκε να τιμάται η μνήμη του την 4η Ιανουαρίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του.

Ο άγιος Νικηφόρος είναι ένα από τα άπειρα θαυμαστά παραδείγματα υπομονής, την οποία η Εκκλησία μας ανήγαγε σε ύψιστη αρετή. Οι ασθένειες είναι το ολέθριο αποτέλεσμα της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση, η οποία μαρτυρεί τη φθαρτότητα και προμηνύει τον θάνατο. Αλλά ο Θεός του ελέους και των οικτιρμών μπορεί, με τη δική μας θέληση και προσπάθεια να μεταμορφώσει την οποιαδήποτε κακοπάθειά μας σε μέσον πνευματικής μας ωριμάνσεως και τελειώσεως. Αυτή την αρχή ακολούθησε ο πολύπαθος και μακάριος ετούτος άνθρωπος! Ας είναι για όλους μας παράδειγμα και ας τον μιμούμαστε όσο μπορούμε στην υπομονή και την πίστη στην πρόνοια του Θεού!

ακτίνες

Αιρετικός κατά την ΔΙΣ ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς;!

Αιρετικός κατά την ΔΙΣ

Αιρετικός κατά την ΔΙΣ ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς;!

Αιρετικός κατά την ΔΙΣ ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς;!

Ὁ Ἀρχιμ. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος,
προϊστάμενος τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Νείλου Πειραιῶς, βλασφημεῖ!

— 

Ἐπίσημον ὄργανον τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας
προάγει κακοδοξίας. Ἐγνώριζεν ὁ Σεβ. Πειραιῶς;
Ὁ Μακαριώτατος καὶ οἱ Συνοδικοὶ κωφεύουν;


σημείωση ΧΒ – για Ορθοπραξία: Δεν είναι τυχαίο πως δύο πρόσωπα μισούν πιο πολύ οι Παπικοί. Πρώτα τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και έπειτα τον Μ. Κων/νο. Πιο πολύ και από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. 

Μήπως είναι κι αυτό το απίστευτο ένα ακόμα βήμα προς την “ένωση”; Είναι και για την ΔΙΣ “θύμα του Αρχεκάκου όφεως” ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (όπως δοκεί και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος)


Τὸ περιοδικὸν «ΘΕΟΛΟΓΙΑ», τριμηνιαία ἔκδοσις «τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», ποὺ ἐκδίδεται «προνοίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου», ὑπὸ τοῦ «Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ὠρεῶν κ. Φιλοθέου», ἔχει δὲ ὡς διευθυντὴν τὸν κ. Ἀλ. Κατσιάραν καὶ μέλη συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Κίτρους, Κατερίνης καὶ Πλαταμῶνος κ. Γεώργιον, τοὺς Καθηγητάς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης Φώτιον Ἰωαννίδην, Χρῆστον Καρακόλην, Ἄνναν Κόλτσιου-Νικήτα, Βασίλειον Κουκουσᾶν, Ἰωάννην Κουρεμπελὲν καὶ Στυλιανὸν Παπαλεξανδρόπουλον, ἐδημοσίευσεν εἰς τὸ τεῦχος 91.4/ Ὀκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2020 ἄρθρον τοῦ Ἀρχιμ. Χριστοδούλου Ταμπακοπούλου μὲ τίτλον «Κριτικὴ τοποθέτηση ἐπὶ τοῦ ἄρθρου τοῦ δρ. Ἀνδρέα Ζαχαρίου ὑπὸ τὸν τίτλο: «Ἡ θεολογικῶς ἀποκλίνουσα ἀντίληψη τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου γιὰ τοὺς ἀγγέλους». Εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον ὁ Πανοσιολογιώτατος σκανδαλίζει σφόδρα μὲ τὰς ἀπόψεις του, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι αἱρετική! Παραθέτομεν ἐνδεικτικῶς τὰ ἑξῆς ἐρανισθέντα:

«…ἀντιλαμβάνεται κανεὶς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ὑπεροχὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου ἔναντι τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιατί ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν ξεκαθαρίζει τὴ θέση του ἔναντι τῶν Ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ… ὁ Γρηγόριος ὁ Ἀκίνδυνος ἀποφεύγει τὴν παγίδα τῆς κατὰ φύσιν Θεώσεως, στὴν ὁποία ὅμως ἔπεσε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς… Ἔχουμε κατὰ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ πολλὲς Ἄκτιστες Θεότητες, ὅσες καὶ οἱ θεούμενοι. Αὐτὸ δὲν εἶναι αἵρεση; Δὲν εἶναι παραλογισμός; Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὁδηγήθηκε σὲ αὐτὰ τὰ παράλογα συμπεράσματα, γιατί δέχθηκε μετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν Ἀγγέλων στὶς Ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ… Τὸ σφάλμα αὐτό… τὸν ὁδήγησε σὲ ἕνα ἄλλο σφάλμα… (ὅτι) εἶναι Ἄκτιστο (ἐνν. τὸ ὁραθὲν ὑπὸ τῶν ἡσυχαστῶν φῶς). Ἐδῶ εἶναι τὸ σφάλμα. Λησμόνησε ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅτι δὲν ὑπάρχει μόνον ὁ Ἄκτιστος Θεός. Ὑπάρχει καὶ ὁ κτιστὸς Θεός, ὁ σαρκωθείς Θεός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Κύριός μας, ὁ Χριστός… Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (ὁ νέος Θεολόγος) εἶναι Χριστοκεντρικὸς μυστικός, περιγράφει στὸ βιβλίο του τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὸν κτιστὸ Θεὸ δηλαδή… Ἡ Ἁγία Παρθένος ἑνώθηκε μὲ τὸν κτιστὸ Θεό… Καὶ ἐμεῖς ἑνωνόμαστε μὲ τὸν κτιστὸ Θεό… ὁ Κύριός μας μᾶς μεταδίδει τὴν ἀναμαρτησία του… Καὶ ὅλα τὰ γνωμικὰ τῶν Πατέρων ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεπαγίτου συμφωνοῦν μὲ τὶς θέσεις καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀκινδύνου».

Ἂς συνοψίσωμεν. Κατὰ τὸν Πανοσιολογιώτατον ὁ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(!), καθὼς οὐδέποτε τὸν ἀποκαλεῖ «Ἅγιον», εἶναι κατώτερος εἰς τὴν θεολογικὴν σκέψιν ἀπὸ τὸν ὡς αἱρετικὸν συνοδικῶς καταδικασθέντα καὶ ἀναθεματισθέντα Γρηγόριον Ἀκίνδυνον, ἀσπάζεται αἱρετικάς διδασκαλίας, φθάνει μέχρι τὸν παραλογισμόν(!) ἀλλὰ καὶ ὑπέπεσεν εἰς πολλαπλὰ σφάλματα! Παραλλήλως, ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Ἔγκριτοι Μεγάλοι Ἅγιοι Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συμφωνοῦν μὲ τὸν Γρηγόριον Ἀκίνδυνον! Ἑπομένως, εἶναι αἱρετικοί!

Χρειάζεται νὰ προβῶμεν εἰς ἀναίρεσιν αὐτῶν τῶν βλασφημιῶν καὶ κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, ὅταν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ κορωνίδα τῆς Θεολογίας τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν καὶ διὰ τοῦτο ἑορτάζει αὐτὸν τὴν Β΄ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν, μοναδικὸν γεγονὸς εἰς τὸ λειτουργικὸν ἔτος; Χρειάζεται νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι τὰ περὶ Ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχει ἤδη ἀναλύσει ὁ Μέγα Βασίλειος; Μήπως θεωρεῖ καὶ αὐτὸν αἱρετικόν; Χρειάζεται νὰ ἀναλύσωμεν ὅτι ὅσα γράφει περὶ «κτιστοῦ Θεοῦ» ἀπολήγουν εἰς τὴν πολυθεΐαν; Εἶναι μάταιον νὰ ἐπιχειρήση κανεὶς νὰ ἀναιρέση μίαν πρὸς μίαν τὰς φράσεις ποὺ χρησιμοποίησεν ὁ π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος, διότι μὲ κάθε διατύπωσίν  του γίνεται αὐτοκατάκριτος.

Ὁ κύριος ἰσχυρισμὸς του εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ μετάσχη μὲ κανένα τρόπον εἰς τάς Ἀκτίστους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ μᾶς διευκρινίζη τό πῶς συμβιβάζει τὴν ἀναθεματισμένην ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν μας δοξασίαν του μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν μας περὶ  τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ Φύσεων ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐφ’ ὅσον ἀρνεῖται ἀκόμη καὶ τὴν κατ’ ἐνέργειαν ἕνωσιν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν; Ἡνώθησαν πραγματικὰ αἱ δύο Φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἢ ὄχι; Εἶναι προφανές ὅτι ὁ π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος ἔχει ὑπερβῆ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν Ἄρειον, δεδομένου ὅτι ὁ Ἄρειος ἐδέχετο τὴν διάκρισιν Ἀκτίστων ἐνεργειῶν καὶ Θείας Οὐσίας καὶ δὲν ἠρνεῖτο ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ μετάσχη τῶν Ἀκτίστων ἐνεργειῶν, δὲν ἐδέχετο ὅμως τὴν ἐξ ἄκρας συλλήψεως ὑποστατικὴν ἕνωσιν τῶν δύο Φύσεων τοῦ Χριστοῦ (Θείας καὶ Ἀνθρωπίνης) καὶ δι’ αὐτὸ ἀπεκάλει τὸν Χριστὸν «Κτίσμα», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ καὶ ὁ π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος, «ξεπερ­νῶντας» καὶ τὸν Ἄρειον, ἀφοῦ δὲν δέχεται τὴν μέθεξιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς Ἀκτίστους Θείας Ἐνεργείας!

Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ἐπισταμένως νὰ διερευνηθῆ εἶναι ἡ σκοπιμότης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος τῆς δημοσιεύσεως αὐτοῦ τοῦ ὑβριστικοῦ διὰ τὸν Ἅγιον κειμένου. Εἶναι τυχαῖον ὅτι τὸ περιοδικὸν ἐκυκλοφορήθη ἀκριβῶς κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς Β΄ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν; Εἶναι δυνατὸν ὁλόκληρος πολυμελὴς ἐπιτροπὴ νὰ μὴ πρόσεξε τοιαύτας κακοδοξίας; Διαθέτει ὁ π. Χρ. Ταμπακόπουλος τοσοῦτον ἐπιστημονικὸν βεληνεκές, ὥστε ἀνεξετάστως νὰ δημοσιεύεται ἄρθρον του ἢ μήπως εἶναι ἄλλοι οἱ πραγματικοὶ λόγοι ποὺ χαίρει τοιαύτης «ἀσυλίας»;

Ἐκκρεμεῖ «ἱεροκανονικὴ μήνυσις»

Ἡ προϊστορία τοῦ ἐν λόγῳ κληρικοῦ δὲν ἐπιτρέπει ἀβασανίστους ἀπαντήσεις. Ὁ π. Χρ. Ταμπακόπουλος εἶχεν ἀπασχολήσει καὶ πάλιν τὰ θεολογικὰ δρώμενα. Εἰς τὸ περιοδικὸν «Ἐφημέριος» ἐπὶ τριετίαν (Ἐφημέριος 63.8 (2014) 28-29, Ἐφημέριος 64.4 (2015) 43-44, Ἐφημέριος 65.1 (2016) 40-43) ἐδημοσίευε τὰς κακοδοξίας του, ἕως ὅτου ἡ «Ἑνότης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Ὑπακοῆς» κατέθεσεν ἐπιστολὴν ποὺ ἐπέχει θέσιν «ἱεροκανονικῆς μηνύσεως» ἐναντίον του πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ὄργανα εἶναι τὰ περιοδικὰ «Ἐφημέριος» καὶ «Θεολογία». Εἰς αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων σημειώνεται ὅτι:

«…σᾶς ἀποστέλλω τὴν ἐπιστολή μου, ἀναφέροντας ὅτι μὲ τὰ γραφόμενά του ὁ π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος δὲν καταφέρεται μόνο κατὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (σημειωτέον ὅτι τὸ Πρόσωπο καὶ ἡ Διδασκαλία του προβάλλονται Οἰκουμενικὰ κατὰ τὴν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας), ὅπως τεχνηέντως ἔχει ὑποστηρίξει στὴν ἀλληλογραφία του μὲ τὸν π. Ἀλέξανδρον Καρυώτογλου, ἀλλὰ ἀνατρέπει ὁλόκληρη τὴν Χριστολογία καὶ τὴν Σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δὲν δημιούργησε δική του ἰδιόρυθμη θεολογία, ἀλλὰ μὲ μοναδικὸ τρόπο ἀνακεφαλαίωσε τὴν Σωτηριολογία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης), ὅπως ἑρμηνεύθηκε καὶ διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς Θεοφόρους Ἁγίους Πατέρας μας. Φαινομενικά, λοιπόν, κατὰ τὸν μνημονευθέντα διάλογόν του ὁ π. Χριστόδουλος καταφέρεται κατὰ τῆς Ἡσυχαστικῆς Παρα­δόσεως, ὅμως ἡ Ἡσυχαστική μας  Παράδοση δὲν εἶναι νεωτερισμός τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ, ἀλλά εἶναι ἡ ἀείποτε ἐν τῇ πράξει ἀποδεικνυομένη  Σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας μας».

Ἡ Ἱεραρχία ἐποίησεν οὐδὲν καὶ ἰδοὺ τὰ ἀποτελέσματα! Ποῖος ἦτο Διευθυντὴς Συντάξεως τοῦ «Ἐφημερίου»; Ὁ νῦν Διευθυντὴς Συντάξεως τοῦ περιοδικοῦ «Θεολογία» κ. Ἀλ. Κατσιάρας. Μήπως πρεσβεύει τὰ ἴδια; Εἰς τὸ τεῦχος 65.3 (2016) 3 εἶχε γράψει: «τὰ πρόσωπα (τῆς Ἁγίας Τριάδος) καθορίζονται μὲ βάση τὶς ὑποστατικές τους ἰδιότητες, ποὺ εἶναι γιὰ τὸν Πατέρα τὸ αἰτιατό, γιὰ τὸν Υἱὸ ἡ ἀγεννησία καὶ γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκπορευτόν»! Τί τελικῶς γράφουν αὐτὰ τὰ περιοδικά, ὀρθόδοξον θεολογίαν ἢ στοχασμούς;

Κίνδυνος «διαιρέσεων»;

Τὸ πρόβλημα ὅμως δὲν εἶναι ὁ π. Χρ. Ταμπακόπουλος, ὁ ὁποῖος ἐὰν ἐμμείνη εἰς τὰς κακοδοξίας του ἀναποτρέπτως θὰ ὁδηγηθῆ εἰς καθαίρεσιν, ἀλλὰ ὁ διασυρμὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἱεραρχία ὅτι ἡ ἰδία μὴ λαμβάνουσα μέτρα εὐτελίζει τὴν δογματικὴν διδασκαλίαν της; Κατανοεῖ ὅτι βλασφημεῖται ὁ ἐκ τῶν Μεγίστων Ἁγίων Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς; Δὲν καταλαβαίνουν οἱ Ἱεράρχαι μας ὅτι δίδουν ὅπλα εἰς τὰς χεῖρας τῶν πολεμίων τῆς πίστεως; Δὲν ὑπολογίζουν τὸν σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν καὶ τὴν σύγχυσιν; Ἐὰν δὲν ἀντιδράση ἡ Ἱεραρχία, εἶναι πιθανὸν νὰ προκληθοῦν «διαιρέσεις». Διατί οἱ Ἱεράρχες μας δὲν ἀπαντοῦν εἰς τὰ ἐρωτήματα ποὺ εἶχε θέσει πρὸς τὸν «Ἐφημέριο» (27.8.2015) ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης, ὅπου ἠρώτα:

«α. Τὸ Φῶς πού ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Μωϋσέως σὲ τέτοιο βαθμὸ, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸν ἀτενίσουν οἱ Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ χρειάσθηκε νὰ σκεπασθῆ μὲ κάλυμμα, τί ἦταν, κτιστὸ ἢ Ἄκτιστο; Ἐὰν ἦταν κτιστό, πῶς ἐτύφλωνε τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι τὸν ἴδιο τὸν φορέα του, τὸν Μωϋσῆ; Ἐὰν ἦταν Ἄκτιστο, πῶς εὐσταθεῖ ἡ κακοδοξία τοῦ π. Χ.Τ. ὅτι ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος δὲν μετέχει στὶς Ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ;

β. Τὸ Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ἦταν κτιστὸ ἢ Ἄκτιστο; Δὲν χρειάζεται, βεβαίως ἐπιχειρηματολογία γιὰ τὸ Ἄκτιστον τῆς τότε φωτοχυσίας, ἀφοῦ πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ψάλλει περὶ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ θεολόγησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Κατὰ τὴν ἀψευδῆ, μάλιστα, ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτὸ τὸ Ἄκτιστον Φῶς περιλάμπει τοὺς Ἁγίους μας ὁσάκις πάσχουν τὴν Θέωση, ἔτι ζῶντες, πρὸ τῆς Κοιμήσεώς τους: «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει». Ἄς θυμηθοῦμε τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ καὶ τόσους ἄλλους ποὺ ἔζησαν αὐτὸ ἐμπειρικά.

γ. Τὸ Φῶς ποὺ «περιέλαμψε» τὸν ἅγιο Ἀπόστολον Παῦλον «καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ πορευομένους» ὅταν ἀκόμη ἐλέγετο Σαούλ, «ἡμέρας μέσης, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου»  ἦταν κτιστὸ ἢ Ἄκτιστο;  Ἡ ἀπάντηση μᾶς δόθηκε  ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἅγιον Ἀπόστολον ὅτι ἦταν Ἄκτιστο , ἀφοῦ ὁμιλεῖ περὶ Φωτὸς λάμποντος «ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου» καὶ περὶ τῆς ὑπακοῆς του «τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ».

δ. Τὸ Φῶς ποὺ περιέβαλε τὸν Σταυρὸ στὸν οὐρανὸ ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Κωνσταντὶνου καὶ τῶν στρατιωτῶν του ἦταν κτιστὸ ἢ Ἄκτιστο; Τὸ κτιστὸ ἀστράφτει τὸ καταμεσήμερο περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο;

ε. Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς συνελήφθη «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου», ἐνῶ κατὰ τὴν γνώμη τοῦ π. Χ.Τ. αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, διότι ὅπως γράφει, ἐὰν ἡ κτιστὴ φύση μας ἑνωθῆ μὲ τὸ Ἄκτιστο, μετατρέπεται σὲ ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνεται. Ἔχει χαθεῖ, ἄραγε, μετὰ τὴν ἕνωσή Της ἡ Ἀνθρώπινη Φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν δίκιο οἱ Μονοφυσίτες πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Ἀνθρώπινη Φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν Θεία;

στ. «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τό λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν» ἦταν κτιστό; Πῶς οἱ Προφῆτες δὲν ἔγιναν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ κατὰ τὴν θεωρία τοῦ π. Χ.Τ. γίνεται κανεὶς αὐτὸ τὸ ἴδιο, μὲ τὸ ὁποῖο ἑνώνεται; Καὶ ἐφ’ ὅσον, βεβαίως, δὲν ἔγιναν Ἅγιο Πνεῦμα, πῶς δέχθηκαν τὶς Ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προεφήτευσαν, ἀφοῦ ὁ π. Χριστόδουλος θεωρεῖ ἀδύνατον αὐτὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο;

ζ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας κακῶς ἀποκαλοῦνται Θεοφόροι; Εἶναι Θεοφόροι ἢ ὄχι; Καὶ ἐὰν εἶναι, πῶς φέρουν μέσα τους τὸν Θεὸ, ἐνῶ κατὰ τὸ σκεπτικό τοῦ π. Χ.Τ. αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον;

η. Τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τελοῦνται μὲ Κτιστή ἐνέργεια ἢ μὲ τὴν Ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὁ Ἄρτος καὶ ὁ Οἶνος κατὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία μεταβάλλονται μὲ κτιστή ἐνέργεια σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ κοινωνοῦμε κτίσμα; Τότε θὰ ἦταν ἄσκοπη ἡ κοινωνία μας, ἀφοῦ δὲν θὰ ἐπρόκειτο γιὰ «Θεία Κοινωνία», καθότι ἀπὸ τὸ κτιστὸν δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε τίποτε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε. Ἤ, μήπως, δὲν μεταβάλλονται τά Τίμια Δῶρα καὶ παίζουμε ἁπλῶς θέατρο, κοροϊδεύοντας τοὺς ἀνθρώπους;

θ. Καὶ κάτι τελευταῖο: Ὁ π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος ἔχει χειροτονηθεῖ ἢ ὄχι; Διότι κατὰ τὴν χειροτονία του ὁ Ἀρχιερεὺς ἐβόησε λέγων: «Ἡ Θεία Χάρις ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα προχειρίζεται Χριστόδουλον τὸν εὐλαβέστατον Διάκονον εἰς Πρεσβύτερον. Εὐξώμεθα οὖν ὑπὲρ αὐτοῦ ἵνα ἔλθῃ ἐπ’ αὐτὸν ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Κτιστή Χάρη ἔλαβε τότε; Ἤ δὲν ἔλαβε τίποτα; Κτιστή Χάρη μεταδίδει στοὺς πιστούς; Κτιστή εἶναι ἡ Ἱερωσύνη;».

Μήπως πλέον κυριαρχεῖ τόση ἀπαιδευσία, ὥστε οὐδείς ἐκ τῶν Μητροπολιτῶν (οὔτε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐξαιρουμένου) νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνη τί εἶναι Ὀρθόδοξον καὶ τί εἶναι αἱρετικόν; Μήπως ἐκεῖ ὀφείλονται ὅλα τὰ δεινὰ τῶν τελευταίων ἐτῶν (Κολυμβάριον, β΄ γάμος κληρικῶν, ψευδοαυτοκέφαλον ἀχειροτονήτων κ.λπ.) μὲ ἀποκορύφωσιν ἀρχικῶς τῆς ἀποδοχῆς παύσεως τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ εἰσέτι τῆς ἐκδιώξεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς ναούς; Ἐκεῖ ὁδηγεῖ κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ συλλογισμὸς τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου: ἂν ὅλα εἶναι κτιστά, τότε ὄντως οἱ πιστοὶ κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ ἀπό τούς… Ἁγίους!

Νά μήν ἀναπαυώμεθα στό “ἔχει ὁ Θεός” καί στό “πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. 16.18).

Θα έρθει διωγμός

Νά μήν ἀναπαυώμεθα στό “ἔχει ὁ Θεός” καί στό “πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. 16.18).

Εικόνα


Δέν σᾶς θεωρῶ ἀκροατάς, ἀλλά συναγωνιστάς…

Ἔχετε κάποιο ἐνδιαφέρον θρησκευτικό, πού εἶναι σπάνιο πρᾶγμα σήμερα, καί αἰσθάνεσθε ἔνα πόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Γι’ αὐτό τό λόγο θέλω νά σᾶς ἀνακοινώσω τά ἑξῆς ἀναγκαῖα.
Ὥς στρατιῶται Χριστοῦ, ὡς πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, δέν πρέπει νά ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀλλά νά δείχνουμε ζωηρόν ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.
Πρέπει οἱ Χριστιανοί νά εἶναι ἀγωνισταί. Καί ὅταν λέμε νά εἶναι ἀγωνισταί, δέν ἐννοοῦμε νά πάρουν ρόπαλα, τουφέκια, καραμπῖνες, ὅπλα. Ὄχι. Μακριά αὐτά ἀπό μᾶς.

Χρειαζόμεθα ὅπλα πνευματικά. Καί πνευματικά μας ὅπλα εἶναι: ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ· εἶναι: ἡ διαμαρτυρία μας, εἶναι οἱ φωνές μας,
τό “αἶσχος”, ὅλο αὐτό τό κλίμα τό ὁποῖο μποροῦμε νά δημιουργήσωμε, πού εἶναι τό φραγγέλλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο θά πρέπῃ νά ὑψώσουμε διαμαρτυρόμενοι γιά τήν ἀθλία κατάστασι τῆς κοινωνίας.

Στά μαρτυρολόγια μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας τήν ἀνδρεία τῶν Χριστιανῶν. Ἐμφανίζονταν μπροστά στούς αὐτοκράτορας καί τούς τυράννους καί φωνάζανε·

Αἶσχος,ντροπή σας, ἀπάνθρωποι καί σκληροί!…

Διεμαρτύροντο γιά τήν σκληρότητά των. Τούς πιάνανε κι αυτούς καί τούς βασανίζανε. Τέτοιοι ζωντανοί Χριστιανοί ἦταν ἐκεῖνοι.

Ἔχουν σύστημα οἱ ἄθεοι νά γκρεμίσουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά ὑπερασπίσουμε τά ἱερά καί τά ὅσια. Νά μήν ἀναπαυώμεθα στό “ἔχει ὁ Θεός” καί στό “πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς” (Ματθ. 16.18). Ἀσφαλῶς δέν θά σβήσῃ ἡ Ἐκκλησία· ἀλλά μπορεῖ νά σβήσῃ ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὅπως ἔσβησε καί ἀπό τή Μικρά Ἀσία. Ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας; ποῦ εἶναι οἱ πενήντα μητροπόλεις της; ποῦ εἶναι οἱ ναοί της; ποῦ εἶναι τά μοναστήρια της; ποῦ εἶναι τά προσκυνήματά της; ποῦ εἶναι τά λείψανά της; ποῦ…; ποῦ;…ποῦ;…;

Ἄν ἔχετε διάθεση ν’ ἀγωνισθῆτε, ὑπάρχει ἐλπίς νά νικήσωμε· ἄν δέν ἔχετε διάθεση, θά μᾶς σαρώσῃ τό κῦμα τῆς ἀπιστίας τῆς ἀθεΐας καί ὅλων τῶν αἱρέσεων.

Ἐγώ σήμερα-αὔριο φεύγω, γέρος ἄνθρωπος εἶμαι. Ἀλλά σᾶς προειδοποιῶ καί σᾶς λέγω·

Θά δῆτε πολλά δεινά στήν πατρίδα μας, φοβερώτερα ἀπό ὅ,τι εἴδαμε ἐμεῖς. Ἀλλά ὅ,τι καί ἄν συμβῇ, καί τά ἄστρα νά πέσουν καί τά ποτάμια νά στερέψουν καί τά πάντα νά καταστραφοῦν, ἕνα θά μείνῃ· Ἰησοῦς ὁ ναζωραῖος, ὅν παῖδες ὑμνεῖτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας· ἀμήν.

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

πρόταση αντί των προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος,
Πάτρα 27 . 1 . 2023


Σχόλιο Ορθοπραξία: Μεγάλη σε έκταση η εργασία, αλλά εξαιρετική! 


 

Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν ἐκκλησιολογὶα του, δηλαδὴ τὴν περὶ τῆς Ἐκκλησίας διδασκαλία του, στὸν Ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος προσδιορίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς «τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ» ποὺ ἔχει μοναδικὴ Κεφαλὴ της τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

Ἡ εἰκόνα αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ τονίζει δύο ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἰδιότητές της, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένες ὡς «ἡ ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητα». Ὁτιδήποτε καὶ ὁποιοσδήποτε ἀμφισβητεῖ ἢ προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει δὲν μπορεῖ νὰ παραμένει μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ, ἐκβάλλεται ἀπὸ τὸ Σῶμα.

Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἰω. Χρυσόστομος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες μέσα στοὺς αἰῶνες, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀντίθετοι καὶ ἀναφέρονται μὲ τὰ σκληρότερα λόγια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα.

Ἡ μὲν αἵρεση ἀλλοιώνει καὶ τελικὰ καταστρέφει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια, ἐνῶ τὸ σχίσμα προσβάλλει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Ἀμφότερες βέβαια οἱ καταστάσεις ὁδηγοῦν τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ τοὺς ὀπαδοὺς τους ἐκτὸς Ἐκκλησίας, στὴν ἀπώλεια. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττον ἐστὶ κακὸν»2 , ποὺ ὑποδηλώνει ὅτι ἡ προσβολή τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σοβαρότατο ἐκκλησιαστικὸ ἔγκλημα. Μάλιστα, γιὰ νὰ τονίσει τήν σοβαρότητα τοῦ σχίσματος φτάνει στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην, ἒφησε, δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»3 . oὒτε τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου δὲν ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία τοῦ σχίσματος!

Α. Ἡ παρά τήν Δρῦ σύνοδος, ἡ ἐξορία καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Χρυσοστόμου.

Ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 398 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου καί τῆς συζύγου του Εὐδοξίας. Χαρακτῆρας εὐθὺς καὶ συνεπής στὴ χριστιανικὴ ζωή, αὐστηρός στὸν ἑαυτό του, ἐραστής τῆς ἁγιότητας, ἀνυπέρβλητος κήρυκας τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἀσυμβίβαστος ὑπέρμαχος των ἀδυνάτων, «ἀπέναντι στοὺς ἰσχυρούς τῆς ἐποχῆς του ἔπαιξε τὸ ρόλο ἑνὸς Νάθαν μπροστά στὸν Δαυίδ, ἑνὸς Ἠλία μπρὸς στὴν Ἰεζάβελ, ἑνὸς Ἠσαΐα ἀπέναντι στοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ»4 . Το κήρυγμά του στὸ Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας συνήγειρε τὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ ἐκδήλωνε μὲ ἐνθουσιώδη χειροκροτήματα καὶ μὲ ἐκδηλώσεις μεγάλης ἀγάπης τήν χαρὰ καί τήν εὐγνωμοσύνη του στὸν καλό του Ποιμένα. Ὅμως, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς λαὸς χαιρόταν τὸν Ἀρχιεπίσκοπὸ του, ἡ παρουσία του στὸ θρόνο τῆς Βασιλεύουσας σύντομα κατέστη ἀφόρητη γιά τὸ διεφθαρμένο πολιτικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Γιά τὸ παλάτι τοῦ ἀβούλου Ἀρκαδίου, ἀλλά καὶ τῆς δυναμικῆς καὶ δόλιας Εὐδοξίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ἐπικίνδυνος. Το ἴδιο ἐπικίνδυνος ἦταν καὶ γιά τὴ μερίδα κληρικῶν καὶ κυρίως τῶν ἐπισκόπων ποὺ κέρδισαν τήν ἀρχιερωσύνη μὲ συναλλαγὲς (σιμωνία) καὶ συνέχιζαν νὰ ζοῦν ζωὴ τρυφιλὴ καὶ ἀνήθικη. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς διαφθορᾶς τοῦ κλήρουσημειώνουμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος σὲ διάστημα μικρότερο τῶν ἕξι ἐτῶν καθαίρεσε 13 ἐπισκόπους καὶ 70 πρεσβύτερους, ἐνῶ ἒγραψε τὴ μνημειώδη φράση: «οὐδένα γὰρ λοιπὸν δέδοικα ὡς τοὺς ἐπισκόπους, πλὴν ὀλίγων»6!

Ἔτσι, τὸ Παλάτι καὶ μερίδα ἀθλίων ἐπισκόπων, «διεφθαρμένη συναγωγὴ»7 συνασπίστηκαν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ «ἐζήτουν εὐκαιρίαν8 τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν» (Λουκ. 25, 6). Καὶ ἡ εὐκαιρία ἐδόθη το Σεπτέμβριο 403 μΧ: Ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος, ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ ἀδίστακτος πνέων μένεα ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου μὲ ὁμάδα 29 Αἰγυπτιωτῶν ἐπισκόπων βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Παλατιοῦ συνέπραξε μέ τοὺς ἐκεῖ ἐχθρούς του ἐπισκόπους καὶ συγκρότησαν Σύνοδο 45 ἐπισκόπων στὴ Δρῦ (προάστιο τῆς Χαλκηδόνος, ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη). Τό ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου ψευδὲς κατηγορητήριο περιελάμβανε 29 κατηγορίες (ἀπὸ βιαιοπραγίες, κλοπές, ἀνηθικότητες, περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως μέχρι ἀνταρσία καὶ πολιτικὴ προδοσία)! Τό ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης καθαιρέθηκε καὶ μὲ αὐτοκρατορικὴ ἐντολὴ ὁδηγήθηκε στὴν ἐξορία κρυφὰ ἀπό τόν λαό9 , ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε μὲ ἔντονο τρόπο τήν ἀποδοκιμασία του.

Λίγες μέρες μετά, καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στὴ Νικομήδεια, ἰσχυρὸς σεισμός στὴν Κωνσταντινούπολη κατατρόμαξε τήν αὐτοκράτειρα Εὐδοξία, ἡ ὁποὶα τὸν θεώρησε ὡς θεϊκὴ τιμωρία γιά τὴν ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἂδικη κρίση. Μετανοημένη ἔστειλε ἀμέσως αὐτοκρατορικοὺς ἀπεσταλμένους καί τοῦ ζήτησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Βασιλεύουσα.

Στὶς 13 Νοεμβρίου 403 ὁ ἐξόριστος Ἀρχιεπίσκοπος ἐπιστρέφει στὸν θρόνο του μετὰ ἀπὸ μεγαλειώδη ὑποδοχὴ ποὺ τοῦ ἐπεφύλαξε ὅλος ὁ λαός στὸ Βόσπορο.

Ἀλλὰ ὁ Χρυσόστομος παραμένει… ἴδιος! Δὲν μπορεῖ νὰ σιωπήσει μπροστά στὴν περιφρόνηση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἀπό τὸ Παλάτι καὶ συνεχίζει τὰ προδρομικά, ἐλεγκτικά του κηρύγματα. Τὸ ἀποτέλεσμα ἀναμενόμενο: μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες «πάλιν Ἡρωδιὰς μαίνεται, πάλιν ταράττεται»… Ἡ Εὐδοξία δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀνεχθεῖ πλέον. Στὸ μιαρό της ἔργο συμπράττουν σὲ σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἰανουάριος 404)10 καὶ πάλι οἱ γνωστοὶ ἐπίσκοποι-ἐχθροί τοῦ Ἁγίου: τὸν κατηγόρησαν ὅτι αὐθαίρετα ἀποκαταστάθηκε στὸν θρόνο, ἐνῶ εἶχε καθαιρεθεῖ. Ἡ ποινὴ ποὺ προβλέπεται γιά τὸ ἀδίκημα εἶναι ἐπικύρωση τῆς καθαὶρεσης καὶ ἀφορισμός.

Λόγῳ τῆς σφοδρῆς ἀντίδρασης τοῦ λαοῦ ἡ ἐκτέλεση τῆς ποινῆς ἀναβλήθηκε γιὰ λίγους μῆνες. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τελοῦσε ὑπὸ περιορισμό στὸ κτήριο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἀνήμερα ὅμως τὸ Μ. Σάββατο 404 μΧ., ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὸ ναὸ γιὰ νὰ λάβει μέρος στὴν Ἀναστάσιμη Πανυχίδα καὶ στὴν τελετή τῆς Βαπτίσεως περίπου 3.000 κατηχουμένων! Αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα διέκοψε τὴν Ἀκολουθία, συνέλαβε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ διεσκόρπισε τοὺς πρός τὸ Βάπτισμα Κατηχουμένους, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν μαζὶ μέ τούς ἱερεῖς καὶ διακόνους στὰ δημόσια λουτρὰ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τή Βάπτιση!11

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

Τελικά στὶς 20 Ἰουνίου 404 μΧ. αὐτοκρατορικὸ στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα συνέλαβε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἐξορία, στὴν Κουκουσὸ τῆς Μικρῆς Ἀρμενίας, 800 χιλιόμετρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα. Στὴν Κουκουσσὸ ἔμεινε περίπου τρία χρόνια σὲ πολὺ δύσκολες συνθῆκες. Ὅμως ἡ φήμη τοῦ ἐξόριστου Ἁγίου Ἀρχιεπισκόπου ἔφτασε στὴν κοντινὴ Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (περίπου 170 χιλιόμετρα) μὲ ἀποτέλεσμα πλήθη πιστῶν ἀπό τὴ μεγαλούπολη («τὴν Ἀθήνα τῆς Ἀνατολῆς») νὰ τὸν ἐπισκέπτονται12 . Ἡ κατάσταση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν Ἀρχιεπίσκοπό της Πορφύριο, δεδηλωμένο ἐχθρό τοῦ Χρυσόστομου, ὁ ὁποῖος σὲ συνεννόηση μέ τὸν Κωνσταντινουπόλεως Ἀττικὸ καὶ τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο ἀπευθύν-θηκαν στὸ νέο Αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο καὶ κατόρθωσαν νὰ τὸν ἐξορίσουν στὶς ἐσχατιές τῆς Αὐτοκρατορίας, στὴν Πιτυούντα τοῦ Καυκάσου (σημερινὴ Γεωργία), σὲ περιοχὴ βαρβάρων, εἰδωλολατρῶν. Ὅμως λόγῳ τῆς κλονισμένης ἀπό τὶς κακουχίες ὑγείας του ἐκοιμήθη στὰ Κόμμανα τοῦ Πόντου,13 στὸ δρόμο γιά το νέο τόπο τῆς ἐξορίας του, στὶς 14 Σεπτεμβρίου 407 μΧ. σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν.

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως 9 χρόνια καὶ 7 μῆνες ἀπό τὰ ὁποῖα 3 χρόνια καὶ 3 μῆνες στὴν ἐξορία!

Ἀπό τὴ σύντομη αὐτὴ περιγραφή τῆς διώξεως καί τοῦ θανάτου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου δημιουργοῦνται κάποια ἐρωτήματα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μέ τό κρίσιμο ἐρώτημα γιά τή στάση τοῦ Ἁγίου ἀπέναντι στὰ σχίσματα ποὺ ταλαιπωροῦν τήν Ἐκκλησὶα.

Β. Ἀποδέχθηκε ὁ Ἃγιος Χρυσόστομος τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις πού τὸν καθαίρεσαν; Ἀποδέχθηκε ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο τὸν διάδοχό του στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως;

Ἀσφαλῶς ὄχι! Οὐδέποτε ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ἀποδέχθηκε οὔτε ἐφάρμοσε μέ τὴ θέλησή του τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς παρά τήν Δρῦ συνόδου (Σεπτέμβριος 403) καί τῆς συνόδου στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἰανουάριος 404).

Καὶ μετά τὴ δεύτερη καταδίκη, μέχρι τὸ θάνατό του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες ἔτσι πολιτευόταν μέχρι τοῦ θανάτου του, διότι γιά τὸν Ἰωάννη οἱ σύνοδοι αὐτὲς δὲν στηρίζονταν στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀλήθευαν, οἱ δε ἀποφάσεις τους δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἶναι ἔγκυρες καὶ νὰ ἐφαρμοστοῦν ἀπό τοὺς πιστούς. Συνεπῶς, αὐτὸς παρέμενε ὁ μόνος κανονικὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινου-πόλεως.

Εἶναι χαρακτηριστικά τὰ ὅσα γράφει ὁ Χρυσόστομος γιά τὸν διάδοχό του Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405): «Ἤκουσα γὰρ κἀγὼ περὶ τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους μὴ θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι· πολλοὶ δὲ αὐτῶν δι’ ἐμὲ καὶ ἐν τῇ φυλακῇ ἐναπέθανον. Ὁ γὰρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ὁ σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχὸς δὲ ὑπάρχων· ὡς γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλὶς χρηματίζει, ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς ἑτέρῳ συναφθεῖσα· οὕτω καὶ οὗτος μοιχός ἐστιν, οὐ σαρκὸς, ἀλλὰ πνεύματος· ζῶντος γὰρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας»14. Χαρακτηρίζει τὸν διάδοχό του Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἀρσάκιο «λῆρο» (φλύαρο) «προβατόσχημο λύκο» καὶ «μοιχό». Μάλιστα οὔτε κἂν τὸν ἀναγνωρίζει ὡς πραγματικὸ ἐπίσκοπο σημειώνοντας ὅτι «σχῆμα μὲν ἔχει ἐπισκόπου» στὴν πραγματικότητα «μοιχὸς ὑπάρχων». Ἐπίσης, ἀπό τήν ἐπιστολὴ αὐτή τοῦ Χρυσοστόμου πρός τὸν ἐπίσκοπο Κυριακό, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς εἶχε ἐξοριστεῖ γιατὶ ἀρνήθηκε τήν κοινωνία μέ τὸν νέο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀρσάκιο, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Ἀρσάκιος ἐξαπέλυσε διωγμὸ μὲ φυλακίσεις καὶ θάνατο ἐναντίον τῶν πιστῶν ποὺ δὲν ἦλθαν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του.

Ἐπὶ πλέον δὲ, ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δύσκολες συνθῆκες τῆς ἐξορίας15, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐνεργοῦσε ἀντίθετα μὲ τήν συνοδικὴ “καθαίρεση” καί τὸν “ἀφορισμὸ” ὡς κανονικὸς ἀρχιερέας. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε:

1.Παρά τὶς σοβαρὲς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους ληστῶν καὶ βαρβάρων, τὸ ψῦχος, τήν ἐρημιὰ ὁ Ἅγιος δὲν παρέλειπε νὰ ἐνδιαφέρεται γιά τα πνευματικά του παιδιά στὴν Κωνσταντινούπολη τὰ ὁποῖα ὑπέφεραν ἀπό τοὺς διῶκτες του, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πολιτικούς. Παράλληλα, πολλαπλῶς ἐκδηλωνόταν ἡ ἀγάπη του πρός τοὺς νέους συμπολῖτες του στὴν ἐξορία. Ὅπως διασώζει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ὁ ἐπίσκοπος Ἑλενοπόλεως Παλλάδιος ἀπό τὶς προσφορὲς πού τοῦ ἔστελναν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινούπολης ἀλλὰ, καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς πού τὸν ἐπισκέπτονταν, «ὁ μὲν μακάριος Ἰωάννης οἰκήσας τήν Κουκουσὸν ἔτος ἓν, πλείστους διαθρέψας πένητας τῆς Ἀρμενίας… (ἔφθασε γὰρ κατ’ ἐκεῖνο καιρὸν μέγας λιμός τήν χώραν ἐκείνην)»16.

Ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Μαρτύριος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἐν ἐρημίᾳ καθήμενος, ψυχὰς μυρίας τὰς μὲν ἐκ βαρβαρικῶν ἐξωνούμενος χειρῶν οἷς εἶχε μικροῖς καὶ πενιχροῖς χρήμασι . τὰς δὲ ἐκ τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων ἀνασπῶν οἷς εἶχε πλουσίως πόνῳ καὶ χάριτι κτηθεῖσι λόγοις . ἑτέρους λιμῷ καὶ φυγῇ πολεμουμένους τοῖς τῆς ἁγίας χήρας διατρέφων ἀλεύροις. μοναστήριά τε φυτεύων ἐν φόνοις καὶ ἁρπαγαῖς συνεκτραφείσαις χώραις, ἅπερ ἅπαντα μικροῦ καί τήν Ἀντιόχου πόλιν ἅπασαν μετῴκισεν ὡς αὐτὸν»17 (ἂν καὶ βρισκόταν ὁ Ἰωάννης στὴν ἐρημιὰ μέ τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἶχε ἐξαγόρασε πολλοὺς αἰχμαλώτους ἀπό τοὺς βαρβάρους, ἐνῶ μέ τὸν πλούσιο λόγο του ἀπέσπασε πολλοὺς ἀνθρώπους ἀπό τὶς δαιμονικὲς παγίδες. Ἄλλους ἔθρεψε μέ τὰ τρόφιμα πού τοῦ ἔστελνε ἡ διακόνισσα Ὀλυμπιάδα («ἡ ἁγία χήρα»). Συγκρότησε καὶ μοναστήρια σὲ περιοχὲς ποὺ εἶχαν συνηθίσει σὲ φόνους καὶ ληστεῖες καὶ πραγματικὰ ὅλη ἡ Ἀντιόχεια μετώκησε κοντά του).

2.Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐπέδειξε ἰδιαίτερη φροντίδα στὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ τῶν περιοχῶν στὶς ὁποῖες βρέθηκε ἐξόριστος: «οὐ μικρῶς διαλάμψας ταῖς ἀρεταῖς… ἐξήγειρεν γὰρ καθάπερ ἐξ ὕπνου τῆς ἀγνοίας πρὸς τὴν τοῦ λόγου ἀκτῖνα ἐκ πάσης περιχώρου τοὺς ἂγαν κεκαρωμένους τῇ ἀπιστίᾳ»18 καὶ «πολλοὺς πρός τήν ἀμώμητον πίστιν χειραγωγῶν, διδάσκων, βαπτίζων, χειροτονῶν καὶ θαυματουργῶν»19.

3.Το ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰωάννου γιά τὸν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴν περιοχὴ ποὺ ζοῦσε, ἀλλὰ ὡς πραγματικός Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Βασιλεύουσας ἐκτεινόταν σὲ ὅλη τήν Αὐτοκρατορία: Κατά τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐξορίας, εὑρισκόμενος προσωρινά στὴ Νίκαια καὶ ἀναμένοντας τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη20 (Λίβανο) ἀποστέλλοντας ἐπιστολὲς καὶ ἀναζητώντας καταλλήλους κληρικοὺς γιά τὸ ἔργο αὐτό, τοὺς ὁποίους βρῆκε καὶ ἀπέστειλε21. Τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε καὶ γιά τήν πρόοδο τῆς Ἐκκλησὶας τῶν Γότθων (Κριμαία)22, ἐνῶ προσπάθησε νὰ καλλιεργήσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ δεδηλωμένου ἐχθροῦ του ἐπισκόπου Μαρουθά γιά τὸν εὐαγγελισμό τῶν Περσῶν23. Στὴ μέριμνά του βρέθηκε καὶ ἡ Σαλαμῖνα τῆς Κύπρου ἡ ὁποία κινδύνευε ἀπὸ πνευματικῆς ἀπόψεως ὡς «ὑπό τῆς αἱρέσεως τῶν Μαρκιωνιστῶν πολιορκούμενη»24. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ποιμαντικὴ μέριμνα ἀπὸ ἕναν “καθηρημένο”, “ἀναθεματισμένο” καὶ ἐξόριστο μὲ οἰκουμενικὴ ὅμως συνείδηση καὶ ποιμαντορικὴ εὐαισθησία Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Βασιλεύουσας…

4.Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ δράση τοῦ Ἰωάννου στὴν Ἀραβισσό, ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ Ἁγ. Συμεών Μεταφραστής: Στὴν περιοχὴ ζοῦσαν πολλοὶ εἰδωλολάτρες οἱ ὅποιοι ἀκούγοντας τὰ κηρύγματα τοῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου τὸν “προκάλεσαν” πὼς θὰ βαπτιστοῦν ἐὰν θεραπεύσει ἕναν παράλυτο συμπολίτη τους. Ὁ Χρυσόστομος προσευχήθηκε καί στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θεράπευσε τὸν παράλυτο.

Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πολλοὶ εἰδωλολάτρες τῆς περιοχῆς νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ βαπτιστοῦν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν σταμάτησε ἀλλὰ προχώρησε ἔτι πλέον καὶ ἐνεργώντας ὡς κανονικὸς ἐπίσκοπος ἀναλαμβάνει τήν πλήρη ὀργάνωση τῆς «νεοπαγοῦς Ἐκκλησίας» ποὺ αὐτὸς θεμελίωσε: χειροτονεῖ ἑπτὰ ἐπισκόπους, ἀρκετοὺς πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, μεταφράζει τό Ψαλτήρι καί τήν Κ. Διαθήκη, τοὺς παραδίδει τὴ Θ. Λειτουργία, συνεχίζει τήν κατήχηση, τοὺς ὁρίζει τυπικὸ λατρείας (ψαλμωδίες καὶ προσευχές). Μέσα σὲ λίγο χρόνο κατόρθωσε ὄχι μόνο νὰ αὐξηθεῖ ἀριθμητικὰ ἡ νεοπαγὴς Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ νὰ προοδεύσει στὴ συμμόρφωσή της μέ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς («Ἑπτὰ τοίνυν ἐπισκόπους σὺν ἅμα πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις ἱκανοῖς τῷ πλήθει τῶν πιστευσάντων ἐπὶ τούτοις χειροτονήσας, εἴπερ εὕροι τινὰς αὐτῶν τὴν Ἑλλήνων φράσιν ἐπισταμένους (γνώριζαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα) τούτοις ὅσα καὶ γλώσσῃ χρησάμενος τὸν τε θεῖον Δαυΐδ καὶ τὴν Καινὴν ἅπασαν πρὸς τὴν Ἑλλάδα γλῶτταν δι’ αὐτῶν μεταβάλλει. Καὶ παραδίδωσι μὲν τὸν τύπον τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, ἐκδιδάσκει δὲ καὶ τὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶτα καὶ κανόνας αὐτοῖς εἰσηγεῖται ψαλμῳδίας καὶ προσευχῶν. Ὀλίγων δὲ ἡμερῶν πληθυνομένην ὁρῶν τὴν νεοπαγῆ ταύτην Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ καὶ τῶν τοῦ Χριστοῦ ἐντολῶν οὐ μικρὰν ἐν αὐτοῖς τὴν ἐπίδοσιν, ᾡμολόγει τε τῷ Θεῷ χάριν, καὶ ἠγαλλιᾶτο τῷ πνεύματι, τοῖς ἀσθενέσιν αὐτῶν χεῖρας ἰασίμους ἐπιτιθείς, καὶ προῖκα τὸ πάντων κάλλιστον χαριζόμενος»25).

Σὲ αὐτή τή δράση τοῦ ”καθηρημένου” Ἀρχιεπισκόπου ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ καὶ ὁ Λέων Στ΄ ὁ Σοφὸς: «Διά τοῦ ἑνὸς ἅπασαν τήν χώραν (πολλὴ δὲ καὶ ἀναρίθμητος ἣν) ἕλκει, βαπτίζει, τήν εὐσέβειαν ἐκδιδάσκει, καὶ τέλος πᾶσαν τάξιν ἐκεῖ συνέταξεν ἱερώσυνον»26.

Γ. Ἀποδέχθηκαν οἱ πιστοὶ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις πού τὸν καθαίρεσαν; Ἀποδέχθηκαν ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο καὶ εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;

Ἀσφαλῶς ὄχι! Ὁ πιστὸς λαός τῆς Βασιλεύουσας ἀπό τήν πρώτη στιγμὴ δὲν ἀποδέχθηκε τήν καθαίρεση καί τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του. Παρά τοὺς ἀπηνεῖς καὶ σκληροὺς διωγμοὺς μεγάλο μέρος τῶν πιστῶν δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ δὲν ἀναγνώρισαν ὡς ποιμένες τους τοὺς παρεισάκτους “διαδόχους” τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν Ἀρσάκιο (26.6.404 ἕως 11.11.405) καί τὸν Ἀττικὸ (Μάρτιος 406 ἕως 10.10.425), διότι στὴ συνείδησή τους ὁ Χρυσόστομος παρέμενε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός τους.

Ὁ λαὸς ποὺ παρέμεινε πιστός στὸν Χρυσόστομο καὶ δὲν μνημόνευε, δηλαδὴ δὲν εἶχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία27 μέ τοὺς διαδόχους του Ἀρχιεπισκόπους, ὀνομάστηκαν ἀπό τοὺς κραττοῦντες περιφρονητικὰ «Ἰωαννίτες» καὶ θεωροῦνταν γιά τήν κρατικὴ Ἐκκλησία «σχισματικοί». Ἀποτελοῦν ὅμως ἔνδοξο στράτευμα στὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀναμενόμενο λοιπὸν ἦταν το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν νὰ ἀναδείξει πολλοὺς ἁγίους μὲ πλέον ἔνδοξη τήν Διακόνισσα Ἁγία Ὀλυμπιάδα.

Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ προστατεύσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπό του ἀπό τὴ μανία τῶν ἐχθρῶν του. Ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ δώσει καὶ τὸ αἷμα του γιὰ χάρη τοῦ Πατέρα του. Κατά τήν πρώτη, σύντομη ἐξορία, μετά τή σύνοδο τῆς Δρυός, ὁ Ἰωάννης γιὰ νὰ μὴ χυθεῖ αἷμα ὑπάκουσε στὴν αὐτοκρατορικὴ ἀντιπροσωπεία καὶ νύχτα, κρυφὰ ἀπό το λαό, παραδόθηκε στὸ αὐτοκρατορικὸ ἀπόσπασμα γιά τήν ἐξορία. Τήν ἑπόμενη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ἡ συνοδεία του εἰσῆλθαν ὡς νικητὲς καὶ ἐκκλησιαστικοὶ κατακτητές στὴ Βασιλεύουσα. Ὁ λαὸς ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως πληροφορήθηκε τήν ἐξορία τοῦ ποιμένα του καὶ διαμαρτυρήθηκε ἔντονα. Ὅταν ὁ Θεόφιλος «θέλησε νὰ μπεῖ στὸ ναὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ἐκδιώχθηκε ἀπό τοὺς πιστούς. Οἱ Ἀλεξανδρινοί τῆς συνοδείας του τράβηξαν τά ὃπλα τους καί ἔγινε μάχη. Ἡ ἀντίσταση τοῦ λαοῦ ἦταν ἐνεργητική. Ἡ Ἐκκλησία καί τὸ βαπτιστήριο γέμισαν ἀπὸ πτώματα καὶ ἡ κολυμβήθρα, καθὼς λένε, ξεχείλισε ἀπὸ ἀνθρώπινο αἷμα. Καθὼς ἄρχισε ἡ σύγκρουση, οἱ ἀξιωματοῦχοι ἔστειλαν στρατό, γιὰ νὰ τήν ἐνισχύσουν. Δόθηκαν μάχες παντοῦ. Κάθε Ἐκκλησία μεταβλήθηκε σὲ φρούριο, ὃπου ὁ λαὸς ὀχυρωνόταν καὶ οἱ στρατιῶτες ἐφορμοῦσαν χτυπώντας μὲ λοστοὺς καὶ βέλη. Τὸ αἷμα κυλοῦσε στὰ θυσιαστήρια καὶ οἱ κραυγαλέες κατάρες ἀντικαθιστοῦσαν τὸν ὕμνο τῆς εὐσπλαχνίας… Οἱ στρατιῶτες ἔκαναν ἐπίθεση ἐναντίον τῶν μοναχῶν. Τοὺς ἔσφαζαν ὁμαδικὰ μές στὶς Ἐκκλησίες τους, ἐρευνοῦσαν τὰ κελλιά τους… καὶ ὡς τὸ δρόμο καταδίωκαν μέ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ὅσους κατὰφεραν νὰ διαφύγουν»28.

Κατά τήν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ ἐξορία, ἀκόμα καὶ μετά τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου οἱ διωγμοὶ ποὺ ὑπέστησαν οἱ πιστοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τήν κρατικὴ Ἐκκλησία ἦσαν φοβεροὶ καὶ ἐξαπλώθηκαν σὲ ὅλο τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας.

Ἡ τριανδρία των Πατριαρχῶν (Ἀρχιεπισκόπων) τῆς Ἀνατολῆς: ὁ Κωνσταντινου-πόλεως Ἀρσάκιος (καὶ ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἀττικός), ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος καὶ ὁ Ἀντιοχείας Πορφύριος29 δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνεχθοῦν νὰ ἀκούγεται κάπου το ὄνομα τοῦ ἐξορίστου Ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου. Ἡ παραμονὴ μάλιστα τοῦ Χρυσοστόμου στὴν Κουκουσὸ (τόπος τῆς ἐξορίας του) πλησίον τῆς Ἀντιόχειας καὶ ἡ μετάβαση τῶν Ἀντιοχέων στὴν Κουκουσὸ γιὰ νὰ συναντηθοῦν μέ τὸν μεγάλο ἐξόριστο αὔξησε τὸν φθόνο τῶν ἐχθρῶν του καὶ μεθόδευσαν τὴ μετάβασή του σὲ ἄλλο ἔρημο τόπο, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.

Ἀλλὰ οἱ διωγμοὶ ἐναντίον τοῦ προσώπου τοῦ Χρυσοστόμου συνεχίστηκαν καὶ μετά τὸ θάνατό του στὸ πρόσωπο τῶν Ἰωαννιτῶν, οἱ ὅποιοι δὲν ἐνέδωσαν στὶς πιέσεις, καὶ συνέχιζαν νὰ μὴν μνημονεύουν τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἀποδέχθηκαν τήν καθαίρεση τοῦ Ἰωάννη. Ὁ παρείσακτος διάδοχός του «θεασάμενος μηδένα τῶν Ἀνατολικῶν αὐτῷ ἐπισκόπων κοινωνοῦντα, μήτε μὴν τοῦ τῆς πόλεως λαοῦ, διὰ τὰ οὕτως ἀνόμως παρακολουθήσαντα καὶ ἀθέσμως, παρασκευάζει… ταῖς ἀντιγραφαῖς (δηλαδὴ αὐτοκρατορικές ἀποφάσεις), καταναγκάζεσθαι τοὺς μὴ κοινωνοῦντας»30 ἐπὶ ποινῇ δήμευσης περιουσίας, ἔκπτωσης ἀπό τὸ ἀξίωμα, προστίμου, ἐξορίας ὅσους δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του καὶ μέ τὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο καὶ Ἀντιοχείας Πορφύριο.

Οἱ περιγραφὲς31 τοῦ βιογράφου τοῦ Χρυσοστόμου Παλλαδίου, ἐπισκόπου Ἑλενουπόλεως, γιά τὸ τί ὑπέστησαν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ ποὺ παρέμειναν πιστοί στὸν Ἀρχιεπίσκοπό τους μᾶς θυμίζουν μαρτυρολόγια τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων. Τέτοιο μίσος, τέτοια μανία ἐπέδειξε ἡ τριανδρία τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐναντίον τους32. Εὔστοχα σημειώνει ὁ Ἁγ. Ἰωάννης ἀναφερόμενος στοὺς ἐπισκόπους ποὺ δίωκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ: «Μηδὲν σὲ τούτων σκανδαλιζέτω, μὴ ἱερεὺς νῦν φαῦλος γεγενημένος καὶ λύκου παντὸς ἀγριώτερον ἐπιπηδῶν τῇ ἀγέλῃ, μὴ τῶν ἀρχόντων, μὴ τῶν κρατούντων τις πολλὴν ὠμότητα ἐνδεικνύμενος»33.

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

Καὶ ὅμως· οἱ Ἰωαννίτες παρέμειναν πιστοί στὸν Πατέρα τους ὅσο ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετά τὸ θάνατό του συνέχιζαν νὰ εἶναι ἀποκομμένοι ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ ὅσους δέν τὸν μνημόνευαν ὡς κανονικὸ Ἀρχιεπίσκοπο. Μόνο ὅταν 30 χρόνια μετά τὸν θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν θρόνο τῆς Βασιλεύουσας ἀνέβηκε ὁ μαθητής του Πρόκλος καὶ ἐνέγραψε τό ὄνομά του στὰ Δίπτυχα, τότε οἱ Ἰωαννίτες ἀποκατέστησαν τήν κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπαίτησαν τήν ἐπιστροφή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου στὴν Κωνσταντινού-πολη (438 μ.Χ.).

Ὁλόκληρη τήν ἐκκλησιαστική μας παράδοση γιά το “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν τήν συγκεφαλαιώνει ὁ Ἃγ. Συμεὼν Μεταφραστής, ὅταν γράφει γιά τοὺς Ἰωαννίτες : «ὅσοι δὲ τῶν αὐτῷ (τῷ Ἰωάννῃ) κεκοινωνηκότων ἦσαν ἐπίσκοποι τε καὶ ἱερεῖς ἁπλῶς, οἱ διὰ τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον ἐκκλησίαν ἐμίσησαν πονηρευομένων, τούτους δὴ πάντας δημεύσεις, ἐξορίαι, θάνατοι καὶ κολάσεις ποικίλαι διεμερίζοντο…. Ἦν οὖν ὁρᾷν τοὺς μὲν τὰς ἐγγὺς που φυλακὰς πληροῦντας, τοὺς δὲ τὰς μακρὰν ἠπείρους καὶ νήσους οἰκεῖν κατακρισομένους, πολλαῖς πρότερον καὶ χαλεπαῖς ταῖς βασάνοις κατεργασθέντας»34. Γιά τὸν Ἃγ. Συμεὼν ὅσοι ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς κοινωνοῦσαν μέ τὸν Χρυσόστομο καὶ φυσικὰ δὲν κοινωνοῦσαν μέ τοὺς ἐχθρούς του ἐπισκόπους μὴ μνημονεύοντάς τους καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑπέστησαν δημεύσεις, ἐξορίες, θανάτους καὶ ποικίλες τιμωρίες τὸ ἔκαναν «διά τὸν ὑπὲρ Χριστοῦ ζῆλον» καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ «ζήλου» «ἐμίσησαν τήν ἐκκλησίαν πονηρευομένων»! Δηλαδὴ ἡ τότε κρατικὴ ἐκκλησία ποὺ δίωκε τὸν Χρυσόστομο καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μαζί του ἦταν, κατά τὸν Ἃγ. Συμεὼν, «ἐκκλησία πονηρευομένων»!

Δ. Ποιὰ στάση τήρησε ὁ Χρυσόστομος ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς ποὺ ἀρνοῦνταν τήν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸν διάδοχό του;

Ἂς δοῦμε ὅμως ποιὰ στάση τήρησε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔναντι των πιστῶν ποὺ δὲν μνημόνευαν τοὺς διαδόχους του και εἶχαν διακόψει κάθε ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ κοινωνία μαζί τους. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Πατὴρ ἦταν ἐξαιρετικὰ αὐστηρὸς μὲ ὅσους ἔσχιζαν τήν Ἐκκλησία λέγοντας γιά το σχίσμα ὅτι «οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι… οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην ἒφησε δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν ἐξαλείφειν»35.

Στοιχούμενος σὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογική του θέση ὁ Ἰωάννης λίγο πρὶν παραδοθεῖ στὴν αὐτοκρατορικὴ κουστωδία ποὺ θά τὸν μετέφερε στὴν ἐξορία, κατά τὸν συγκινητικό ἀποχωρισμό του ἀπό τοὺς στενοὺς συνεργάτες του (ἐπισκόπους καὶ διακόνισσες) ζήτησε ἀπό τὶς διακόνισσες νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ ἔρθουν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ τὸ διάδοχό του («κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ»). Αὐτὸ ὅμως θὰ γινόταν μέ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις: α) αὐτὸς νὰ χειροτονηθεῖ χωρίς τή θέλησή του («ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν»), β) νὰ μὴν ἐπιδιώξει νὰ καταλάβει τὸ θρόνο («μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα») καὶ γ) νὰ ἔχει τὴν συγκατάθεση ὅλων («κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων»): «ὃς ἂν ἄκων ἀχθῇ ἐπὶ τὴν χειροτονίαν, μὴ ἀμφιβατεύσας τὸ πρᾶγμα, κατὰ συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε αὐτῷ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ· οὐ δύναται γὰρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι»36. Φυσικὰ καμία ἀπό τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἔθεσε ὁ Χρυσόστομος δὲν πληρώθηκαν στὸ πρόσωπο τῶν διαδόχων του καὶ γιά το λόγο αὐτὸ ὅλοι οἱ στενοὶ συνεργάτες τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἤδη εἴδαμε, ἀρνήθηκαν τήν ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους καί, φυσικά, δέν τοὺς μνημόνευαν ὡς ἐπισκόπους καὶ ποιμένες τους.

Γιά τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ὄχι μόνο δέν τοὺς ἐπιτίμησε, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιστρατεύοντας πρόσωπα Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς Διαθήκης μέ τὴ ρητορικὴ δεινότητα πού τὸν χαρακτήριζε τοὺς συνεχάρη, τοὺς ἐπαίνεσε καί τοὺς ἐνθάρρυνε στὸν ἀγῶνα αὐτό.

Γιά τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ὁ ἀγῶνας τῶν Ἰωαννιτῶν δὲν ἀφοροῦσε μόνο τήν προσωπική του δικαίωση καὶ ἀποκατάσταση στὸ θρόνο του, οὔτε ἀφοροῦσε μόνο τήν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά τήν ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησὶα καί τοὺς ἱεροὺς θεσμούς της37. Γράφοντας πρός τοὺς φυλακισμένους στὴ Χαλκηδόνα ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους σημειώνει: «Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην … πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα»38. Σὲ ἂλλη ἐπιστολή του κάνει χρήση «τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε»39.

Φτάνει μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ σημειώσει ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἐπικράτησε μετά τήν ἐκδίωξή του εἶναι «δίκαιοι μυριάκις» καὶ πρέπει «εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορὸν», «μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας»40!

Ἀξίζει νὰ δοῦμε πῶς ἡ Χρυσοστομικὴ πένα ἀναφέρεται στοὺς Ἰωαννίτες ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ: «Οἱ τοσαύτας σφαγὰς προσδοκήσαντες… πρὸς τοὺς κρατοῦντας τῆς οἰκουμένης ἁπάσης ἀποδυσάμενοι… νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες καὶ διὰ τῶν ρημάτων καὶ τῶν πραγμάτων τὴν παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκοντες καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, πῶς οὐκ ἂν εἶεν δίκαιοι μυριάκις εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν;… οὗτοι ἑαυτῶν μὴ φεισάμενοι, ἐννόησον πόσον λήψονται μισθόν, οὐ μίαν, οὐ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρας, ἀλλ’ ὁλόκληρον τὸν βίον ἐπὶ τῆς παρατάξεως ἱστάμενοι ταύτης βαλλόμενοι λοιδορίαις, ὕβρεσιν, ἐπηρείαις, συκοφαντίαις. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο μικρόν… καὶ γὰρ οὐσίας ἐπέδωκαν πολλοί… οἱ μὲν πατρίδος, οἱ δὲ καὶ αὐτῆς ἐξεβλήθησαν τῆς ζωῆς… πρὸς ἄρχοντας παρρησιαζόμενοι, βασάνων καταφρονοῦντες, ἀπειλῶν καταγελῶντες, δεικνύντες ὅσον ἐστὶν ἀρετὴ»41.

Λίγο πιὸ κάτω ἀντιδιαστέλλει τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κρατικοὺς διῶκτες μέ τὰ ἱερὰ θύματά τους: «ἐννόησον πόσας δώσουσιν οὗτοι δίκας ἐν τῷ φοβερῷ δικαστηρίῳ τότε ἐκείνῳ, πόσας ὑποστήσονται τιμωρίας, τὸ γε εἰς αὐτοὺς ἧκον, τὴν οἰκουμένην ταράξαντες ἅπασαν, τοσαύτας ἀνατρέψαντες ἐκκλησίας, τοσαύτῃ πολεμήσαντες εἰρήνῃ, μυρία πανταχοῦ σκάνδαλα θέντες; Οἱ δὲ παρ’ ἐκείνων παθόντες, ἅπερ ἔπαθον, μετὰ τῶν μαρτύρων, μετὰ τῶν Ἀποστόλων, μετὰ τῶν γενναίων καὶ ὑψηλῶν ἀνδρῶν στήσονται, λάμποντες ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ἀπὸ τῶν παθῶν, ἀπὸ τῶν στεφάνων, ἀπὸ τῶν βραβείων, ἀπὸ τῆς πολλῆς παρρησίας… οἱ μὲν γὰρ ἐπιβουλευόμενοι, τὴν οἰκουμένην ἐραστὰς ἔχουσιν, ἐπαινετάς, θαυμαστάς, ἀνακηρύττοντας, στεφανοῦντας, τοὺς εἰδότας, τοὺς οὐκ εἰδότας, τοὺς ἀπὸ πραγμάτων, τοὺς ἀπὸ φήμης τὰ ἐκείνων μανθάνοντας, τοὺς συναλγοῦντας μυρίους, τοὺς συναγωνιζομένους, τοὺς τὰ χρηστὰ συνευχομένους αὐτοῖς πάντας»42.

Μὲ ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμὸ γράφει στὴν πολλὰ παθοῦσα διακόνισσα Πενταδία γιά τὴ νίκη τήν ὁποία κατήγαγε κατά τῶν ἐχθρῶν: «Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου τοιαύτην ἀραμένη νίκην, καὶ τοιούτους εὐκόλως ἐπιστομίσασα θῆρας, καὶ τὰς ἀναισχύντους αὐτῶν ἐμφράξασα γλώττας, καὶ λυσσῶντα ἀποῤῥάψασα στόματα. Τοιοῦτον γὰρ ἡ ἀλήθεια μεθ’ ἧς ἠγωνίσω, καὶ ὑπὲρ ἧς ἐσφάγης πολλάκις … Χαῖρε τοίνυν καὶ εὐφραίνου (οὐ γὰρ παύσομαι συνεχῶς ταῦτα λέγων τὰ ῥήματα), ἀνδρίζου, καὶ κραταιοῦ, καὶ καταγέλα πάσης ἐπαγομένης σοι παρ’ αὐτῶν ἐπιβουλῆς»43.

Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του στὴν ἰδία διακόνισσα Πενταδία τῆς ζητεῖ νὰ μὴν φύγει ἀπό τήν Πόλη ἀλλὰ νὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ νὰ συνεχίζει νὰ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καί τοὺς ἄλλους πιστοὺς μέ τὸ ἀνδρεῖο παράδειγμά της: «Τῶν μὲν στεφάνων σε μακαρίζω, οὓς ἀνεδήσω καὶ νῦν, διὰ τῆς ἀνδρείας πάντα ἑλομένη παθεῖν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν Θεὸν ὑπερασπίζοντά σου ἔχεις μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος. Ἕως γὰρ θανάτου, φησὶν, ἀγώνισαι ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ ὁ Κύριος πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ. Ὅπερ καὶ γέγονε. Μέχρι γὰρ τοσούτου δραμοῦσα τὸν καλὸν τοῦτον ἀγῶνα, πολλὰ ἄνωθεν ἐπεσπάσω τὰ βραβεῖα· τούτου μὲν οὖν ἕνεκεν χαίρω. Ἐπειδὴ δὲ ἔγνων, ὅτι βουλεύῃ περὶ ἀποδημίας, καὶ μεταστῆναι ἐκεῖθεν βούλει, παρακαλῶ σου τὴν τιμιότητα μηδὲν τοιοῦτον ἐννοῆσαι μηδὲ βουλεύσασθαι. Πρῶτον μὲν δι’ αὐτὸ τοῦτο, ὅτι δὴ στήριγμα τῆς πόλεως εἶ τῆς αὐτόθι, καὶ λιμὴν εὐρὺς, καὶ βακτηρία, καὶ τεῖχος ἀσφαλὲς τοῖς καταπονουμένοις. Μηδὲ τοσαύτην ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐμπορίαν ῥίψῃς, μηδὲ τοσοῦτον πρόῃ κέρδος, τοσούτους καθ’ ἑκάστην ἡμέραν συνάγουσα θησαυροὺς ἀπὸ τῆς παρουσίας τῆς αὐτόθι. Οἵ τε γὰρ ὁρῶντες, οἵ τε ἀκούοντές σου τὰ κατορθώματα, οὐ μικρὰ κερδαίνουσιν. Οἶσθα δὲ ἡλίκον τοῦτο φέρει σοι τὸν μισθόν. Πρῶτον μὲν, ὅπερ ἔφην, διὰ τοῦτο παρακαλοῦμεν αὐτόθι μένειν· καὶ γὰρ πεῖραν οὐ μικρὰν δέδωκας τῆς ὠφελείας, ἣν παρέσχες διὰ τῆς αὐτόθι παραμονῆς»44.

Συγκινητικὲς εἶναι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπευθύνει στοὺς κληρικοὺς ποὺ βρίσκονται φυλακισμένοι γιὰ χάρη του: «Μακάριοι καὶ τῶν δεσμῶν ὑμεῖς, καὶ τῆς γνώμης, μεθ’ ἧς φέρετε τὰ δεσμὰ, ἀποστολικὴν ἀνδρείαν ἐν τούτοις ἐπιδεικνύμενοι· ἐπεὶ κἀκεῖνοι καὶ μαστιγούμενοι, καὶ ἐλαυνόμενοι, καὶ δεσμούμενοι, μετὰ πολλῆς ταῦτα ἔφερον τῆς ἡδονῆς· οὐ μόνον δὲ μετὰ πολλῆς ἔφερον τῆς ἡδονῆς, ἀλλὰ καὶ τὰ αὑτῶν ἐποίουν ἐν ταῖς ἁλύσεσιν ὄντες, καὶ τὴν οἰκουμένην μεριμνῶντες ἅπασαν. Διὸ δὴ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν ἀγάπην μηδὲν ἐντεῦθεν ἀναπεσεῖν, ἀλλ’ ὅσῳ πλείων ὑμῖν ἡ ὀδύνη γίνεται ἐξ ὧν πάσχετε, πλείονα καὶ τὴν προθυμίαν ἐπιδείξασθαι, καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν μεριμνᾷν ὑπὲρ τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἂν γένοιτό τις διόρθωσις ἡ προσήκουσα, μηδὲ εἰς τὴν ὀλιγότητα ὑμῶν ἀπιδόντες, καὶ τῷ περιελαύνεσθαι πανταχόθεν, ὑπτιώτεροι γένησθε. Δι’ ὧν γὰρ πάσχετε, μείζονα τὴν παρὰ τῷ Θεῷ παῤῥησίαν κτώμενοι, πλείονα εὔδηλον ὅτι καὶ τὴν δύναμιν ἕξετε»45.

Σὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ καὶ αὐτοὶ βρίσκονταν φυλακισμένοι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο γράφει: «Μακάριοι καὶ τρισμακάριοι, καὶ πολλάκις τοῦτο ὑμεῖς τῶν καλῶν τούτων ἱδρώτων καὶ ἀγώνων, τῶν μόχθων, καὶ πόνων, καὶ τῶν κινδύνων, οὓς ὑπὲρ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην κειμένων ὑπομεμενήκατε, λαμπροὶ μὲν ἐν γῇ, λαμπροὶ δὲ ἐν οὐρανοῖς διὰ τούτων γενόμενοι. Καὶ γὰρ ἄνθρωποι πάντες οἱ νοῦν ἔχοντες ἀνακηρύττουσιν ὑμᾶς, καὶ στεφανοῦσιν, ἐκπληττόμενοι τὴν εὐτονίαν ὑμῶν, τὴν ἀνδρείαν, τὴν καρτερίαν, τὴν προσεδρείαν. Ὅ τε φιλάνθρωπος Θεὸς, ὁ μείζονας ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος τιθεὶς ἀεὶ τῶν πόνων τὰς ἀμοιβὰς, τοσούτοις ἀμείψεται ἀγαθοῖς, ὅσοις ἀμείβεσθαι Θεῷ πρέπον τοὺς οὕτω γενναίως ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην ἅπασαν εἰρήνης. Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς οὐ παυόμεθα μακαρίζοντες ὑμᾶς, ἐντρυφῶντες ὑμῶν τῇ μνήμῃ διηνεκῶς, ἐπὶ διανοίας περιφέροντες, εἰ καὶ πολλῷ διῳκίσμεθα τῷ τῆς ὁδοῦ μήκει»46.

Ὁ Χρυσόστομος ἐπαινεῖ, ἐνθαρρύνει καὶ προτρέπει τοὺς πιστοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς νοσηρῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως ποὺ ἀκολούθησε τήν ἐξορία του, διότι θεωροῦσε αὐτόν τὸν ἀγῶνα τους ὡς τὴ μοναδικὴ ἐλπίδα γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησὶα τῆς Κωνσταντινου-πόλεως: «Χρήσασθε τοίνυν εἰς καιρὸν τῇ προθυμίᾳ, καὶ δι’ ἑαυτῶν, καὶ δι’ ἑτέρων, ὧν ἂν οἷόν τε ᾖ, ταῦτα καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν σπουδάσατε, ἵνα τὸ κατέχον κλυδώνιον καταστεῖλαι δυνήσεσθε. Μάλιστα μὲν γὰρ ἔσται τι καὶ πλέον σπουδαζόντων ὑμῶν»47.

Σὲ ἐπιστολή του στὸν ἐπίσκοπο Θεοδόσιο τὸν παρακαλεῖ νὰ συνεχίσει τὸν ἀγῶνα πού καὶ τὸν ἲδιον τὸν ἀγωνιζόμενον τιμᾶ καὶ τὶς Ἐκκλησίες προφυλάσσει καὶ νὰ ἀποστρέφεται μέ τήν πρέπουσα ἀνδρεία αὐτοὺς ποὺ δημιούργησαν ταραχές στὴν οἰκουμένη καὶ συντάραξαν τὶς Ἐκκλησὶες. Θεωρεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνδρεία στάση θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ ἀπαλλαγῆς ἀπό τὴ συμφορά, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ ἀσφάλεια γιά τὶς Ἐκκλησίες αὐτὸ θὰ βοηθήσει στὴν ἐξάλειψη τῶν δεινῶν, ὅταν οἱ σώφρονες διακόψουν κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ «τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας»: «παρακαλοῦμεν ὑμᾶς καθάπερ καὶ ἔμπροσθεν ἐποιήσατε, κοσμοῦντες τε ἑαυτοὺς καὶ τὰς Ἐκκλησίας ἀσφαλιζόμενοι, οὕτω καὶ νῦν ποιήσατε, καί τοὺς τοσαύτας ταραχὰς ἐμβαλόντας εἰς τήν οἰκουμένην ἅπασαν καὶ τὰς Ἐκκλησίας διαταράξαντας ἀποστρέφεσθαι μετά τῆς προσηκούσης ὑμῖν ἀνδρείας. Τοῦτο γὰρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια ταῖς Ἐκκλησίαις, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν ἒχητε πρὸς αὐτοὺς»48.

Ε. Συμπερασματικὰ: Εἶναι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὑπερασπιστὴς σχίσματος;

Ἀσφαλῶς, ὄχι! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προτρέπει τοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν σέβονταν νὰ παραμείνουν μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους νὰ μὴν ἔχουν καμμία λειτουργικὴ κοινωνία μαζὶ τους καὶ νὰ μὴν τοὺς μνημονεύουν ὡς κανονικοὺς ποιμένες τους;

Ὅπως πολὺ συνοπτικὰ εἴδαμε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀποδέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων Δρυὸς καὶ Κωνσταντινουπόλεως ποὺ τὸν καθαίρεσαν καὶ ἀφόρισαν. Τὴν ἰδία στάση τήρησε καὶ μέρος τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀρνήθηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του. Ἔτσι δημιουργήθηκε στὴν Βασιλεύουσα τὸ “σχίσμα” τῶν Ἰωαννιτῶν. Καὶ ὅμως ὁ Ἰωάννης ἀντὶ νὰ ἐπιπλήξει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴ ”σχισματικὴ” τους συμπεριφορὰ τοὺς ἐπαινεῖ ἰδιαιτέρα καὶ τοὺς ἐνθαρρὺνει νὰ τὴν συνεχίσουν! Ὅμως, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ κατ’ ἐξοχὴν ὑπερασπιστὴς τῆς κανονικῆς τάξεως, ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας καὶ σφοδρὸς πολέμιος τοῦ σχίσματος νὰ ἐπαινεῖ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὸ “σχίσμα” τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν;

Θὰ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαιτέρα ὅτι ὁ Ἰ. Χρυσόστομος δὲν προσεγγίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ἐπιπόλαια, μὲ νομικοὺς ὃρους καὶ ἐξωτερικὰ κριτήρια ἀλλὰ καθαρὰ ἁγιοπνευματικά. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει μιὰ ἐξωτερική, ἐπίπλαστη ἑνότητα ποὺ δὲν ἑδράζεται ἐπὶ στερεᾶς βάσεως καὶ δὲν διαποτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ μελετητὴς τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς καὶ ἐκφραστὴς τοῦ χρυσοστομικοῦ ἤθους, πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ἀναφερόμενος στὴ χρυσοστομική ἑρμηνεία τοῦ Παύλειου «ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα» (Ἐφεσ. 4, 4)49: «Πιστεύει ὁ αὐθεντικὸς ἑρμηνευτὴς τοῦ Παύλου, … ὅτι καλῶς ὁ Ἀπόστολος μετὰ τὸ “ἓν σῶμα” ἔθεσε καὶ τὸ “ἓν πνεῦμα”, γιὰ νὰ δείξει ὅτι … δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἐνσωματωμένος στὴν Ἐκκλησὶα, στὸ “ἓν σῶμα”, χρειάζεται νὰ ἔχει καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ ἰσχύει … ὄχι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς… ἀλλὰ μὲ ὅσους Ὀρθοδόξους ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχουν ὅμως τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶναι φίλοι τῶν αἱρετικῶν»50.

Γιὰ τὸν Ἰ. Χρυσόστομο ἡ ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σὲ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καταλύει τὴν οὐσιαστικὴ ἑνότητά του ἀκόμα καὶ ὅταν πληροῦνται τὰ λοιπὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ τὴ συγκροτοῦν καὶ συνεπῶς καθιστᾶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ αὐτὸ σῶμα ὄχι Σῶμα Χριστοῦ ἀλλὰ σχισματικὴ ὁμάδα. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση οἱ πιστοὶ ἔχουν καθῆκον ἀναλόγως μὲ τὴ θέση καὶ τὶς δυνατότητές τους νὰ ἀντισταθοῦν ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῆς σχισματικῆς αὐτῆς ὁμάδας. Ἀντιθέτως, σὲ κρίσιμες καὶ ἔκτακτες στιγμὲς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ὃπου ὑπάρχει πόνος, ἀγωνία καὶ ἀγῶνας γιὰ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ παράδοση, ἐκεῖ, ἀκόμα καὶ ὅταν ἐξωτερικὰ φαίνεται νὰ ὑφίσταται σχισματικὴ κατάσταση, ἐπαναπαύεται τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία Του. Δὲν πρόκειται, λοιπόν, περὶ σχίσματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὸ μᾶς ἔδειξαν οἱ Ἰωαννίτες …

Μὲ ἂλλα λόγια, γιὰ τὸν Ἰωάννη, σὲ σχίσμα βρίσκονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ ἐνεργοῦν ἀντίθετα μὲ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ὅταν ἔχουν μὲ τὴν ἀνοχὴ ἢ τὴν συνεπικουρία τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ὑψηλὴ θέση στὴν Ἱεραρχία καὶ ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες. Ἀντίθετα, δὲν εἶναι σχισματικοὶ ἀλλὰ κανονικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἂξια τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ὅσοι ὑπακούουν, σέβονται, τιμοῦν καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κανονικὴ τάξη καὶ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι ὀλίγοι ἢ βρίσκονται σὲ διάσταση καὶ δὲν κοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἔχοντες τοὺς θρόνους ἐπισκόπους οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικὰ εἶναι «ψευδεπίσκοποι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι» (κανόνας 15ος Πρωτοδευτέρας).

Οἱ διάδοχοι, λοιπόν, τοῦ Χρυσοστόμου Ἀρσάκιος καὶ Ἀττικὸς μὲ τὴν συνειδητὴ παρανομία καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως αὐτοὶ ὁδηγήθηκαν στὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο ἀγωνίστηκαν μὲ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος νὰ ἐξαλείψουν οἱ Ἰωαννίτες.

Εἶναι ἀπολύτως σαφὴς ἡ θέση τῶν σαράντα ἐπισκόπων ποὺ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Ἰωάννη ἀπάντησαν στὴ σύνοδο τῆς Δρυὸς καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο: «Μὴ κατάλυε τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὴ σχίζε τὴν Ἐκκλησίαν, δι’ ἣν ὁ Θεὸς εἰς σάρκα κατῆλθεν»51. Δηλαδή, ἔργο σχίσματος διαπράττει ὅποιος μὲ βάση τοὺς ἱεροὺς κανόνες παρανομεῖ.

Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καὶ ἀκριβολογεῖ σημειώνοντας: «δύο γὰρ εἰσὶ διαιρέσεις ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ · μιὰ μέν, ὅταν ψέξωμεν τὴν ἀγάπην, δεύτερα δὲ ὅταν ἀνάξια τοῦ τελεῖν εἰς ἐκεῖνο τὸ σῶμα τολμήσωμεν · ἑκατέρως γὰρ χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος»52. Δὲν πρόκειται, λέει ὁ ἱερὸς Πατήρ, γιὰ διαίρεση τοῦ Σώματος ἀλλὰ γιὰ «διαίρεση ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ», ἡ ὁποία διαπράττεται μὲ δύο τρόπους: Στὴν πρώτη περίπτωση ἔχουμε σχίσμα ὅταν ἔχει ψυγεῖ ἡ ἀγάπη καὶ χωριζόμαστε. Στὴ δεύτερη περίπτωση σχίσμα δημιουργεῖται ἀπὸ ὅσους τολμοῦν νὰ ἐνεργήσουν παρανομίες πάνω στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Στὴ δεύτερη περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο χωρίζει τὸν ἑαυτὸ του ἀπὸ τὸ Σῶμα, «χωρίζομεν ἑαυτοὺς τοῦ πληρώματος». Ἀκριβέστερα γιὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα δὲν ἔχουμε σχίσιμο τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ἑνότητά της παραμένει ἀδιατάρακτη, ἀλλὰ ἀπόσχιση «ἀπὸ τοῦ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ» ὅσων τολμοῦν νὰ ἀσεβήσουν στὸ ἱερὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Μὲ ἀλλὰ λόγια ἡ ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπροϋπόθετη. Θεμελιώδης προϋπόθεση γιὰ νὰ ἑδρασθεῖ σὲ στερεὰ βάση ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἡ πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τάξη. Ὅποιος περιφρονεῖ τὴν ἀλήθεια αὐτὸς «σχίζει τὴν Ἐκκλησὶα» ἤ ἀκριβεστέρα ἀποσχίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς δημιουργεῖ τὸ σχίσμα καὶ αὐτὸς εἶναι ὑπαίτιός του.

Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἐκκλησιολογία ποὺ διαποτίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση ἦλθε ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου νὰ τὴν περιβάλει μὲ κανονικὸ κῦρος: Αἰτιολογώντας γιατὶ δὲν πρέπει νὰ τιμωρηθοῦν ἀλλὰ ἀντιθέτως «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ὅσοι κληρικοὶ -ἀκόμα καὶ πρὸ συνοδικῆς καταδίκης- διακόπτουν τὴν κοινωνία καὶ δὲν μνημονεύουν (δηλαδὴ ἀποτειχίζουν) τὸν ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει δημόσια αἵρεση, ἀποφαίνεται ὅτι αὐτοὶ δὲν δημιουργοῦν σχίσμα μὲ τὸ νὰ διακόπτουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἀλλὰ ἀντίθετα φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα: «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι» ἀφοῦ «οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» .
Οὐσιαστικὰ στὴν περίπτωση τῶν Ἰωαννιτῶν τέθηκε τὸ διαχρονικὸ καὶ πάντα κρίσιμο ἐρώτημα: Ποιός, τελικά, ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα; Αὐτὸς ποὺ συμμορφώνεται μὲ τὴν παρανομία καὶ τὴν ἀσέβεια καί ὑποτάσσεται δουλικὰ ὑπηρετώντας ὄχι τὴν ἀλήθεια ἀλλὰ διαφορὲς σκοπιμότητες πρὸς ἴδιον, συνήθως, ὄφελος ἢ αὐτὸς ποὺ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀγωνίζεται μὲ ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καταβάλλοντας ἐνίοτε καὶ αὐξημένο προσωπικὸ κόστος;
Ἡ Ἐκκλησία τὸ 438 μ.Χ., 30 χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Πατρός, ἀποκατέστησε καὶ τυπικὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη καὶ δικαίωσε τὸ φρόνημα, τὸ ἦθος καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ἰωαννιτῶν καταδικάζοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλες τὶς παρανομίες, ἀθλιότητες, ἀσέβειες καὶ αὐθαιρεσίες ποὺ διέπραξαν πάνω στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα οἱ πρὸς καιρὸν ἰσχυροὶ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κρατικοὶ παραγόντες, οἱ πραγματικὰ σχισματικοὶ.

Ο Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος καὶ τὸ «σχίσμα» τῶν Ιωαννιτών 1.

1 Τὸ παρὸν ἄρθρο ἀφιερώνεται στὸν Ποιμενάρχη μας, Σεβασμ. Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Χρυσόστομο, ἄγοντα σήμερα τὰ ὀνομαστήριά του μὲ τὴν ὁλὸθερμη ὑιικὴ εὐχὴ ὁ Κύριος διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἱεροῦ Χρυσόστομου νὰ τὸν χαρίζει στὴν Ἐκκλησία Του «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγο τῆς Αὑτοῦ ἀληθείας».

2 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 5, ΕΠΕ 20, 712.

3 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.

4 Α. THIERRY, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Μεγαλομάρτυρας μετὰ τοὺς διωγμούς, μτφρ. Θ. Σουγκάκη-Β. Τάτση, ἐκδ. «Χριστιανικὴ Ἐλπίς», Θεσσαλονίκη 20032, σ. 38.

5 Ἀναλυτικὰ βλ. A. THIERRY, σ. 36-56, 69-97.

6 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Διακόνῳ Ὀλυμπιάδι» ἐπιστολὴ 14, 4, PG 52, 617.

7 ΑΓ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου, Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 395.

Ἀναλυτικὰ βλ. A. THIERRY, σ. 100-160.

9 Ἀναλυτικὰ γιὰ τὴν παρὰ τὴν Δρῦ Σύνοδο βλ. A. THIERRY, σ. 161-181, ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α΄ σ. 58-73.

10 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ ΕΛΕΝΟΠΟΛΕΩΣ, «Διάλογος ἱστορικὸς περὶ τοῦ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου», PG 47, 30-31, A. THIERRY, σ. 204-223.

11 Ἀναλυτικότερα βλ. Α. THIERRY, σ. 224-234.

12 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 158: Οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου «θεασάμενοι γὰρ μεταστᾶσαν τὴν Ἀντιοχέων ἐπί τὴν Ἀρμενίων κἀκεῖθεν πάλιν ἐπί τὴν Ἀντιοχέων τὴν Ἰωάννου εὐχάριστον φιλοσοφίαν ᾀδομένην, ηὔχοντο καί τὸ ζῆν ἀποῤῥῆξαι, καθάπερ ὑπὸ μαστίγων τῶν διηγημάτων βασανιζόμενοι (τοιοῦτον γὰρ ὁ μισόκαλος φθόνος)».

13 ΔΩΡ. DBAR, Τόπος θανάτου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, Θεσσαλονίκη 2003, στὸ https://thesis.ekt.gr/thesis BookReader/id/37196?lang=el#page/1/mode/2up

14 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἐπιστολὴ 125, «Πρὸς Κυριακὸν ἐπίσκοπον ἐν ἐξορίᾳ ὄντα καὶ αὐτόν», PG 52, 685, ΕΠΕ 38, 240-242).

15 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολή 120, «Θεοδώρᾳ», ΕΠΕ 38, 218: «Ἀνηλώθημεν, ἐδαπανήθημεν, μυρίους ἀπεθάνομεν θανάτους· καὶ ταῦτα ἴσασιν ἀκριβέστερον ἀπαγγεῖλαι οἱ τὰ γράμματα ἐγχειρίζοντες, καὶ ταῦτα βραχείαν ροπὴν ἡμῖν συγγενόμενοι· πρὸς οὓς οὐδὲ διαλεχθῆναί τί μικρὸν ἠδυνήθημεν, ὑπό τῶν συνεχῶν πυρετῶν καταβεβλημένοι, οὓς ἔχων καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ ὁδοιπορεῖν ἠναγκαζόμην, καὶ θάλπει πολιορκούμενος, καὶ ὑπὸ ἀγρυπνίας διαφθειρόμενος, καὶ ὑπό τῆς τῶν ἐπιτηδείων ἐρημίας ἀπολλύμενος, καί τῆς τῶν προστησομένων ἀπορίας. Καὶ γάρ τῶν τὰ μέταλλα ἐργαζομένων, καί τὰ δεσμωτήρια οἰκούντων χαλεπώτερα καὶ πεπόνθαμεν καὶ πάσχομεν. Ὀψὲ δὲ πότε καὶ μόλις ἐπέτυχον τῆς Καισαρείας, ὡς ἀπὸ χειμῶνος εἰς γαλήνην καὶ εἰς λιμένα ἐλθών. Ἀλλ’ οὐδὲ ὁ λιμὴν οὗτος ἴσχυσεν ἀνακτήσασθαι τὰ ἀπό τοῦ κλυδωνίου κακά· οὕτω καθάπαξ ἡμᾶς ὁ ἔμπροσθεν χρόνος κατειργάσατο. Ἀλλ’ ὅμως ἐλθὼν εἰς τὴν Καισάρειαν, μικρὸν ἀνέψυξα, ὅτι ὕδατος ἔπιον καθαροῦ, ὅτι ἄρτου οὐκ ὀδωδότος οὐδὲ κατεσκληκότος μετέλαβον, ὅτι οὐκ ἔτι ἐν τοῖς κλάσμασι τῶν πίθων ἐλουόμην, ἀλλ’ εὗρον βαλανεῖον οἷον δήποτε, ὅτι συγκεχώρημαι τέως τῇ κλίνη προσηλῶσθαι. Ἐνῆν καὶ πλείονα τούτων εἰπεῖν, ἀλλ’ ἶνα μὴ συγχέω σου τὴν μάθησιν, μέχρι τούτου ἵστημι τὸν λόγον, ἐκεῖνο προστιθείς, ὅτι μὴ παύση ὀνειδίζουσα τοῖς ἀγαπῶσιν ἡμᾶς, ὅτι τοσούτους ἔχοντες ἐραστάς, καὶ τοσαύτην δύναμιν περιβεβλημένους, οὐκ ἐτύχομεν οὗ τυγχάνουσιν οἱ κατάδικοι, ὥστε εἰς ἡμερώτερον καὶ ἐγγύτερον ποὺ κατοικισθῆναι τόπον· ἀλλὰ καί τοῦ σώματος ἡμῖν ἀπαγορεύσαντος, καί τοῦ φόβου τῶν Ἰσαύρων πάντα πολιορκοῦντος, τῆς μικρᾶς ταύτης καὶ εὐτελοῦς οὐκ ἐπετύχομεν χάριτος. Δόξα τῷ Θεῷ καὶ διὰ τοῦτο. Οὐ παυόμεθα γὰρ αὐτὸν ἐπὶ πᾶσι δοξάζοντες. Εἴη τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».

16 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 156.

17 ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, PG 47, ΧLIII.

18 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 156.

19 ΑΓ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, «Ἐγκώμιον εἰς τὸν μέγαν Ἱεράρχην καὶ Πατέρα ἡμῶν θεῖον Χρυσὸστομον…», Συγγράμματα, ἐκδ. Ἱ. Βασιλικὴ καὶ Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγ. Νεοφὺτου, Πάφος 1999, τ. Γ΄ σ. 400.

20 Α. THIERRY, σ. 281-284, 366-370.

21 Προκαλεῖ συγκίνηση ἡ ψυχικὴ ἔνταση μέ τὴν ὁποία γράφει στὸν πρεσβύτερο Κωνσταντῖνο γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἱεραποστολή στὴ Φοινίκη, ἂν ἀναλογιστοῦμε τὴ δεινὴ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Χρυσόστομος ἀναμένοντας τὴν ἀπόφαση γιά τὸν τόπο ἐξορίας (ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Κωνσταντίνῳ πρεσβυτέρῳ», PG, 52, 732-733).

22 Α. THIERRY, σ. 370-373.

23 Α. THIERRY, σ. 373-377.

24 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Κωνσταντίνῳ πρεσβυτέρῳ», PG, 52, 732-733

25 ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ, «Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰ. Χρυσοστόμου», PG 114, 1193.

26 ΛΕΩΝ ΣΤ, «Λόγος ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα… Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον», PG 107, 288.

27 ΣΩΖΟΜΕΝΟΣ, «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» 8, 23, PG 67, 1573D-1576Α: «Ἔπει γὰρ αὐτῷ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ συνοῦσι κοινωνεῖν ἢ συνεύχεσθαι οὐκέτι ἀνεκτὸν ἡγοῦντο, ἀναμεμειγμένων αὐτοῖς τῶν ἐπιβούλων Ἰωάννου, καθ’ ἑαυτοὺ δέ, ὡς εἴρηται, συνιέντας ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς τῆς πόλεως ἐκκλησίαζον, κοινοῦται βασιλεῖ περὶ τούτου. Συνηγμένοις δὲ συνταγματάρχης ἅμα στρατιώταις ἐμβαλεῖν ἐπιτραπείς, τὸ μὲν πλῆθος παίων ξύλοις καὶ λίθοις, εἰς φυγεῖν τρέπει. τοὺς δὲ ἐπισημότερον καὶ προθυμότερον τὰ Ἰωάννου ζηλοῦντας, ἐν φρουρᾷ ποιεῖται… Μεγίστης δὲ ταραχῆς καὶ οἰμωγῆς ἀνὰ τὴν πόλιν συμβάσης, οὐδ’ οὕτως μετέθεντο τοῦ περὶ Ἰωάννη φίλτρου».

28 A. THIERRY, σ. 189-190.

29 Γιά τὸ ἦθος καί τὴν ἄνοδο τοῦ Πορφυρίου στὸν θρόνο τῆς Ἀντιόχειας βλ. A. THIERRY, σ. 311-315.

30 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 154-156: Ἐκδόθηκαν δύο αὐτοκρατορικὲς «ἀντιγραφές». Μία γιὰ ἐπισκόπους καὶ μία γιὰ λαϊκοὺς: «Εἶχεν δὲ ἡ μὲν κατὰ τῶν ἐπισκόπων ἀντιγραφὴ τὴν ἀπειλὴν ταύτην “εἰ τις οὐ κοινωνεῖ τῶν ἐπισκόπων Θεοφίλῳ καὶ Πορφυρίῳ καὶ Ἀττικῷ, τῆς μὲν ἐκκλησίας ἐκβαλέσθω, τῆς δὲ ἰδίας τῶν πραγμάτων οὐσίας ῥιπτέσθω”. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν καταβαρυνόμενοι τῷ τῶν πραγμάτων φορτίῳ καὶ ἄκοντες κοινωνοῦσιν (ὅσοι πιέζονταν ἀπὸ τὴ μεγάλη τους περιουσία κοινωνοῦσαν καὶ χωρὶς τὴ θέλησή τους), οἱ πενέστεροι καὶ εἰς πίστιν ὑγιῆ ἀσθενέστεροι ὑποσχέσεσι δώρων τινῶν συνεσύροντο εἰς κοινωνίαν (οἱ πιό φτωχοί καὶ ἀσθενεῖς στήν ὀρθὴ πίστη δελεάζονταν ἀπὸ δῶρα), οἱ δὲ γένους καὶ πραγμάτων καὶ δόξης φθαρτῆς καὶ θλίψεως σωματικῆς ὑπεριδόντες φυγῇ τὴν τῆς ψυχῆς εὐγένειαν διεφύλαττον (ἄλλοι περιφρονώντας καταγωγὴ καὶ περιουσία καὶ δόξα φθαρτὴ καὶ θλίψη σωματικὴ διαφύλαξαν τὴν ἀξιοπρέπειά τους καὶ ἔφυγαν μακρυὰ γιά νὰ μὴν κοινωνήσουν)… Ἔφθανον δὲ οἱ μὲν ἐν τῇ Ῥώμη, οἱ δὲ ἐν τοῖς ὄρεσιν, ἕτεροι δὲ ἐν τοῖς τῶν ἀσκητῶν φροντιστηρίοις διεσῴζοντο ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς πονηρίας. Ἡ δὲ κατὰ τῶν λαϊκῶν ἀντιγραφὴ περιεῖχεν. “Τοὺς μὲν ἐν ἀξιώμασιν ἐκπίπτειν τῆς κατὰ τὰς ἀρχὰς ἀξίας (ἔχαναν τὸ ἀξίωμά τους), τοὺς δὲ στρατιώτας τὰς ζώνας ἀπολεῖν (στεροῦνταν τὸν ὁπλισμό τους), τοὺς δὲ λοιπούς δήμους καὶ χειροτέχνας, χρυσίῳ πολυολκεῖ προστιμηθέντας, ὑποβάλλεσθαι ἐξορίᾳ (οἱ πολῖτες καὶ οἱ τεχνῖτες πλήρωναν πρόστιμο καὶ ἐξορίζονταν)”. Πλὴν ὅμως καὶ ταῦτα ἐπράττετο καὶ αἱ προσευχαὶ τῶν σπουδαίων ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐπετελοῦντο μετὰ πολλῆς τῆς κακοπαθείας, φιλίᾳ τῇ πρὸς τὸν Σωτῆρα (παρ’ ὅλα αὐτὰ μὲ μεγάλη ταλαιπωρία οἱ ἀκολουθίες τελοῦνταν στὴν ὕπαιθρο λόγῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτῆρα)».

31 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», ΕΠΕ 68, 267-275.

32 Βλ. καὶ A. THIERRY, σ. 239-240, 263-274, 316-317, 389-391.

33 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 612.

34 ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ, «Εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰ. Χρυσόστομου», PG 114, 1193-1196.

35 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 708.

36 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», PG 47, 35.

37 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608: «νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες».

38 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.

39 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις», ΕΠΕ 38, 288.

40 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 632.

41 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 608-610.

42 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, «Πρός τοὺς σκανδαλισθέντας ἐπὶ ταῖς δυσημερίαις ταῖς γενομέναις, καί τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ», ΕΠΕ 33, 630-632.

43 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 168.

44 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 94, «Πενταδίᾳ διακόνῳ», ΕΠΕ 38, 186.

45 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.

46 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 148, «Κυριακῷ, Δημητρίῳ, Παλλαδίῳ, Εὐλυσίῳ, ἐπισκόποις», ΕΠΕ 38, 288-289.

47 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 174, «Τοῖς ἐν Χαλκηδόνι ἐγκεκλεισμένοις ἐπισκόποις, πρεσβυτέροις τε καὶ διακόνοις», ΕΠΕ 38, 324-325.

48 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ἐπιστολὴ 89, «Θεοδοσίῳ, ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως», ΕΠΕ 38, 158-160.

49 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 11, 1, ΕΠΕ 20, 686: «ἓν πνεῦμα, καλῶς εἶπε, δεικνὺς ὅτι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς σώματος ἓν πνεῦμα ἔσται, ἢ ὅτι ἔστι μὲν σῶμα εἶναι ἓν, οὐχ ἓν δὲ πνεῦμα· ὡς ἂν εἴ τις καὶ αἱρετικῶν φίλος εἴη».

50 π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοὶ προβληματισμοὶ μὲ βάση τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», Χρυσοστομικὰ, Μελέτες καὶ ἄρθρα, Πατερικὰ 9, ἐκδ. Τὸ Παλίμψηστον, σ. 323.

51 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος», PG 47, 28.

52 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία «εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους, 4, ΕΠΕ 20, 706.

Αντιγραφή από : ΤΑΣ ΘΥΡΑΣ

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Ο Άτλας της Ορθοδοξίας. (19/01)

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Ο Άτλας της Ορθοδοξίας.

Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Oρθοδοξίαν.

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Ο Άτλας της Ορθοδοξίας. (19/01)

 

Ο άγιος Μάρκος (κατά κόσμο Εμμανουήλ), εγεννήθη από ευσεβείς γονείς το 1392 εις την βασιλίδα των πόλεων, Κωνσταντινούπολιν. Ο πατέρας του ωνομάζετο Γεώργιος και ήτο αρχιδικαστής, σακελλίων και διάκονος της Μεγάλης Εκκλησίας, η μητέρα του ωνομάζετο Μαρία και ήτο θυγατέρα του ευσεβούς ιατρού Λουκά.

Αμφότεροι οι γονείς προσπάθησαν και επέτυχαν να αναθρέψουν τον μικρό Εμμανουήλ εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Αλλά ο θάνατος του πατρός του άφησε αυτόν και τον μικρότερό του αδελφό Ιωάννη ορφανούς εις νεαρά ηλικία.

Τα πρώτα γράμματα ο άγιός μας τα εδιδάχθη από τον πατέρα του Γεώργιο, ο οποίος είχε μία ονομαστή ιδιωτική σχολή. Μετά τον θάνατον του πατρός του η μητέρα του τον έστειλε να μαθητεύεση εις τους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικόν και φιλόσοφον Γεώργιον Γεμιστόν Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήτο και ο μετ έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΣ

Όταν ο νεαρός Εμμανουήλ τελείωσε τας σπουδάς του, ανέλαβε την διεύθυνση της πατρικής σχολής και εις σύντομο χρονικό διάστημα ανεγνωρίσθει ως ένας από τους πλέον λαμπρούς διδασκάλους της ψυχορραγούσης πόλεως. Μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερον, ήσαν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος,-ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης-, ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.

Αλλά ο θείος έρως δεν άφησε τον Εμμανουήλ να παρασυρθεί από την γεμάτη υποσχέσεις λαμπρά καριέρα του διδασκάλου, ούτε οι λίαν φιλικές σχέσεις του με τον αυτοκράτορα τον εμπόδισαν να απαρνηθεί τον κόσμο και να καταφύγει εις την νήσον των Πριγκιποννήσων Αντιγόνη, πλησίον του φημισμένου ασκητού Συμεώνος. Εκεί έμεινε αγωνιζόμενος πνευματικώς επί δύο έτη και μετά, κατόπιν των τουρκικών επιδρομών εις τας νήσους, ήλθε με τον γέροντά του εις την περίφημο τότε Μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων, εις την Κωνσταντινούπολιν.

Ο μοναχός Μάρκος συνέχισε και εις την νέαν μετάνοιά του την σκληράν ασκητικήν ζωήν. Εις την μονήν των Μαγγάνων, ο άγιος Μάρκος συνέθεσε σχεδόν τα περισσότερα από τα 100 έργα του που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερον. Ιδιαιτέρως σημαντικά είναι τα έργα που έγραψε εναντίων των λατινοφίλων αντιπάλων του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίον εσέβετο πολύ και τον είχε ως πρότυπο του. Εις την Μονήν αυτήν ο Μάρκος έλαβε και το χρίσμα της ιεροσύνης, κατόπιν πιέσεως, διότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο δια τέτοιον υψηλόν λειτούργημα. Σύντομα δε απέκτησε και φήμη καλού πνευματικού, δι,αυτό πολλοί κληρικοί και λαϊκοί έγραφον εις τον άγιον ζητώντες την γνώμη του επί διαφόρων ζητημάτων.

ΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟΝ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ

Το 1436 και ενώ ακόμη ήτο ιερομόναχος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας τον διορίζει ως αντιπρόσωπο του εις την συγκληθείσαν σύνοδον δια ένωσιν των εκκλησιών. Το ίδιον έτος ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης ο Παλαιολόγος τον αναγκάζει να δεχθεί τον Μητροπολιτικόν θρόνον της Εφέσου που είχε χηρεύσει εκείνον τον καιρόν.

Ο αυτοκράτωρ δείχνει την μεγάλη εκτίμηση που έτρεφε εις τον άγιον Μάρκον διορίζοντάς τον γενικόν έξαρχον της συνόδου. Ούτως ο άγιος ηναγκάσθη να ακολουθήσει τον Πατριάρχη και την λοιπήν αντιπροσωπία εις την Ιταλία.

Ο άγιος Μάρκος πήγε στην σύνοδον με τας καλυτέρας προθέσεις και έδειξε την διαλλακτικότητά του με τον λόγο που συνέθεσε δια τον πάπαν, προτού ακόμη αρχίσουν αι εργασίαι της συνόδου εις την Φερράραν. Μερικοί μάλιστα Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι παρεξήγησαν τον Μάρκον δια την διαλλακτικότητα του ύφους του εις τον διάλογο με τον καρδινάλιο Κεσσαρίνι, και απήτησαν όπως εις το εξής ομιλεί ο Βησσαρίων, Μητροπολίτης Νικαίας.

Το πρώτο θέμα των συζητήσεων ήτο το καθαρτήριο πυρ. Του Βησσαρίωνος αδυνατούντος – λόγω ανεπαρκούς θεολογικής καταρτίσεως – να ομιλήσει, ομίλησε δια τους Ορθοδόξους ο άγιος Μάρκος, εκφωνήσας επί του θέματος τέσσαρες αντιρρητικούς λόγους.

Αι κρυστάλλιναι ορθόδοξοι απόψεις, ως επαρουσιάσθησαν από τον άγιο μας, ενθουσίασαν τον αυτοκράτορα, ο οποίος προσέβλεπε εις τον Μάρκον ως τον μόνον Ορθόδοξο θεολόγο που ηδύνατο να απαντά ευχερώς εις τους λόγους των παπικών. Αλλά ο περί τα θεία άσχετος βυζαντινός αυτοκράτωρ ήλπιζε ότι αι ορθόδοξοι απόψεις θα επεκράτουν, μη γνωρίζων ότι οι παπικοί θα επέμεναν αμετακίνητοι εις τας πλάνας των. Δι΄αύτόν τον λόγο, όταν είδε ότι η παράλογος επιμονή των λατίνων θα ναυαγούσε τον πολιτικό του σκοπό – ήτοι την ένωση των δύο εκκλησιών και την εξ αυτής αναμενόμενη παπική βοήθεια δι αντιμετώπισιν των Τούρκων – άρχισε να πιέζει τους Ορθοδόξους να ακολουθήσουν μία ηπιότερη η καλύτερα ενδοτική γραμμή.

Η ΨΕΥΔΟΕΝΩΣΙΣ

Οι λατίνοι άρχισαν να εφαρμόζουν την γνωστή τακτική των ψιθύρων, ψευδών και εκβιασμών, και ούτω κατ εκείνη την εποχή διένειμαν εις την Φερράραν εκατοντάδας φυλλαδίων, τα οποία περιείχαν 54 αιρετικές δοξασίας των Ορθοδόξων!!! Βλέποντας την κατάσταση να χειροτερεύει εις βάρος των Ορθοδόξων, δύο εκ των εγκρίτων μελών της Βυζαντινής αντιπροσωπείας, ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης του Οικουμενικού θρόνου και ο αδελφός του Μάρκου Ιωάννης, προσπάθησαν να αποδράσουν από την Φερράραν, αλλά ημποδίσθησαν από τον αυτοκράτορα. Και επειδή ο Ιωάννης συνοδευόταν μέχρι τον λιμένα από τον αδελφό του, ο αυτοκράτωρ και ο Πατριάρχης φοβούμενοι τυχόν άλλας απόπειρας αποδράσεως – εν συνεννοήσει μετά των παπικών – μετακίνησαν τις εργασίες της συνόδου από την Φερράραν, που ήτο πλησίον της θαλάσσης, εις την Φλωρεντία.

Όταν δε επανήρχισαν αι εργασίαι της συνόδου ο Εφέσου ήτο ο κύριος ομιλητής των Ορθοδόξων. Αι σαφείς όμως απαντήσεις του και αι ανατροπαί των λατινικών κακοδοξιών προκάλεσαν το μένος των λατινοφρόνων Ορθοδόξων, οι οποίοι με την σιωπηρά συγκατάθεση και ανοχή του αυτοκράτορος προσπάθησαν να διαβάλουν τον άγιο Μάρκο, κυκλοφορούντες μάλιστα και την είδηση ότι ο Εφέσου είχε τρελαθεί. Εις μίαν δε συνεδρίαση της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας, όταν ο Μητροπολίτης Εφέσου απεκάλεσε τους παπικούς «αιρετικούς» οι Μητροπολίτες Λακεδαίμονος και Μυτιλήνης ύβρισαν τον άγιο και προσπάθησαν να τον κτυπήσουν.

Ο ΕΦΕΣΟΥ ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ

Διαπιστώνων ο άγιος ότι όλες οι προσπάθειές του να πείσει τους Ορθόδοξους να μην προχωρήσουν εις την ένωση – γενόμενοι θύματα των παπικών – ήσαν μάταιοι, απεσύρθη από του να συμμετέχει ενεργώς εις τας εργασίας της συνόδου.

Τελικώς την 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη η ένωση και ως αναφέρει ο Συρόπουλος οι περισσότεροι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι υπέγραψαν χωρίς την θέληση των και φοβούμενοι τον αυτοκράτορα. Όταν δε ο πάπας ηρώτησεν εάν υπέγραψε ο Μάρκος και έλαβε απάντηση αρνητική είπε προφορικώς «λοιπόν, εποιήσαμεν ουδέν».Ο υπερόπτης και δεσποτικός πάπας ζήτησε ανερυθριάστως από τον άβουλο βυζαντινό αυτοκράτορα, όπως στείλει τον Μάρκον εις αυτόν δια να τον δικάσει ενώπιον συνοδικού δικαστηρίου, αλλ’ ευτυχώς ο αυτοκράτωρ ηρνήθη.

Αργότερα όμως παρεκάλεσε τον Μάρκον, αφού είχε πάρει προφορικές διαβεβαιώσεις δια την ασφάλειάν του από τον πάπα, να εμφανισθεί ενώπιον του ποντίφικα και να εξηγήσει την στάση του. Ο Μάρκος υπακούοντας εις το αυτοκρατορικό πρόσταγμα επήγε εις τον πάπαν. Μάταια όμως προσπάθησε ο αρχιαιρεσιάρχης της δύσεως να τον πείσει να δεχθεί την εκτρωματική ένωση. Όταν δε είδε ότι ο Μάρκος έμεινε αμετακίνητος εις τας απόψεις του, κατέφυγε εις εκβιασμούς και απείλησε ότι θα καταδίκαζε τον άγιό μας ως αιρετικό. Αλλ΄ ο άγιος Μάρκος μη πτοηθείς απήντησε μετά παρρησίας λέγων. «Αι σύνοδοι κατεδίκαζον τους μη πειθωμένους τη Εκκλησία, αλλ’ εις δόξαν τινά εναντίον αυτής ενισταμένους και ταύτη κηρύττοντας και υπέρ αυτής αγωνιζόμενους, διό και αιρετικούς εκάλουν αυτούς…Εγώ δε ου κηρύττω ιδίαν μου δόξαν ουδέ τι εκαινοτόμησα, ουδέ υπέρ αλλοτρίου τινός δόγματος και νόμου ενίσταμαι, αλλ’ εις την ακραιφνή δόξαν, τηρώ εμαυτόν».

Ο ΛΑΟΣ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ

Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας – Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλίαν δια την επιστροφήν των εις την πολιορκουμένην Πόλιν. Ο αυτοκράτωρ παρέλαβε τον άγιον Μάρκον εις το αυτοκρατορικόν πλοίον. Ύστερα από ταξίδι τριών και ήμισυ μηνών έφθασαν τελικώς εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί οι κάτοικοι εδέχθησαν με αισθήματα εχθρικά και απεδοκίμασαν τους υπογράψαντας την ένωση, αλλ’ επεδοκίμασαν και ετίμησαν τον άγιόν μας και ως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν»( PG 159, 992).

Ο απλός λαός του Θεού προσέβλεπε εις τον άγιον Μάρκον ως τον μόνον ιεράρχη που είχε το θάρρος και την ικανότητα να υπερασπίσει την Ορθόδοξον πίστη του. Εγνώριζεν ήδη ότι αρκετοί που υπέγραψαν την ένωση είχαν δωροδοκηθεί από τον πάπα, ενώ τα χέρια του Μάρκου ήταν καθαρά. Όταν ο αυτοκράτωρ απεφάσισε να πληρώσει τον πατριαρχικό θρόνο, έστειλε αντιπροσώπους του εις τον άγιον Μάρκον παρακαλών αυτόν να δεχθεί το υψηλόν αξίωμα του Πατριάρχου, αλλ’ ο άγιός μας ηρνήθη.

Η ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΗΜΝΟΝ

Την 4ην Μαΐου 1440 ο άγιος Μάρκος ηναγκάσθη να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσαν, διότι εκινδύνευε η ζωή του, και να πάει εις την μητροπολιτική του περιφέρεια, την Έφεσον που ήτο κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού εποίμανεν έπ’ ολίγον το λογικόν του ποίμνιον ηναγκάσθη πάλιν, τώρα υπό των Τούρκων και των ενωτικών, να εγκαταλείψει την Έφεσον και εμπήκεν εις πλοίον που επήγαινεν εις το Άγιον Όρος, όπου απεφάσισε να διέλθει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό εις την Λήμνο ο άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και εφυλακίσθη εκεί επί διετία. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά ως έγραψε εις τον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως…».

Από την Λήμνο ο άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που απεδέχθησαν την ένωσιν και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και δι’ αυτό λέγει : «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».

ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΝΗ ΜΑΓΓΑΝΩΝ

Μετά την αποφυλάκισίν του άγιος Μάρκος πιεζόμενος υπό της ασθενείας του δεν ηδυνήθη να αποσυρθεί εις το Άγιον Όρος, αλλ’ επέστρεψεν εις την εν Κωνσταντινουπόλει μονήν του, όπου εγένετο δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής υπό του πιστού λαού. Από το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφων επιστολάς εις μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνων αυτούς να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται μετά των ενωτικών.

Οι διωγμοί, αι εξουδενώσεις και αι πιέσεις επεδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του οσίου πατρός, και ούτω την 23ην Ιουνίου τω 1444, αφού είχε καλέσει πλησίον του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε εις τον Γεώργιον Σχολάριον την αρχηγίαν του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήτο δε τότε 52 ετών.

ΤΙΜΑΙ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ

Ο πιστός λαός του Κυρίου απορφανισθείς, εθρήνησε πολύ δια την απώλειαν του πνευματικού του πατέρα. Ο δε Γεώργιος Σχολάριος, εξεφώνησεν επικήδειον λόγον εις τον οποίον ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν…νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι». Πνευματικός καρπός του αγίου είναι οι δύο άγιοι μαθηταί του Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος και Διονύσιος.

Αμέσως μετά την οσίαν κοίμησίν του ο Μάρκος ετιμήθη ως άγιος και ομολογητής.

Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ’ άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357)

Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του αγίου συνέθεσε ο αδελφός αυτού Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ’ αρχάς η μνήμη του εορτάζετο την 23ην Ιουνίου, αλλά βραδύτερον ωρίσθη η 19η Ιανουαρίου – ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού εις την μονήν του Λαζάρου εις τον Γαλατά. Οι αγώνες του Μάρκου όσον και του μαθητού αυτού Γενναδίου ανεγνωρίσθησαν και εδικαιώθησαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 και κατέγραψε τα ονόματα αυτώ, ως πατέρων αγίων, εις το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.


Εξαιρετική ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση, από το 2014,πάνω στον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Αξίζει να την ακούσετε.

 

Πηγές 

 

ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας χωρὶς τὸ Συνοδικόν της. Ἐκκλησία χωρίς Χριστό. (Γεώργιος Τζανάκης)

2

Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας χωρὶς τὸ Συνοδικόν της. Ἐκκλησία χωρίς Χριστό.

Γεώργιος Κ. Τζανάκης Ἀκρωτήρι Χανίων. Σάββατο 12 Μαρτίου 2022.






Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν τὸν ἐορτασμὸ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν πρώτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν;

Γιατὶ ἡ σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἀπεχθάνεται, περιφρονεῖ καὶ κυρίως διαστρέφει καὶ ἀναποδογυρίζει ἐντελῶς τὴν σημασία αὐτῆς τῆς ἑορτῆς;

Γιατὶ πέταξαν ἔξω τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἡ ἑορτὴ θεσπίστηκε καὶ ἔλαβε τὴν συγκεκριμένη μορφὴ ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀκούῃ ὁ λαὸς ὅσα ὑπάρχουν στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκεὶ θὰ ἀκούσουμε καὶ γιὰ τὴν εἰκονομαχικὴ αἵρεσι, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις καὶ τοὺς ἀντορθοδόξους τρόπους σκέψεως καὶ ζωῆς.

Οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν αὐτὴ τὴν ἑορτὴ γιὰ νὰ μᾶς δείξουν πῶς πρέπει νὰ σκεφτόμαστε, νὰ φρονοῦμε, πῶς πρέπει νὰ μιλοῦμε καὶ πῶς νὰ κηρύττουμε. Πώς; Ὅπως εἶπαν οἱ Προφῆτες ποὺ εἶδαν, ὅπως διδάξανε οἱ ἀπόστολοι, ὅπως παρέλαβε ἀπὸ αὐτοὺς ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἐδογμάτισαν οἱ διδάσκαλοι τῆς πίστεως, ὅπως συμφώνησε ὅλη ἡ οἰκουμένη. Ἔτσι πρέπει. Γιατί; Διότι αὐτὸ τὸ ἔδειξε ἡ Χάρις ποὺ ἔλαμψε διὰ τῶν ἁγίων καὶ ἀπεδείχθη ἡ ἀλήθεια ἐνῷ ἀπομακρύνθηκε τὸ ψεῦδος. Καὶ ὁ ἀγώνας τῶν Πατέρων βραβεύθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ κατά Θεὸν σοφία κυριάρχησε.

«Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν· οὕτῳ φρονοῦμεν, οὕτῳ λαλοῦμεν, οὕτῳ κηρύσσομεν». Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐθέσπισαν αὐτὴν τὴν ἑορτή. Ὅσους ἀκολουθοῦν αὐτὸν τὸν δρόμο ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τιμᾷ τὴν μνήμη τους καὶ τοὺς μακαρίζει, ὅσους τὸν ἀφήνουν καὶ τὸν διαστρέφουν, ἀκολουθῶντας τὶς δικὲς τους αὐθαίρετες τροχιὲς, τοὺς ἀναθεματίζει.

Ἄ!!! Φοβερὸ!!! Πού ζοῦμε; Σὲ ποιόν σκοτεινὸ μεσαίωνα; Νὰ ἀκούγονται ἀναθέματα μέσα στὶς ἐκκλησίες; Ἐκεὶ ὅπου διδάσκεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καταλλαγἠ καὶ ἡ ἀνοχή, ἀνεξαρτήτως «γλώσσας, φυλῆς, πίστεως καὶ πάσης ἄλλης ἰδιαιτερότητος καὶ μαλακίας;» Βαβαί!!!, παπαί !!!. Στὸν 21ο αἰῶνα; Στὴν Εὑρώπη τῶν δικαιωμάτων νὰ συμβαίνουν τέτοια πράγματα; Γίνεται;

Ὅπως βλέπετε δὲν γίνεται. Τώρα καὶ μιὰ εἰκοσαετία σχεδὸν τίποτα δὲν ἀκούγεται ἀπὸ τὸ Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας στὶς ἐκκλησίες.
Γιατί νὰ μακαρίζουμε ἀνθρώπους ποὺ πολέμησαν τὶς ἀπόψεις τῶν συνανθρώπων τους; Αὑτὸ δὲν ἔκαναν οἱ ἅγιοι ποὺ ἀντιτάχθηκαν στὶς αἱρέσεις; Πολεμική δὲν ἔκαναν; Καὶ καλά, αὐτὰ ἔγιναν κάποτε, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Σήμερα τί νόημα ἔχουν; Στὴν ἐποχὴ τῆς ἀνεκτικότητος καὶ τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς ἀκόμη καὶ … φύλλου; Στὴν ἐποχὴ τῆς πανθρησκείας καὶ τῆς μεγάλης ἐπανεκίνησης;

Διότι, λένε οἱ ἅγιοι στὸ Συνοδικό, οἱ φωνὲς αὐτὲς, -οἱ τῶν πιστῶν φωνὲς «Αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς πιστούς, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ βασανίστηκαν καὶ θυσιαστηκαν γιὰ νὰ κρατηθῇ ἡ πίστις- μεταβαίνουν ἀπὸ τοὺς Πατέρες σὲ μᾶς τοὺς υἱούς τους, ποὺ ζηλοῦμε τὴν εὐσέβειά τους.

«Αὗται ὡς εὐλογίαι πατέρων ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἡμᾶς τοὺς υἱοὺς ζηλοῦντας αὐτῶν τὴν εὐσέβειαν διαβαίνουσιν·» Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἄντε, καὶ καλὰ οἱ μακαρισμοὶ τῶν πατέρων. Οἱ ἀφορισμοὶ καὶ οἱ κατάρες γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς; Ταιριάζουν; Γιατί; Δὲν εἶναι μίσος, δὲν εἶναι ἐχθροπάθεια;

Ὄχι, λένε οἱ πατέρες στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ἴδιοι, οἱ αἱρετικοὶ δηλαδὴ, ὑπέβαλαν τοὺς ἑαυτοὺς τους στὴν κατάρα, περιφρόνησαν τῆς ἐντολὲς τοῦ δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἔγιναν πατροκτόνοι (πατραλοίαι). Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ, ὅσοι ἀποτελοῦμε τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα, ξαναλέμε σ᾿ αὐτοὺς τὴν κατάρα τὴν ὁποία οἱ ἴδιοι ντύθηκαν.

«Ὡσαύτως δὲ καὶ αἱ ἀραὶ τοὺς πατραλοίας καὶ τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν ὑπερόπτας καταλαμβάνουσι· διὸ κοινῇ πάντες, ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τὴν ἀρὰν ἥν αὐτοὶ ἑαυτοὺς ὑπεβάλοντο ἐπιφέρομεν». Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἴσως καὶ μόνον ἀπὸ αὐτὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ ὁ πλέον ἀνυποψίαστος, γιατί οἱ σημερινοὶ ἐπιβήτορες τῶν ἐπισκοπικῶν θρόνων δὲν θέλουν κἄν νὰ ἀκοῦνε γιὰ τέτοια πράγματα. Διότι καὶ οἱ ἴδιοι ὑπόκεινται στὰ ἀναθέματα. Ξακάθαρα ἀναφέρεται: Ὅλα ὅσα ἔχουν καινοτομηθῇ πέρα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων πατέρων καὶ ὅσα στὸ μέλλον θὰ καινοτομηθοῦν, ἀνάθεμα.

«Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καὶ ἀοιδίμων πατέρων καινοτομηθέντα ἢ μετὰ τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα». Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τί ἔχουν ἀφήσει ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τῶν Πατέρων εἴτε διὰ τῶν λόγων τους, εἴτε διὰ τῶν πράξεών τους;
Καὶ πιὸ συγκεκριμένα: Ὅσοι δὲν ἀποδέχονται ὀρθῶς τὶς θεϊκὲς φωνὲς τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, καὶ ὅσα ἔχουν λεχθῇ μὲ τὴν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος ξεκάθαρα καὶ μὲ σαφήνεια προσπαθοῦν νὰ τὰ παρερμηνεύσουν καὶ νὰ τὰ διαστρέψουν, ἀνάθεμα.

«Τοῖς μὴ ὀρθῶς τὰς τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας θείας φωνὰς ἐκλαμβανομένοις καὶ τὰ σαφῶς καὶ ἀριδήλως ἐν αὐταῖς δια τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος εἰρημένα παρερμηνεύειν τε καὶ περιστρέφειν πειρωμένοις, ἀνάθεμα». Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὅταν ἀκοῦμε γιὰ μεταπατερικὲς θεολογίες, ὅτι οἱ πατέρες ἦταν «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου» καὶ βλέπουμε τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας (μολυσμὸς ναῶν καὶ μυστηρίων, κουταλάκια, μουρόπανα, κολυμπάρια, πρωτεία, κεφαλές καὶ … ἄλλα μέλη τῆς ἐκκλησίας, δεκτικὴ οἰκουμενικότης καὶ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη λεγεώνα τῶν καινοτομιῶν) πὼς οἱ αὐτουργοὶ αὐτῶν τῶν ὕβρεων θὰ ἀνεχτοῦν νὰ ἀκούγονται ἐντὸς τῶν ναῶν ἐνώπιόν τους οἱ φωνὲς τῶν Πατέρων καὶ τὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποία ἀναθεματίζουν τοὺς ἰδίους;

Ἐδὼ βέβαια, γίνεται ἀπλῶς μιὰ ὑπενθύμισις καὶ ὅχι συστηματικὴ καὶ ἀναλυτικὴ παρουσίασις τῶν ὅσων ἐμπεριέχονται στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας –καὶ δὲν εἴμαστε καὶ ἰκανοὶ γιὰ κάτι τέτοιο, οὔτε εἶναι δυνατὸν, ὅπως γράφουμε στὸ γόνατο- ἀλλὰ ὅποιος θέλει ἄς προστρέξει καὶ θὰ δῇ ὅτι γίνονται ἀναφορὲς καὶ γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς προσεγγίσεις τοῦ κόσμου, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γιὰ τὴν ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία, καὶ γιὰ τὴν προΰπαρξι τῶν ψυχῶν, καὶ τὴν μετενσάρκωσι καὶ γιὰ τὸν ρόλο τῆς παιδείας ἐν σχέσι μὲ τὴν πίστι. Θὰ δῇ ὅτι ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν δέχονται τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων μὲ καθαρὴ πίστι καὶ μὲ ἀπλὴ καὶ ὁλόψυχη καρδιά, ἀλλὰ προσπαθοῦν μὲ λόγους καὶ σοφιστεῖες νὰ τὰ κατηγορήσουν ὡς ἀδύνατα ἤ νὰ τὰ παρερμηνεύσουν κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ νὰ τὰ συνδυάσουν κατὰ τὴ γνώμη τους , ἀναθεματίζονται.

«Τοῖς μὴ πίστει καθαρᾷ καὶ ἁπλῇ καὶ ὁλοψύχῳ καρδίᾳ τὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν καὶ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντως αὐτὸν τεκούσης δεσποίνης ἡμῶν θεοτόκου καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων ἐξαίσια θαύματα δεχομένοις, ἀλλὰ πειρωμένοις ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοῖς ὡς ἀδύνατα διαβάλλειν ἢ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς παρερμηνεύειν καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην συνιστᾶν, ἀνάθεμα». Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τὴν δυσκολία αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀναγάγει τοὺς κάθε «εἰδικούς» ὡς ρυθμιστὲς τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας, ποὺ τρέχουν στὰ μασωνοκρατούμενα παναπιστήμια καὶ ἀναγορεύονται ἐπίτιμοι διδάκτορες κλπ, νὰ ἀκοῦνε ἐντὸς τῶν ναῶν αὐτὰ τὰ ἀναθέματα. Αὐτοὺς ποὺ διαχειρίζονται κατὰ τὸ δοκοῦν τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ «σκασίλα τους» γιὰ τὰ ἀποτελέσματα.
Μήν ξεχνᾶτε ὅτι εὑκαίρως ἀκαίρως δηλώνουν τὴν ὑποταγή τους στὴν Δύσι καὶ τὸν διαφωτισμό καὶ τὴν ὀρθόδοξο πίστι τὴν ἀντιλαμβάνονται ὡς μιὰ βαρειὰ καὶ ἀπεχθὴ κληρονομιὰ φανατισμοῦ καὶ ὀπισθοδρομήσεως.

Αὑτοὶ εἶναι ποὺ ποτίζουν σήμερα τὴν ἄμπελο τῆς κακίας ποὺ φυτεύτηκε στὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ὁμοϊδεάτες προκατόχους τους. Καὶ ἄπλωσε τὰ κλήματά της ἀσεβείας καὶ μεγάλωσαν τὰ πικρά σταφύλια της καὶ τὸ κρασί τους εἶναι θυμὸς δαιμονικός. Μὲ αὐτὸν ἐπότισαν τὸν λαό τοῦ Θεοῦ, μὲ αὐτὴ τὴν θολή κακόνοια.
«Ἡ ἄμπελος τῆς κακίας ἐξέτεινε τὰ κλήματα τῆς ἀσεβείας καὶ τὸν βότρυν τὸν πικρὸν ἐξήνθησε, καὶ θυμὸς δράκοντειος, ὁ οἷνος αὐτῶν· ἐξ οὖ τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου ἐπότισαν ὄντως, τὴν θολερὰν κακόνοιαν». ᾨδὴ δ΄ κανόνος ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.

Καὶ τώρα βλέπουμε γύρω μας αὐτὸ, τὸ βακχικὸ ὄργιο τῶν μεθυσμένων ψυχῶν. Ὄχι. Δέν ἀνήκουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄμπελο, τὴν διαφωτισμένη, τὴν δαιμονικὴ τὴν καμπαλιστική. Δὲν εἴμαστε κλήματα καμμιᾶς δύσης. Ὁ πρωθυπουργεύων τῆς χώρας καὶ οἱ ὅμοιοί του, πράγματι ἀνήκουν ἐκεὶ, ὅπως λέει, ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς.
Δὲν λέγει ψέμματα ὁ εἰπῶν: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. Πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ». (Κατὰ Ἰωάννην ΙΕ΄ 1-2)

Ἄς λένε ὅτι θέλουνε οἱ θλιβεροὶ οἰκουμενιστές. Ἄς κάμουνε ὅσα ὄργια προλαβαίνουν. Ὅλα στὸ πὺρ θὰ δοκιμαστοῦν καὶ ὅλα ἐκεὶ θὰ καοῦν καὶ τότε θὰ δοῦμε τὶς ἀμπελοφιλοσοφίες τους καὶ τὰ δαιμονοδίδακτα ροκανίδια τοῦ μυαλοῦ τους.

«Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. Ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται». (Κατὰ Ἰωάννην ΙΕ΄ 5-6)



Δημοφιλή Άρθρα

Τα αγαπημένα σας

Από την στιγμή που

Από την στιγμή που…. (Κων/νος Βαθιώτης)

0
Από την στιγμή που.... (Κων/νος Βαθιώτης) ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ, για να βγεις έξω από το σπίτι σου πρέπει να φορέσεις μάσκα και να στείλεις...