Πρὸ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ δὲ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερὸς διὰ τὸν θάνατον. (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς)
Διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἠ ἀνθρωπίνη φύσις ὁδηγήθῃ τελεσιδίκως εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀθανασίας, καὶ ἔγινε φοβερὰ καὶ δι’ αὐτὸν τὸν θάνατον. Διότι πρὸ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερὸς διὰ τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ δὲ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερὸς διὰ τὸν θάνατον. Ἐὰν ζῇ διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν ᾿αναστάντα θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον. Ὁ θάνατος μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε τὸ κέντρον, ποὺ σου, ἄδη τὸ νἶκος (πρβλ. 1 Καὶ 15,55-56) .
Οὕτως, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσει ἀφίνει ἁπλῶς τὸ ἔνδυμα τοῦ σώματος τοῦ, διὰ νὰ τὸ ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Πηγή: Άνθρωπος και Θεάνθρωπος (Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς), έκδοση Γ᾿, σελ. 40
Για την αντιγραφή: Ορθοπραξία