Ο πανοσιότατος πατήρ Αρσένιος Μπόκα γεννήθηκε το 1910 στο χωριό Βάτσα ντε Σους, δίπλα στη περιοχή Μπράντ του νομού Χουνεντοάρα από ορθόδοξους και ευσεβείς γονείς, τον Ιωσήφ και την Χριστίνα.
Όταν η μητέρα του, έμεινε έγκυος τον Ιωάννη, (διότι αυτό το όνομα έλαβε στο βάπτισμα του ο π. Αρσένιος) ονειρεύτηκε ότι έλαμπε στην κοιλιά της πότε ο ήλιος και πότε η σελήνη και πάντοτε σκεπτόταν και αναρωτιόταν τι παιδί θα είναι αυτό που θα γεννηθεί.
Μετά το θάνατο του πατέρα του η μητέρα του Χριστίνα έμεινε νέα χήρα και η μητέρα της την πίεζε να παντρευτεί για δεύτερη φορά.
Αυτός ο δεύτερος γάμος της μητέρας του στενοχωρούσε πολύ τον γιό της Ιωάννη, ο οποίος πλέον δεν ήθελε να πηγαίνει στο σπίτι του, γι’ αυτό και η μητέρα του για πολλά χρόνια δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτόν.
Ο Πατήρ μας διηγείτο ότι ο πατέρας του, ο οποίος γνώριζε τη τέχνη του υποδηματοποιού, τον μάθαινε κι αυτόν να καρφώνει καρφιά στο ξύλο, αλλά αυτός μη έχοντας την αναγκαία δεξιοτεχνία, τα έσπαζε ή του λύγιζαν και τότε ο πατέρας του τον κτυπούσε με το λουρί που ακόνιζε τις φαλτσέτες του μαγαζιού του.
Είχε και μία αδελφή, που ονομαζόταν Κωνσταντινιά, αλλά πέθανε νέα. Η γιαγιά του Άννα, ήτο και αυτή πολύ πιστή χριστιανή και έθαψε την εγγονή της σ’ ένα τόπο πολύ ωραίο και υψηλό. Εκεί στον τάφο της έκτισε και εκκλησούλα, λέγοντας ότι, εάν ο αδελφός της Ιωάννης γίνει ιερεύς, θα λειτούργει στην εκκλησούλα και θα έχει δίπλα και την αδελφή του.
Έτσι, όταν ο Ιωάννης μεγάλωσε και τελείωσε και το σχολείο, μετέβη στο φημισμένο λύκειο «Αβραάμ Γιάνκου». Το έτος 1929 τελείωσε αυτό το Λύκειο άριστος μεταξύ των αρίστων και επονομαζόμενος μεταξύ των συμμαθητών του ως «ο άγιος» για την αποφασιστικότητα, σταθερότητα και επιμέλεια της ζωής του.Στη συνέχεια γράφτηκε στη θεολογική Ακαδημία του Σιμπίου.
Εκεί δεν σπούδασε μόνο τη θεολογία με ασυνήθη ζήλο και επιμέλεια στη προσωπική πνευματική του ζωή, αλλά αγάπησε και τις τέχνες. Έμαθε την εκκλησιαστική μουσική και ασκήθηκε επιμελώς στην αγιογραφία. Με την αγιογραφία ασχολείτο ιδιωτικά σαν φοιτητής σ’ ένα δωματιάκι….
Ο π. Αρσένιος με πρόταση του Μητροπολίτου Νικολάου Μπάλαν, εκάρη μοναχός στο μοναστήρι Σίμπαντα ντε Σιούς το 1939, όπου και χειροτονήθηκε ιερεύς από τον ίδιο.
Μετά από ένα χρόνο, ο Μητροπολίτης τον έστειλε στην Ελλάδα, στο Άγιον Όρος για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του γύρω από τη μοναχική τάξη και την πνευματική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Φθάνοντας εκεί και μη γνωρίζοντας κανέναν -έλεγε ο ίδιος- μπήκε σ’ ένα δάσος και προσευχόταν πολύ στον Σωτήρα Χριστό να του στείλει στο δρόμο του ένα σύμβουλο, αλλά ο Κύριος από θεία οικονομία δεν του έστειλε. Μετά από αρκετό καιρό, αισθανθείς την αναξιότητά του και γνωρίζοντας ότι ο Κύριος έχει μία καλή Μητέρα, η οποία προσεύχεται για όλο το κόσμο, την παρεκάλεσε με δάκρυα να του υποδείξει ένα άνθρωπο-οδηγό για να τον διδάξει τα της καλογερικής ζωής για τη σωτηρία του, όπως μας έλεγε ο ίδιος. Και πράγματι ήλθε η ίδια η Κυρία Θεοτόκος, τον πήρε από το χέρι, τον ανέβασε σ’ ένα βουνό υψηλό, το οποίο ήταν ανάμεσα σε δύο μεγάλες χαράδρες και ήταν φοβερό να βλέπει κανείς κάτω. Και το βουνό αυτό ήταν τόσο απόκρημνο και κοφτερό, ώστε δεν μπορούσε άνθρωπος να περπατήσει με γυμνά τα πόδια του. Και η Κυρία Θεοτόκος τον ανέβασε εκεί στη κορυφή του όρους εκείνου και τον άφησε στην ποιμαντική φροντίδα ενός άγιου που ζούσε εκεί σ’ αυτό τον τόπο πριν από 100 χρόνια. Κατόπιν η Μητέρα του Θεού έγινε άφαντη. Όσο καιρό έμεινε εκεί δεν μίλησε καθόλου παρά μόνο μία φορά σε μερικούς πιστούς χριστιανούς και αυτό το έκανε από ταπείνωση. Η Κυρία Θεοτόκος τον ενίσχυσε να μείνει νηστικός επί 40 ημέρες και στο διάστημα αυτό διδάχθηκε από τον Άγιο ό,τι είχε ανάγκη για τη μοναχική ζωή.
Μετά από το διάστημα των 40 ημερών επάνω στην κορυφή εκείνη του Όρους, επέστρεψε στο μητροπολιτικό Κέντρο του Σιμπίου, όπου έμεινε περισσότερο από ένα χρόνο.
Στην Ακαδημία αυτή υπηρετούσε τότε ως καθηγητής και ο καταγόμενος από εκείνη την επαρχία π. Δημήτριος Στανιλοάε, με τον οποίο ο π. Αρσένιος, κατά τρόπο οικείο και φιλικό συζητούσε για την γραμμή του Αθωνικού Ησυχασμού. Του έφερε πολλά φιλοκαλικά χειρόγραφα από το Άγιον Όρος, τα οποία μελετούσε με λαχτάρα ο π. Δημήτριος Στανιλοάε, τα μετέφρασε και τα σχολίασε, πραγματοποιώντας με τη βοήθεια του π. Αρσενίου, την εκτύπωση των πρώτων τόμων της Φιλοκαλίας, των οποίων το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο π. Αρσένιος. Όσες φορές ιερείς των γειτονικών ενοριών της Μονής Σίμπαντα ντε Σιούς ήρχοντο να ιδούν και να ακούσουν τον π. Αρσένιο, εκείνος έπιανε αυτή την ευκαιρία και τους μιλούσε για τη φιλοκαλία και τους έδινε τα πρώτα εκτυπωμένα βιβλία. Αυτοί οι ιερείς ήσαν και οι πρώτοι αναγνώστες της Φιλοκαλίας.
Στο μοναστήρι του μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (Σίμπατα ντε Σιούς) φωτίσθηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, και προικίσθηκε με το χάρισμα της προοράσεως· και μόνο που θα σε αντίκριζε, αισθανόσουν ότι έμπαινε στα βάθη της ψυχής σου, σαν το ηλεκτρικό ρεύμα. Σε καθήλωνε και σου απεκάλυπτε τους λογισμούς σου, τις αμαρτίες και τα έργα που είχες κάνει. Δηλαδή γνώριζε όλη την ζωή σου και σε καλούσε με το όνομα σου.
Και τώρα να εξιστορήσουμε μερικά από τα θαυμαστά έργα του (θα μπορούσα να τα ονομάσω θαύματα), δια των οποίων ο Θεός απεκάλυψε σε πολλούς ευλαβείς Χριστιανούς ότι ο π. Αρσένιος ήταν προφήτης των ημερών μας.
Αφ’ ότου χειροτονήθηκε ιερεύς και έλαβε και την ευλογία να εξομολογεί, συχνά στην εξομολόγηση έλεγε στους ανθρώπους που έρχονταν τα ανεξομολόγητα αμαρτήματά τους (τα οποία αυτοί τα έκρυβαν ή τα ξεχνούσαν) και μόνο σε μερικούς έδινε την ευλογία να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων. Είχε το χάρισμα από το Θεό ο π. Αρσένιος και έβλεπε την εσωτερική κατάσταση των ανθρώπων κι αυτά που είχαν κάνει στη ζωή τους και αυτά που θα τους συμβούν.
Βλέποντας όμως ο Πατήρ ότι πολλοί απ’ αυτούς, που εξομολογούντο, δεν άλλαζαν το τρόπο της ζωής τους, αλλά συνέχιζαν με τις κακές επιθυμίες τους και τα αμαρτήματά τους και γνωρίζοντας ότι θα είναι εγγυητής για τη σωτηρία των ψυχών τους στη Μέλλουσα Κρίση, παρεκάλεσε το Θεό να του αποκαλύψει για ποιά αιτία οι άνθρωποι δεν αφήνουν τις αμαρτίες τους.
Και μία ήμερα, ενώ καθόταν σ’ ένα κάθισμα στο κήπο του μοναστηριού και κοιτάζοντας προς το βουνό, βλέπει ότι εμφανίσθηκε στην κορυφή του βουνού ένα μεγάλο σύννεφο, μαύρο και σκοτεινό και μέσα σ’ αυτό ακουγόταν φασαρία και πολύς θόρυβος. Αντικρίζοντας με περισσότερη προσοχή, παρατήρησε ότι ξαφνικά το σύννεφο χωρίσθηκε σε δύο μέρη και στο μέσον του, φάνηκε η κορυφή του βουνού, όπου υπήρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος από φωτιά και ο σατανάς να κάθεται εκεί έχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες. Άκουσε τότε ο π. Αρσένιος τον Εωσφόρο να λέει στους δαίμονες:
-Ποιος από σας είναι επιτήδειος να βρει ένα πονηρό λογισμό, τον οποίο να ψιθυρίσουμε στο νου των ανθρώπων για να τους ελκύσουμε προς το μέρος μας κι έτσι να κερδίσουμε πολλές ψυχές, να κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη από εκείνη του Θεού, διότι λίγος καιρός ακόμη μας έμεινε;
Τότε εμφανίζεται ένας διάβολος. Προσκύνησε τον αρχηγό του μέχρι του εδάφους και του είπε:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, βρήκα κατάλληλο να ψιθυρίσω στους ανθρώπους το λογισμό ότι δεν υπάρχει Θεός.
Τότε ο αρχισατανάς του είπε: Δεν είναι πολύ καλή αυτή η πονηριά σου, διότι μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερους με άλλο τρόπο. Ας έλθει κάποιος άλλος.
Ήρθε ο δεύτερος και του είπε:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω, να τους αφήσουμε να πιστεύουν στο Θεό, αλλά να τους ψιθυρίσουμε ότι δεν υπάρχει, ούτε παράδεισος ούτε κόλαση και ότι η ζωή αυτή υπάρχει μόνο μέχρι του τάφου.
Ο αρχισατανάς, μετά από αρκετή περίσκεψη του είπε:
Ούτε μ’ αυτή τη πονηρή σκέψη θα μπορέσουμε να κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ο Χριστός, όταν ανυψώθηκε στους ουρανούς, είπε στους μαθητές Του: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλαί είσι… και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν…» (Ιωάν. 14, 2-3). Ακόμη είναι αρκετά φυτευμένη αυτή η πίστη στο νου των ανθρώπων ότι υπάρχει Θεός και Αυτός θα τους ανταμείψει κατά τα έργα τους. Λοιπόν, ας έλθει άλλος.
Έρχεται ο τρίτος και λέει, αφού πρώτα τον προσκύνησε μέχρι του εδάφους:
-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω καλλίτερα να επαινούμε τους ανθρώπους για τη πίστη τους στο Θεό, στην ύπαρξη του παραδείσου και της κολάσεως, στη τελική Κρίση, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές να τους ψιθυρίζουμε: «Μη βιάζεσθε να μετανοήσετε. Αφήστε αυτό το έργο στα γεράματά σας, διότι ο θάνατος θ’ αργήσει. Τώρα να χαίρεστε τις απολαύσεις της ζωής, να ικανοποιείτε όλες τις σαρκικές σας επιθυμίες, διότι έχετε αρκετό χρόνο μπροστά σας»! Και κάνοντας εμείς τα δελεαστικά μαγικά μας έργα, δεν θα καταλαβαίνουν αυτοί πότε περνάει ο καιρός και έρχεται το τέλος τους. Ο θάνατος θα έρχεται ξαφνικά και θα τους βρίσκει απροετοίμαστους και τότε αυτοί θα είναι για πάντα δικοί μας.
Τότε ο αρχισατανάς κούνησε το κεφάλι του ικανοποιητικά. Γρύλισε από μία διαβολική χαρά και με μία βιαστική λαχτάρα τους είπε:
-Πηγαίνετε και κάνετε, όπως ακούσατε από το συνάδελφό σας!
Έτσι, μόνο τυπικά και για τα μάτια του κόσμου εκπληρώνουν οι άνθρωποι τα χριστιανικά τους καθήκοντα, εφ’ όσον σε κάθε στιγμή οι πονηροί δαίμονες τους ψιθυρίζουν δελεαστικά για τις απολαύσεις αυτού του κόσμου και οι άνθρωποι υπακούουν. Δεν αλλάζουν την τακτική τους και συνεχίζουν να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους και τις αμαρτίες τους, περιφρονώντας τις πατρικές συμβουλές και την αληθινή μετάνοια, έστω και στα γεράματά τους.
Με το χάρισμα της προοράσεως με το οποίο τον προίκισε ο Θεός πρόσεχε στα βάθη των καρδιών των ανθρώπων με μια μοναδική ακρίβεια σ’ αυτούς που ερχόντουσαν να τον συμβουλευτούν.
Κάποια ήμερα ήλθε σ’ αυτόν μια κοπέλα με το λογισμό να τον πειράξει, αλλά ο πατήρ της είπε: «Εσύ, κορίτσι μου, βλέπε ότι σε ζητεί ο Νυμφίος και ετοιμάσου, διότι είναι καθ’ οδόν και έρχεται να σε πάρει». Και μετά από μερικές μέρες ήλθε ο Νυμφίος (διά του θανάτου) και την παρέλαβε.
Σε δύο νέους που ήθελαν να νυμφευθούν τους είπε: Να μη νυμφευθείτε διότι είσθε αδέλφια. Και πράγματι ήσαν αδέλφια κατά σάρκα.
Άλλοτε, στο τέλος μιας Θείας Λειτουργίας, που λειτουργούσε σ’ ένα εκκλησάκι του δάσους, ήλθαν δύο οικογένειες από το γειτονικό ομώνυμο χωριό Σίμπατα ντε Σιούς. Η μία είχε ένα γιό και η άλλη μια κόρη και είπαν στον π. Αρσένιο:
-Πάτερ, οι νέοι αυτοί θέλουν να νυμφευθούν.
Αντικρίζοντας τους και τους δύο είπε στον νέο ο Πατήρ:
-Παιδί μου, ψάξε να βρεις άλλη κοπέλα, διότι πολύ ομοιάζετε μεταξύ σας μ’ αυτή την κοπέλα.
Επιστρέφοντας ο Πατήρ στα γειτονικά εκείνα χωριά, είπε στους γονείς των δύο παιδιών:
-Εσείς δεν βλέπετε ότι ομοιάζουν πολύ σαν αδέλφια; Είναι μεγάλη αμαρτία να νυμφευφθούν, ενώ είναι αδέλφια.
Τότε ο νέος είπε προς τον π. Αρσένιο:
-Την αμαρτία αυτή θα τη βγάλουμε εμείς από τη ζωή μας, πάτερ!
Τί συνέβη στη συνέχεια; Νυμφεύθηκαν και το πρώτο παιδί τους γεννήθηκε εύρωστο, το δεύτερο και το τρίτο κωφάλαλα, το άλλο, που γεννήθηκε είχε επιληψία και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Μετά από λίγα χρόνια το πρώτο παιδί τους σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα που συνέβη έξω από το μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς. Η σύζυγος του νέου εκείνου, που είπε ότι θα καταργήσει την αμαρτία, αρρώστησε και πάντοτε ρωτούσε τον εαυτό της: «Γιατί υποφέρω τόσο πολύ;» Ήλθε στο μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς για να επιτελέσει 40 Λειτουργίες για να τις αποκαλύψει ο Θεός ποιά είναι η ενοχή της και η αιτία αυτών των μεγάλων παιδεύσεων, που ξέσπασαν επάνω τους. Όταν συμπληρώθηκαν οι 20 Λειτουργίες σκέφθηκαν να φέρουν και τα υπόλοιπα χρήματα για να κάνουν και τις υπόλοιπες.
Βλέποντας η πεθερά της ότι αναχώρησε η νύφη της από το μοναστήρι, βγήκε μπροστά της να την συναντήσει. Όταν συναντήθηκαν, η νύφη είπε στην πεθερά της:
-Μαμά, γιατί ήλθες μπροστά μου;
Η πεθερά της, ελεγχομένη από τη συνείδησή της, της είπε:
-Εσύ, Βιορίκα, έφυγες τώρα από το μοναστήρι και πας να φέρεις χρήματα για τις υπόλοιπες Λειτουργίες, λόγω των πολλών συμφορών σου! Εγώ όμως δεν μπορώ άλλο να υπομείνω και ήλθα να σου πω, ότι εσύ και ο άνδρας σου είσθε κατά σάρκα αδέλφια!
Τότε η κοπέλα άρχισε να κλαίει και της είπε:
-Γιατί δε με κατέστησες προσεκτική τότε και δεν μου είπες την αλήθεια; Βλέπεις, ότι επαληθεύθηκαν τα λόγια του π. Αρσενίου;
Μια άλλη φορά ήλθε μία γυναίκα και είπε στο Γέροντα ότι έχασε ή ότι της έκλεψαν 20.000 λέϊ. Αλλά ο Πατήρ, πριν του πει εκείνη το πρόβλημα της, της το ανακοίνωσε ο ίδιος ότι με τα χρήματα αυτά έπρεπε να πληρώσει για να γεννηθούν δύο παιδιά της, και τα δύο κορίτσια και ότι από τότε και στο εξής δεν θα έχει προκοπή το σπίτι της, διότι οι ψυχές των παιδιών αυτών, τα οποία σκότωσε με έκτρωση ζητούν την εκδίκηση από τους γονείς τους.
Αυτούς που κλέβουν χρήματα, τους απεκάλυπτε. Τις γυναίκες που βάφονται τις μάλωνε σκληρά. Τους καπνιστές τους απαγόρευε πάλι να καπνίζουν. Τους ιερείς, που κάπνιζαν τους μάλωνε πολύ άγρια και τους έλεγε:
-Εσείς είσθε οι χριστοφόροι που κοινωνείτε το Χριστό και Τον έχετε πάντοτε μέσα σας; Και πώς βάζετε στο Χριστό, που μόλις προ ολίγου μεταλάβατε, τσιγάρο στο στόμα σας; Φωτιά δίνετε στο Χριστό, φωτιά θα σας δώσει και θα σας κάψει και Εκείνος!
Στο καιρό του πολέμου ήρχοντο νέοι, οι οποίοι έπρεπε να αναχωρήσουν για το μέτωπο. Σε μερικούς έδινε να του φιλήσουν το χέρι, πριν αναχωρήσουν, ενώ σε άλλους δεν τους το έδινε. Σ’ αυτούς που δεν τους το έδινε, τον ρωτούσαν:
-Πάτερ, γιατί σ’ εμάς δεν έδωσες το χέρι να το ασπαστούμε; Και ο Πατήρ τους απαντούσε:
-Μ’ εσάς θα συναντηθώ πάλι, άλλα με τους άλλους όχι.
Και πράγματι, όσοι του ασπάζονταν το χέρι, πέθαιναν στο πόλεμο.
Η μητέρα του π. Αρσενίου, η οποία δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτόν, ακούοντας ότι στο μοναστήρι Σίμπατα ντε Σιούς είναι ένας πατήρ, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή Μπράντ της Χουνεντοάρας, έλεγε: Σίγουρα αυτός είναι το παιδί μου και πήρε το τραίνο να τον συναντήσει. Ο Πατήρ με το προορατικό χάρισμα που είχε, την είδε να έρχεται και έστειλε ένα χριστιανό με το κάρο στο σταθμό. Του είπε, εν τω μεταξύ τί ώρα φθάνει το τραίνο και σε ποιό τροχιόδρομο θα σταματήσει. Όταν έφθασε το τραίνο, η πόρτα του βαγονιού με το οποίο ερχόταν η μητέρα του, σταμάτησε ακριβώς εκεί που περίμενε ο καροτσέρης. Κατεβαίνοντας η μητέρα του, τον ρώτησε πως μπορεί να πάει στο τάδε μοναστήρι και εκείνος της είπε: «Έλα μαζί μου, διότι για εσάς μ’ έστειλε ο Πατήρ»!
Την ήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος, έρχεται πολύς κόσμος και ένα άγημα στρατού στο μοναστήρι, που εορτάζει. Τέλεσαν τον όρθρο μέσα στη μικρή εκκλησία της μονής και ο Πατήρ είπε, επειδή οι Χριστιανοί ήσαν πολλοί, να τελεσθεί η Θ. Λειτουργία έξω, σε ειδικό Βήμα που υπήρχε για το σκοπό αυτό. Όταν ο Πατήρ ευρίσκετο στην ωραία πύλη, ένας ψάλτης, που στεκόταν δίπλα του, εξεπλάγη κάποια στιγμή και του φώναξε:
-Αλλοίμονό σου, Πάτερ!
-Ο Πατήρ τον σταμάτησε λέγοντας του:
-Τι είναι;
-Πάτερ, είσαι περικυκλωμένος από φωτιά.
Ήταν το Πνεύμα το Άγιο εν είδη πύρινων γλωσσών. Και του είπε κατόπιν ο Πατήρ: «Κι εγώ αισθανόμουν ότι ευρισκόμουν μέσα σε φλόγες»!
Όταν κάποτε διάβασε την ευχή της μεταβολής των Θείων Δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού, ήλθε ένα πουλάκι και μελώδησε τρεις φορές επάνω στην Αγία Τράπεζα και κατόπιν πέταξε έξω.
Ο π. Αρσένιος διοργάνωσε δύο μοναστήρια: ένα με μοναχούς, που έχει το ίδιο όνομα με το διπλανό χωριό Σίμπαντα ντε Σιούς και το άλλο με μοναχές στο Πρισλόπ, που απέχει 70 περίπου χιλιόμετρα από τη πόλη Καρανσέμπες της νοτιοδυτικής Ρουμανίας.
Στα βουνά της μονής Σίμπαντα, με τη βοήθεια μερικών χριστιανών, σκάλισε ο Πατήρ, ένα πέτρινο κελλί. Σε ένα τόσο μεγάλο υψόμετρο 1700 μέτρων φυσικά δεν υπήρχε νερό. Τότε πήρε ο π. Αρσένιος ένα τρυπάνι και τρυπώντας το βράχο, βγήκε άφθονο και γευστικό νερό, όπως βγήκε με την προσευχή του προφήτη Μωϋσή στην έρημο. Αυτό το νερό τρέχει μέχρι σήμερα. Ακόμη και κάτω στη πεδιάδα, όπου είναι το μοναστήρι, έδωσε εντολή ο Πατήρ και έσκαψαν εργάτες. Βγήκε νερό με τις προσευχές του, το οποίο πίνουν οι άνθρωποι και δοξάζουν το Θεό. Πολλοί με την πίστη στο Θεό, πίνοντας από αυτό το νερό, θεραπεύονται και από διάφορες αρρώστιες τους. Αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Εκεί δίπλα έκτισαν και ένα μικρό εκκλησάκι, που πηγαίνουν οι πιστοί για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.
Στην περίοδο διωγμού της Εκκλησίας, ο π. Αρσένιος συνελήφθη για την πίστη του Χριστού και κλείστηκε στις φυλακές. Κατόπιν τον μετέφεραν μαζί με πολλούς άλλους και δούλευσε σε διάφορα οικοδομικά ή γεωργικά προγράμματα της χώρας.
Όπως είπαμε σπούδασε και την αγιογραφία. Αγιογράφησε μία εκκλησία πάρα πολύ ωραία στη περιοχή Ντραγκανέσκου του Βουκουρεστίου, όπου πολύς κόσμος πηγαίνει εκεί να προσκυνήσει και να θαυμάσει αυτή την ιερή τέχνη του.
Κάποιος Χριστιανός που τον γνώριζε τότε και πολύ τον αγάπησε έγραψε τα εξής για το πρόσωπο του: «Το έτος 1959 ο π. Αρσένιος Μπόκα μεταφέρθηκε με κρατική εντολή δίπλα στο Βουκουρέστι, για να αγιογραφήσει την εκκλησία του χωριού Ντραγκανέσκου.
Ο Πατήρ ευρίσκετο σε συνεχή επιτήρηση από την εθνική ασφάλεια. Ακόμη, κι αν τον έβλεπαν να μας κάνει κάποιο νεύμα με τη ματιά του, εμείς ξέραμε ότι εκείνο το βράδυ δεν θα ήταν δυνατόν να συναντηθούμε μαζί του μυστικά. Στο διαμέρισμα, που τον είχαν και έμενε, σε ένα οικοδομικό τετράγωνο του Βουκουρεστίου, πηγαίναμε εκεί, όταν ήταν δυνατόν. Και εκείνος μας δίδασκε πώς να προσευχόμαστε, μας έδινε αυστηρές εντολές να μην αφήνουμε τις νηστείες της Εκκλησίας μας, να μη ξεχνάμε τα εκκλησιαστικά μας καθήκοντα και έλεγε στον καθένα μας τί έπρεπε να κάνει…».
Ερχόντουσαν επίσης πολλοί φοιτητές της θεολογικής σχολής, οι οποίοι και τον ρωτούσαν:
-Πάτερ, ο κόσμος είναι πολύ αδύνατος στην πίστη και, εάν εμείς γίνουμε ιερείς, θα μας ζητούν επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού. Πώς εμείς μπορούμε να τους δίνουμε καλές και σαφείς αποδείξεις;
Και ο Πατήρ τους απαντούσε:
Οι καλλίτερες αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού πρέπει να είναι οι ζωές μας, έτσι όπως το αποδείκνυαν οι Άγιοι Πατέρες και μας λέει και ο Απόστολος Πέτρος: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. 1, 16) και «ότι εγώ ειμί Κύριος ο αναγαγών υμάς εκ γης Αιγύπτου είναι υμών Θεός, και έσεσθε άγιοι, ότι άγιος ειμί εγώ Κύριος» (Λευϊτ. 11, 45).
Ο π. Αρσένιος γνώριζε, μόνο από την εξωτερική τους μορφή, την εσωτερική κατάσταση των ανθρώπων και ποιοί σώζονται. Σ’ αυτούς που προσεύχονται αδιάκοπα και έχουν νου Χριστού, ζωγραφιζόταν στη μορφή τους η μορφή του Χριστού και ο Πατήρ έβλεπε το Χριστό στα μάτια αυτών των πιστών Χριστιανών….
Τρία χρόνια πριν από την οσία κοίμησή του ο π. Αρσένιος είπε, ότι απομένουν ακόμη τρία Πασχάλια και πράγματι, μετά από τρία χρόνια εκοιμήθη. Προφήτευσε την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, την εξέγερση του ρουμανικού λαού εναντίον των άθεων και πριν από ένα μήνα έκοιμήθη. Δηλαδή η επανάσταση έγινε τον Δεκέμβριο του 1989 και αυτός εκοιμήθη στις 28 Νοεμβρίου του ιδίου έτους σε ηλικία 79 ετών. Και μετά την οσιακή κοίμησή του έμεινε στις ψυχές και στις μνήμες των Χριστιανών, οι οποίοι μέχρι τώρα τον μνημονεύουν καθημερινά σ’ όλες τις ιερές Λειτουργίες.
Δεν είχε ποτέ την πρόθεση να μονοπωλεί την ποιμαντική διακονία του για την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως, αλλά αντιθέτως, χαιρόταν να ακούει ότι ο ένας ή ο άλλος από τους λειτουργούς της εκκλησίας διακρίνονταν στη διαποίμανση των ψυχών και ζούσαν με πολύ ζήλο την ιεροσύνη τους.
Στο ανδρικό μοναστήρι Σίμπαντα και κατόπιν στο γυναικείο Πρισλόπ, πολλές φορές ρωτούσε τα πλήθη των πιστών που ερχόντουσαν:
-Από που είσθε;
Εκείνοι του απαντούσαν και εκείνος πάλι:
-Γιατί ήλθατε εδώ; Πηγαίνετε στον π. Ν. ή στον π. Μ. Είναι καλοί κληρικοί και μάλιστα καλλίτεροι από μένα.
Τόσο μεγάλη ήταν η ταπείνωση και η μετριοφροσύνη του!
Ετάφη με την συμμετοχή χιλιάδων λαού και δεκάδων Κληρικών στο μοναστήρι των Καλογραιών του, στο Πρισλόπ. Ένα θαυμαστό και συνεχές σημείο που συμβαίνει στο τάφο του, οδηγεί χιλιάδες Χριστιανούς εκεί για να προσευχηθούν και να λάβουν τη θεραπεία και λύση στα προβλήματά τους. Ποιο είναι αυτό το σημείο; Ενώ η παγωνιά εκεί φθάνει στους 20 βαθμούς το χειμώνα υπό το μηδέν, τα λουλούδια που έχουν φυτρώσει στο τάφο του ουδέποτε μαραίνονται ή καίγονται από την παγωνιά! Χειμώνα-καλοκαίρι ο τάφος του είναι πάντα ανθισμένος και μυρωμένος από τα πολύχρωμα λουλούδια. Συνδυασμένες και οι μυρωμένες προσευχές των πιστών συγκινούν τον Πολυεύσπλαγχνο Θεό μας, ο οποίος δόξασε το δούλο Του ιερομόναχο Αρσένιο για να γίνει και μετά θάνατον ο τάφος του κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όχι με ένα θεραπευμένο κατ’ έτος, αλλά κατά δεκάδες…
Ο π. Αρσένιος ήταν ο άνθρωπος του Θεού. Ήταν και θα παραμείνει ένα φως στον ουρανό της ορθοδόξου ρουμανικής Εκκλησίας. Γοήτευε τα πλήθη των πιστών, όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων. Ιδιαίτερα τον αγάπησε η σπουδάζουσα νεολαία, η οποία επιθυμούσε να γευθεί τα πνευματικά του βιώματα και ενεργήματα της θείας Χάριτος για την διατήρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στον αγώνα εναντίον κάθε εμποδίου που τους έκλεινε την οδό για τη βίωση της Αλήθειας.
Πολλές διδαχές και έργα θαυμαστά έκαμε ο Πατήρ με τη θεία Χάρη, τα οποία αποκαλύπτονται και θα αποκαλυφθούν στον καιρό τους. Εμείς μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι ο Πατήρ ήταν προορατικός και θαυματουργός άγιος των ήμερων μας, ότι βασανίσθηκε πολύ στις φυλακές και, όταν εξήλθε, εργάσθηκε σαν ποιμήν αληθινός υπέρ της σωτηρίας του λαού του Θεού. Δημιούργησε μεγάλο πνευματικό δεσμό με τα πλήθη των πιστών, οι οποίοι δεν τον εγκατέλειψαν καθόλου, διότι με τα υπερφυσικά δώρα που του είχε χαρίσει ο Θεός, ενίσχυε τους Χριστιανούς στη πίστη και τους φώτιζε την ψυχή με τις θεόσοφες συμβουλές του. Ο μακαριστός π. Δημήτριος Στανιλοάε με τον οποίο πολύ στενά συνδεόταν, έλεγε γι’ αυτόν ότι: «ο π. Αρσένιος είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του ορθοδόξου ρουμάνικου μοναχισμού».
Έγραψε ένα θαυμάσιο βιβλίο, στο οποίο περιέχει τις γνώσεις και εμπειρίες του. Το επονόμασε: «Η οδός της Βασιλείας». Το έγραψε στην ηλικία των 39 ετών. Όσο ζούσε δεν δημοσίευσε ούτε αυτό, ούτε κανένα άλλο βιβλίο του. Τώρα όμως δημοσιεύθηκαν και θα είναι ευχής έργο να μεταφρασθεί και στη γλώσσα μας το μνημειώδες αυτό έργο του «Η οδός της Βασιλείας». Ακόμη δεν δεχόταν να φωτογραφηθεί γι’ αυτό κι έχουμε λίγες φωτογραφίες του, κυρίως από τη νεανική του ηλικία.
Πολλά θαυμάσια επετέλεσε, τα οποία συγκεντρώνονται, γράφονται και δημοσιεύονται. Και χορούς αγγέλων άκουσε και με το νου του στους ουρανούς ανέβηκε και τα ουράνια σκηνώματα θεώρησε. Ενώ την στιγμή του θανάτου του είπε: «Τώρα γνωρίζω που πηγαίνω…»· και έτσι παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Αρχιποίμενος Χριστού, τον οποίον αγάπησε από την παιδική του ηλικία.
Ο Καλός Θεός, γνωρίζουμε, ότι τον κατέταξε μεταξύ των Αγίων Του. Είθε να τον δοξάσει και επί της γης με την επίσημη ανακήρυξή του σε άγιο του εικοστού αιώνα της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας.
Με τις άγιες προσευχές του εκλεκτού Σου δούλου π. Αρσενίου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και εμάς τους αμαρτωλούς. Αμήν.
Ιεροδιάκονος Δομέτιος Ιερά Μονή Σίμπαντα ντε Σιούς 11η Ιουνίου 1990.
Πηγή: Γέροντος Αρσενίου Μπόκα, Ρουμάνου Πνευματικού: Βίος, Λόγοι, Νουθεσίες. Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», 2004.
Αντιγραφή από Diakonima