Ὁ Ὃσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής καί ἡγούμενος της μονής Στουδίου
Αὐτός ὁ ἀτρόμητος ὑπερασπιστής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 759 μ.Χ. Προερχόταν ἀπό οἰκογένεια εὐγενῶν, ἡ ὁποία τροφοδοτοῦσε τήν πολιτεία μέ ἀνωτάτους ὑπαλλήλους. Ὁ πιστός καί ἐνάρετος πατέρας του, ὁ Φωτεινός, ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ βασιλικοῦ θησαυροφύλακα. Ἡ δέ εὐσεβής μητέρα του, ἡ Θεοκτίστη, ἡ ὁποία ἦταν ἀδελφή τοῦ Ἁγίου Πλάτωνα, ἦταν ἐκείνη πού τοῦ ἐνέπνευσε τόν διάπυρο ζῆλο γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἀγάπη πρός τήν μοναχική ζωή. Ὁ Ἃγιος Θεόδωρος ἀναγνωρίζοντας τούς κόπους της τήν ἀποκαλεῖ δύο φορές μητέρα (διμήτηρ), διότι τοῦ χάρισε ἐκτός ἀπό τήν φυσική καί τήν πνευματική ζωή.
Κατόπιν ἐκλεκτοί δάσκαλοι τοῦ δίδαξαν τά ἱερά γράμματα καί τήν ἐγκύκλιο παιδεία, καθώς καί τίς ἐπιστῆμες τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ρητορικῆς.
Ὁ Θεόδωρος ἦταν μόλις 22 χρονῶν, ὃταν ὁ θεῖος του Πλάτων, ὁ ὁποῖος ἀπό αὐλικός ἒγινε ἡγούμενος στήν Μονή τῶν Συμβόλων τῆς Βιθυνίας, ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 781 μ.Χ. Ὁ ἱερός πατήρ μέ τήν διδασκαλία του σαγήνευσε ὁλόκληρη τήν εὐλογημένη οἰκογένεια τῆς ἀδελφῆς του καί τήν προσείλκυσε στόν μοναχικό βίο. Ἒτσι πατέρας, μητέρα καί τά τέσσερα παιδιά τους, ὁ Θεόδωρος, ὁ Ἰωσήφ – ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἒγινε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης – ὁ Εὐθύμιος καί μία ἀδελφή τους καθώς καί ἂλλοι συγγενεῖς ἐγκατέλειψαν τόν κόσμο καί ἀξιώθηκαν νά γίνουν ἐνάρετοι καί εὐλαβεῖς μοναχοί. Ἀφοῦ μοίρασαν τήν περιουσία τους, ἀποσύρθηκαν σέ ἓνα οἰκογενειακό κτῆμα τους στό χωριό Σακκουδίων τῆς Βιθυνίας τοῦ Ὀλύμπου, τό ὁποῖο μετέτρεψαν σέ μοναχικό κέντρο, ἒχοντας ὡς πνευματικό ὁδηγό τους τόν Ἃγιο Πλάτωνα.
Σηκώνοντας τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ στό μοναστήρι ὁ μοναχός Θεόδωρος ὑποτάχθηκε στόν ἐνάρετο θεῖο του καί ἐπιδόθηκε μέ ὃλη τήν δύναμη τῆς καρδιᾶς του στούς μοναχικούς ἀγῶνες. Σύντομα ἒγινε ἐραστής τῆς ἡσυχίας, πρᾶος, ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί ξεπέρασε ὃλους τούς ἂλλους ἀδελφούς στίς ἀρετές. Παρ’ ὃλη τήν σπουδαία παιδεία του καί τήν εὐγενική καταγωγή του, διακονοῦσε πρόθυμα ἀκόμη καί στίς πιό εὐτελεῖς ὑπηρεσίες τῆς Μονῆς. Περιφρουροῦσε τόν νοῦ του ἀπό γήϊνες περιπλανήσεις καί δέν παρέλειπε νά ἀποκαλύπτει στόν γέροντά του ὃλες τίς ἐνδόμυχες σκέψεις του. Ἒτσι σέ λίγα χρόνια, ἒφθασε «εἰς ἂνδρα τέλειον» (Ἐφεσ. 4,13) καί ἀπέκτησε ἀδαμάντινο χαρακτῆρα.
Βλέποντάς τον ὁ σεβάσμιος Πλάτων νά σκεπάζεται πλούσια ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν ἀπέστειλε στήν Κωνσταντινούπολη τό 787 μ.Χ., ὃπου ὁ Πατριάρχης Ἃγιος Ταράσιος τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Μετά τήν ἀποδοχή τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης ὁ Ἃγιος Θεόδωρος πολλαπλασίασε τούς μοναχικούς κόπους καί τίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες καί κατώρθωσε νά ὑπερβεῖ τά γήϊνα καί νά γίνει ὃλος οὐράνιος. Ὁ ἡγούμενος Πλάτων διέκρινε καθαρά πλέον στό πρόσωπο τοῦ Θεοδώρου τόν ἂξιο διάδοχό του. Προσποιήθηκε λοιπόν λόγους ὑγείας καί ὁ ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἐκλέχθηκε ἀπό ὃλη τήν ἀδελφότητα, παρά τήν θέλησή του, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Σακκουδίωνα, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν.
Πρώτη φροντίδα του ὡς ἡγουμένου ἦταν ἡ ἀναδιοργάνωση τῆς Μονῆς σύμφωνα μέ τά αὐστηρά κοινοβιακά πρότυπα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ μεταρρύθμιση αὐτή εἶχε μεγάλη ἀντανάκλαση καί ἒξω ἀπό τήν Μονή. Τά περισσότερα μοναστήρια τοῦ Ὀλύμπου ἀκολούθησαν τό παράδειγμα τοῦ Σακκουδίωνα καί χάρις στήν πρωτοβουλία τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου ξαναγύρισαν στήν πιστή τήρηση τῶν ἀρχαίων μοναστικῶν παραδόσεων. Ταυτόχρονα, λόγῳ τῆς πραότητος καί ἁγιότητος τῆς ζωῆς του, πολλοί μοναχοί συγκεντρώθηκαν κοντά του, ὣστε ὁ ἀριθμός τους αὐξήθηκε περίπου στούς 100. Ὁ συνετός καί ἀγαπητός ποιμένας ἒγινε γνωστός σέ ὃλους. Ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί μοναχοί τόν ἀναζητοῦσαν γιά νά τόν συμβουλευθοῦν. Ὁ στῦλος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καυτηρίαζε σέ κάθε περίσταση τίς παρεκτροπές καί παρεκκλίσεις ὁποιουδήποτε προσώπου ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη.
Δέν εἶχαν περάσει οὒτε δύο χρόνια ἀπό τότε πού ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς Μονῆς τοῦ Σακκουδίωνα, ὃταν ξέσπασε ἡ λεγόμενη «μοιχειανική διαμάχη», ἡ ὁποία ταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία δύο περίπου δεκαετίες. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΣΤ’ (780-797 μ.Χ.) ἐγκατέλειψε τήν νόμιμη σύζυγό του Μαρία καί νυμφεύθηκε τήν θαλαμηπόλο καί δεύτερη ἐξαδέλφη τοῦ Ἁγίου, τήν Θεοδότη. Ἂν καί ὁ Πατριάρχης Ἃγιος Ταράσιος δέν χορήγησε τήν σχετική ἂδεια, ὁ παράνομος γάμος τελέσθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 795 μ.Χ. ἀπό τόν ἡγούμενο τῶν Καθαρῶν Ἰωσήφ καί ἡ πρώην σύζυγος ἐξαναγκάστηκε νά γίνει μοναχή. Ὁ Ἃγιος Θεόδωρος, αὐστηρός τηρητής τῶν ἱερῶν κανόνων καί μιμητής τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἒλεγξε μέ δριμύτητα τόν μοιχό αὐτοκράτορα. Μάταια ὁ αὐτοκράτορας ἀποπειράθηκε νά κερδίσει μέ τό μέρος του τόν ἀνυποχώρητο ἱερό πατέρα. Τελικά γιά νά πατάξει τήν ἀντίδρασή του διέλυσε τήν Μονή του καί ἐξόρισε τόν Ἃγιο μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἰωσήφ στήν Θεσσαλονίκη.
Ἐκεῖ , σύμφωνα μέ τήν παράδοση, οἱ δύο Ἃγιοι φυλακίσθηκαν στόν Λευκό Πύργο, ὁ ὁποῖος συνήθως ἦταν τόπος μαρτυρίου καί βασανιστηρίων. Ὃπως φαίνεται, ἀπό κάποιο παράθυρο τοῦ Πύργου ἀτένιζαν τόν ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί ζητοῦσαν τήν βοήθεια τοῦ Μυροβλήτου Ἁγίου συνθέτοντας συγχρόνως τά ὡραιότατα τροπάρια τῆς ἀκολουθίας του: «Δεῦρο, μάρτυς Χριστοῦ, πρός ἡμᾶς, σοῦ δεομένους, συμπαθοῦς ἐπισκέψεως˙ καί ρῦσαι κεκακωμένους τυραννικαῖς ἀπειλαῖς καί δεινῇ μανίᾳ τῆς αἱρέσεως».
Οἱ Ἃγιοι ξαναγύρισαν στήν Μονή τοῦ Σακκουδίωνα μετά ἀπό δύο χρόνια. Οἱ συχνές ὃμως ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων τούς ἀνάγκασαν νά ἐγκαταλείψουν τό μοναστήρι καί νά μεταφερθοῦν στήν ἒρημη Μονή τοῦ Στουδίου στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ὅσιος καί πάλι ἐπιδόθηκε μέ θεῖο ζῆλο σέ νέους ἀγῶνες γιά τήν ὀργάνωση τῆς Μονῆς. Σέ σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργήθηκε μιά μεγάλη σέ ἀριθμό συνοδεία, ἡ ὁποία πλησίαζε τούς χιλίους μοναχούς. Οἱ Στουδῖται μοναχοί, μέ τήν συνετή διακυβέρνηση τοῦ Ὁσίου καί τίς πυκνές κατηχήσεις του, ἦταν φημισμένοι γιά τήν ἀρετή τους καί συχνά λάμβαναν ἀνώτατα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Τό μοναστήρι ἒγινε ἓνας έπίγειος Παράδεισος καί ἀναδείχθηκε ἡ σπουδαιότερη πνευματική ἑστία τῆς Βασιλεύουσας. Ὑπῆρχε σ’ αὐτό βιβλιοθήκη, σχολεῖο γιά τήν ἐκπαίδευση παιδιῶν καί περίφημη σχολή ἀντιγραφέων, στήν ὁποία σπουδαῖοι καλλιγράφοι ἀντέγραφαν χειρόγραφα. Ἀκόμη καί ὁ Ἃγιος εἶχε ὡς διακόνημα νά ἀντιγράφει «δέλτους».
Τό μοναστήρι ἐπίσης εἶχε καί μεγάλη σχολή ὑμνογράφων, ἀπό τήν ὁποία ἀνεδείχθησαν πολλοί σπουδαῖοι ὑμνωδοί. Ὁ ἲδιος ὁ Ὃσιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνωδός καί μελωδός τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἐπιπλέον, στολιζόταν καί μέ τό χάρισμα τῆς ποιήσεως, τό ὁποῖο κληρονόμησε ἀπό τόν θεῖο του Ἃγιο Ρωμανό τόν Μελωδό. Ἒτσι συνέθεσε πολλούς ἀσματικούς κανόνες καί ὁλόκληρες ἀκολουθίες στό βιβλίο τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου, καθώς ἐπίσης καί τούς Ἀναβαθμούς τῆς Ὀκτωήχου καί κανόνα στήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων. Ἀκόμη στόν Ἃγιο Θεόδωρο ἀποδίδεται ὁ Ἐπιτάφιοςθρῆνος, «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ».
Τό μοναστήρι ἐπίσης, χάρις στίς φιλόπονες προσπάθειες τοῦ φιλανθρώπου προϊσταμένου του, ἦταν ἀνοικτό ἂσυλο γιά ὃλους τούς πονεμένους. Ἀναφέρεται μάλιστα ὃτι διέθετε νοσοκομεῖο, τό ὁποῖο συχνά ὁ ποιητής ἡγούμενοςἐπισκεπτόταν, γράφοντας σέ στίχους τίς κατάλληλες ὁδηγίες καί ἐντολές στούς νοσοκόμους καί παρανοσοκόμους. Παρόμοια σέ στίχους κατέγραφε τά καθήκοντα τοῦ κάθε διακονήματος. Καί καθώς ἦταν τό ζωντανό ὑπόδειγμα τῆς ἀγάπης, φρόντιζε καί γιά τήν ταφή τῶν ἀπόρων ξένων σέ ἰδιαίτερα νεκροταφεῖα, τά ὀνομαζόμενα ξενοτάφια. Ἀξιομνημόνευτο ἐπίσης ἦταν καί τό «Τυπικό» μέ τό ὁποῖο ὁ Ὃσιος ρύθμιζε μέ κάθε λεπτομέρεια τήν ἐσωτερική ζωή τῆς Μονῆς. Ὁ μοναχικός κανόνας τοῦ Στουδίου ἒγινε ἡ βάση τῶν τυπικῶν πολλῶν μονῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους καθώς καί τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἃγιος Θεόδωρος σέ ὃλη του τήν ζωή διαμαρτυρόταν γιά τήν παρέμβαση τῶν αὐτοκρατόρων στίς ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή λοιπόν ἀρνήθηκε νά ἀναγνωρίσει τήν ἀποκατάσταση τοῦ πρεσβυτέρου Ἰωσήφ καί τήν ἀνάδειξη του Πατριάρχου Νικηφόρου τό 806 μ.Χ. ἀπευθείας ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, ἐξορίσθηκε σ’ ἓνα ἒρημο νησί, ὃπου ὑπέφερε τά πάνδεινα.
Ὃταν ἐπέστρεψε, ὑπερασπίσθηκε μέ θάρρος τήν ἱερά παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνίσθηκε μέχρι θανάτου γιά τήν τιμή τῶν Ἃγίων Εἰκόνων. Ὑπῆρξε δέ ὁ σπουδαιότερος θεολόγος τῆς β’ εἰκονομαχικῆς περιόδου. Πρωτοστάτησε στούς ἀγῶνες κατά τῶν Εἰκονομάχων καί σέ ἒνδειξη διαμαρτυρίας τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 815 μ.Χ. ὀργάνωσε ἐπίσημη λιτανεία στήν Πόλη, κατά τήν ὁποία κληρικοί, οἱ 1000 μοναχοί του καί πλῆθοςλαοῦ κρατοῦσαν εἰκόνες καί ἒψαλλαν τό τροπάριο «τήν Ἂχραντον εἰκόνα σου». Τότε καταδικάσθηκε σέ τρίτη ἐξορία ἀπό τόν Λέοντα τόν Ἀρμένιο. Ὑπέμεινε μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία τούς ραβδισμούς καί τίς μετακινήσεις ἀπό σκοτεινή σέ σκοτεινότερη φυλακή, στά φρούρια τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Σμύρνης, μαζί μέ τόν μαθητή του Νικόλαο, ἐπί 7 ὁλόκληρα χρόνια, ἀλληλογραφώντας συγχρόνως μέ ποικίλα πρόσωπα.
Ἐπανῆλθε στό μοναστήρι του, ἀλλά γιά λίγα χρόνια. Ὁ Μιχαήλ ὁ Τραυλός τόν ἒστειλε καί πάλι στήν ἐξορία, στήν Προύσα. Ὁ Ὁμολογητής Ὃσιος δέν ἂντεχε νά ὑποταχθεῖ στήν σιωπή, ἒστω καί ἂν ἒπρόκειτο, ὃπως ὁ ἲδιος ἒλεγε, νά χρησιμοποιήσει τό ἲδιο του τό δέρμα ὡς περγαμηνή καί τό αἷμα του ὡς μελάνι. Ἐξαντλημένος πλέον ἀπό τίς μακροχρόνιες ταλαιπωρίες, παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν ἀγωνοθέτη Θεό τό 826 μ.Χ., ἐνῶ ἒψαλλε τόν στίχο τοῦ Ἀμώμου «εἰς τόν αἰῶνα οὐ μήἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὃτι ἐν αὐτοῖς ἒζησάς με» (ριη’93). Τό ἱερό λείψανό του μαζί μέ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσήφ, μετά τήν τελική ἐπικράτηση τῆς Ὀρθοδοξίας, μεταφέρθηκε θριαμβευτικά ἀπό τόν Πατριάρχη Ἃγιο Μεθόδιο στήν Μονή τοῦ Στουδίου στίς 26 Ἰανουαρίου τοῦ 844 μ.Χ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του τήν 11η Νοεμβρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Migne P.G., τόμος 99, Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
2. Δημητρίου Σίμου Μπαλάνου, Οἱ Βυζαντινοί Ἐκκλησιαστικοίσυγγραφεῖςἀπό τοῦ 800 μέχρι τοῦ 1453, Ἀθῆναι 1951, σελ. 23-27.
3. Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ΑΥΘΕΝΤΙΑ-ΠΡΩΤΕΙΟ.
4. Bernardin Menthon, Τά μοναστήρια καί οἱ Ἃγιοι τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 223-242.
5. Γεωργίου Μιστριώτου, Ἑλληνική Γραμματολογία, τόμος 1ος , περί ποιητῶν, ἐν Ἀθήναις 1894, σελ. 752.
6. Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός, τόμος Β’, ἐν Ἀθήναις 1948, σελ. 140 καί 142.
7. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου ἒργα 3, Ἐπιστολαί, ἒκδοσις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 19-36, «Εἰσαγωγή» στήν ἒκδοση τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου.
8. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 6ος , σελ. 210-216, Ἀθῆναι 1965, Παναγ. Χρήστου, λῆμμα «Θεόδωρος ὁ Στουδίτης».
9. Ἱερομ. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ὃσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, Ἐκδόσεις «Ὀρθοδοξία», Λάρισσα 2000.
10. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος ΙΑ’, Ἒκδοσις Β’, Ἀθῆναι 1964, σελ. 335-346.
Σχόλιο:
Την εξαιρετική εργασία (περίληψη του βίου) βρήκαμε εδώ. Αξίζουν συγχαρητήρια στον επιμελητή του κειμένου.
Θα διαπιστώσει κανείς πως ο σύνδεσμος παραπέμπει στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης των ΓΟΧ, όμως, δυστυχώς, δεν βρήκαμε κάτι αντίστοιχο σε κάποια δική μας Μητρόπολη (του νέου ημερολογίου). Άλλωστε, φαίνεται πως το παράδειγμα του αγίου Θεοδώρου πρέπει να εκλείψει από τις ζωές των σημερινών Χριστιανών.
Να ‘χουμε την ευχή και την ευλογία του αγίου…