Η μεγάλη ηλικία των ανθρώπων της βίβλου και η ηλικία του ανθρωπίνου γένους. (π. Ιωήλ Γιαννακοπούλου)



Ιωήλ Γιαννακόπουλος - Βικιπαίδεια







Η μεγάλη ἡλικία τῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου:


Τινές, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ σκάνδαλον τῆς μεγάλης ἡλικίας τῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου, ἡρμήνευσαν τὰ ἐν τῇ Βίβλῳ ἔτη ὡς μῆνας. ᾿

Αλλὰ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ναὶ μὲν ἡ ἡλικία τοῦ Μαθουσάλα, ᾿Αδάμ, Νῶε μειοῦται εἰς 75 – 78 ἔτη, ὁ Σὴθ ὅμως κ.λ.π. φέρεται ὅτι ἀπέκτησαν τέκνα εἰς ἡλικίαν 9, 8, 6, 5 ἐτῶν! ῎Αλλοι ἡρμήνευσαν τὰ Βιβλικά έτη ὡς ἑξάμηνα καὶ ἄλλοι τρίμηνα. Ἡ ἑρμηνεία αὕτη δὲν εἶναι παραδεκτή, διότι γλωσσολογικῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ αὐτὴ λέξις τοῦ αὐτοῦ κειμένου, εὑρισκομένη εἰς σελίδας ὀλίγον ἀπεχούσας ἀλλήλων τοσοῦτον διαφόρως. Μετὰ δηλαδὴ τὸν κατακλυσμὸν ἡ ἡλικία τοῦ ἀν θρώπου μειοῦται εἰς τὴν σημερινὴν διάρκειαν. Ἡ ἔκφρασις ὅμως παραμένει ἡ αὐτή· «῎Ετη» εἶναι ἡ χρονικὴ μονὰς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, «ἔτη» παραμένει καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμόν. Εκτὸς τούτου: Ὁ Νῶε ἔζησεν 650 ἔτη. Κατὰ τὸ 601ον ἔγινεν ὁ κατακλυσμός. Τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἡ ῾Αγία Γραφὴ διαιρεῖ εἰς 12 μῆνας (Γεν. 7 καὶ 8). Ὁ ᾿Ιακώβ ἔζησεν 130 έτη. Οὗτος συγκρίνων ἐνώπιον τοῦ Φαραώ (Γεν. 47, 9) τὴν ἡλικίαν τῶν πατέρων του πρὸς τὴν ἰδικήν του εὑρίσκει τὴν ἰδικήν του ἡλικίαν μικρὰν ἔναντι τῆς τῶν προγόνων του. Τοῦτο δεικνύει, ὅτι οἱ πατέρες του οἱ πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ θὰ ἔζησαν τὰ ἔτη, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ἡ Βίβλος. ῾Ο ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐν Παραδείσῳ διὰ νὰ εἶναι ἀθάνατος. Επομένως τὸ σῶμα του εἶχε τὴν δεκτικότητα τῆς μακροζωΐας. Ἡ ἐν τῇ ῾Αγίᾳ Γραφῇ λοιπὸν ἀναφερομένη μακροζωΐα εἶναι «λαμπρὸν ὑπόλειμμα τῆς Παραδεισίου δόξης».

Σύμφωνοι πρὸς τὴν Βίβλον εἶναι καὶ αἱ παραδόσεις τῶν ἀρχαίων λαῶν, ἐπὶ τῆς μακροζωΐας τῶν προπατόρων. Ὁ Αἰγύπτιος λόγου χάριν Μανέθων ἀριθμεῖ διὰ τὴν Βασιλείαν τῶν θεῶν καὶ ἡμιθέων 25.000 ἔτη. Ο Βαβυλώνιος Βηρωσσὸς διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς Βαβυλῶνος μέχρι τοῦ ᾿Αλε ξάνδρου 470.000. Οἱ ᾿Ινδοὶ 4.320 ἑκατομμύρια ἐτῶν. Ὁμοίως οἱ Κινέζοι καὶ ᾿Ιάπωνες. Κατὰ δὲ τὸν Delitz (Bibel und Babel) «10 Βαβυλώνιοι βασιλεῖς τῆς προϊστορίας πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἔχουν μεγάλην σχέσιν μετὰ τῶν προκατακλυσμιαίων προγόνων τῆς Βίβλου». Αἱ φωναί αὗται τῆς ἀρχαιότητος εἶναι ἀντίλαλοι ἐξογκωθέντες τῆς ἀρχικῆς παραδόσεως ἧς τὴν γνησιότητα φέρει ἡ Βίβλος. Οἱ ἀριθμοὶ τῆς Βίβλου εἶναι ἔναντι αὐτῶν νηφάλιοι, περιωρισμένοι. Οἱ ἀριθμοὶ τῶν ἄλλων λαῶν ἐμπύρετοι. Πάντως δεικνύουν τὴν μεγάλην ἡλικίαν τῶν πρώτων ἀνθρώπων.

Ἡ προκατακλυσμιαία μεγάλη ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου καθ᾿ ἑαυτὴν δὲν ἀντίκειται φυσιολογικῶς εἰς τὰ ὄργανα καὶ τὰς λειτουργίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Η μεγάλη ἢ μικρὰ ἡλικία τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς δὲν εἶναι ὑπόθεσις μόνον σωματική, ἀλλὰ καὶ περιβάλλοντος. Ἡ πρὸς τὸ περιβάλλον προσαρμογὴ ἢ μὴ καὶ αἱ ἐξ αὐτοῦ ταραχαὶ καὶ ἠρεμία παίζουν μέγαν ρόλον εἰς τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρώπου. Πρὸς ἐξακρίβωσιν τῶν συνθηκῶν τῆς προϊστορίας ἡ παροῦσα κατάστασις οὐδὲν μέτρον παρέχει ἡμῖν. Τὸ βέβαιον εἶναι, ὅτι τὰ ὑπάρχοντα λείψανα ζῴων καὶ φυτῶν τῆς προϊστορίας μαρτυροῦν, ὅτι ἡ προϊστορία είχε μεγαθήρια καὶ δένδρα τρομακτικοῦ μεγέθους.

Ως λοιπὸν δὲν δυνάμεθα νὰ συγκρίνωμεν, μετρήσω μεν τὰ τωρινὰ ζῷα πρὸς ἐκεῖνα τὰ μεγαθήρια, οὕτω δὲν ἔχομεν μέτρον συγκρίσεως τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦν 70 – 100 ἔτη πρὸς τοὺς Μαθουσάλας τῆς προϊστορίας.

Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς μακροζωΐας ἐκείνης ἦτο θεῖος. Ἡ μακροζωΐα ἐκείνη ἦτο ἀπαραίτητος 1) διὰ τὴν ταχεῖαν αὔξησιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, 2) διὰ τὴν ἵδρυσιν καὶ παγίωσιν μιᾶς ὠργανωμένης κοινωνίας καὶ 3) – τὸ κυριώτερον διὰ τὴν ἀνόθευτον μετάδοσιν τῆς Παναρχαίας παραδόσεως. Πράγματι! Μόνον εἰς μίαν τοιαύτην μακροζωΐαν, καθ᾽ ἣν ἡ πατρικὴ ἐξουσία συνδυάζεται μετὰ τῆς διοικητικῆς, νομοθετικῆς, δικαστικῆς καὶ ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, ἱδρύεται καὶ στερεοῦται ἡ παλαιὰ κοινωνία. Εἰς μίαν τοιαύτην μακροζωΐαν δύναται ἡ παράδοσις νὰ διατηρηθῇ ἀνόθευτος, ὅταν ὁ ᾿Αδὰμ εἶδε τοὺς ἀπογόνους του μέχρι τοῦ Λάμεχ. ῾Ο Λάμεχ ἔζησε μέχρι τοῦ Σὴμ καὶ ὁ Σὴμ ἔζησεν, ὥστε νὰ διδάξῃ τὸν ῾Αβραάμ.

 Ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Οἱ προϊστορικοὶ ἀριθμοὶ τῆς Βίβλου διὰ τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν ἐν τοῖς κεφαλαίοις 5 καὶ 11. Οἱ ἀριθμοὶ οὗτοι ἀναβιβάζουν εἰς ὀλίγας μόνον χιλιετηρίδας τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν δημιουργίαν τοῦ ᾿Αδάμ. ᾿Αρκετοὶ ὅμως τῶν σημερινῶν ἐπιστημόνων ἀναβιβάζουν τὸν πρῶτον ἄνθρωπον εἰς ἑκατοντάδας χιλιάδων ἐτῶν. Συγκρούεται ἐπιστήμη καὶ Βίβλος; Ας ἴδωμεν τὰ δεδομένα τῆς Βίβλου καὶ ἔπειτα τῆς Επιστήμης, διὰ νὰ ἔλθωμεν εἰς τὰ συμπεράσματά μας.

α) Η Βίβλος. Οἱ ἀριθμοὶ οἱ δεικνύοντες ἐν τῇ Βίβλῳ τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διαφέρουν εἰς τὰς πρὸ Χριστοῦ μεταφράσεις καὶ ἐκδόσεις τῆς Π. Γραφῆς ἤτοι εἰς τὸ Ἑβραϊκόν, Σαμαρειτικὸν καὶ Ἑλληνικὸν κείμενον τὴν μετάφρασιν τῶν Ο΄. Αἱ διαφοραὶ εἶναι αἱ ἑξῆς:

1) ᾿Απὸ ᾿Αδὰμ Νῶε παρῆλθον: Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν 1.656 ἔτη Κατὰ τὸ Σαμαρειτικὸν 1.307 ἔτη Κατὰ τὸ Ἑλληνικὸν Ο΄ 2.256 ἔτη

2) ᾿Απὸ τοῦ κατακλυσμοῦ μέχρι τῆς γεννήσεως τοῦ ῾Αβραάμ. Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν 290 ἔτη Κατὰ τὸ Σαμαρειτικὸν 940 ἔτη Κατὰ τὸ Ἑλληνικὸν 1070 ἔτη.

Πόθεν αἱ διαφοραὶ αὗται; ὑπεστηρίχθη, ὅτι καὶ αἱ τρεῖς ἐκδόσεις ἔχουν κενά τινα ἔναντι τοῦ πρωτοτύπου τοῦ πρώτου ἀρχικοῦ ῾Εβραϊκοῦ κειμένου. “Αν καὶ τοιαῦτα κενὰ εἰς τοὺς πίνακας τούτους δὲν παρατηροῦνται, ὥστε νὰ παραλείπωνται κρίκοι τινὲς τῆς ἁλυσίδος, διότι δίδεται ὁ χρόνος τῆς γεννήσεως καὶ ἡ ὅλη ἡλικία τοῦ γενεαλογουμένου, ἐν τούτοις εἶναι παρατηρημένον, ὅτι γενεαλογικοί τινες πίνακες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἔχουν τοιαῦτα κενά. (Λ. χ. Ρούθ 4 καὶ Ι. Παραλ. 2 καὶ 4 ὡς καὶ Ματθ. 1).

Ἡ δὲ λέξις «Εγέννησε» σημαίνει οὐχὶ μόνον ἄμεσον, ἀλλὰ καὶ ἔμμεσον γέννησιν. (Ιδὲ Γεν. 29, 5. 38, 5). ᾿Ιδίᾳ τὸ Ματθ. 1 8  ἔνθα παραλείπονται τρεῖς κρίκοι, τρία μέλη.

Κυρίως ὅμως εἰπεῖν τὸ ζήτημα τοῦτο τῶν διαφόρων ἀριθμῶν παραμένει ἀκόμη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Αὐγουστίνου ἐπιστημονικῶς χαρακτηρισθὲν ἄλυτον, ἀνοικτόν. Τὸ ζήτημα τοῦτο καθαρῶς ἐπιστημονικὸν δὲν θίγει τὸν σκοπὸν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς τὸν ὑπηρετοῦντα τὸ θεῖον σχέδιον, διότι ἡ ‘Αγία Γραφὴ δὲν ἔχει σκοπὸν ἐπιστημονικὸν χρονολογικόν, ἀλλὰ θρησκευτικόν. Ἡ ῾Αγία Γραφὴ δηλαδὴ δὲν ἐνδιαφέρεται κυρίως διὰ τὸν ἀκριβῆ χρόνον, καθ᾽ ὃν ἔγινε γεγονός τι, ἀλλ᾽ ἐὰν ἔγινε. Περὶ λάθους τοῦ θεοπνεύστου συγγραφέως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσωμεν, διότι ἡ Βίβλος εἶναι θεόπνευστος. Περὶ ἀντιγραφικοῦ λάθους ὄχι μόνον ἐπὶ τῶν μεταφράσεων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν. Οἱ ἐν κεφαλαίοις λοιπὸν 5 καὶ 10 τῆς Γενέσεως περιεχόμενοι χρονολογικοὶ ἀριθμοὶ μετὰ ἢ ἄνευ κενῶν εἶναι ἀρκετοὶ διὰ τὸν σκοπὸν τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἵνα ἐκθέσουν τὸ θεῖον σχέδιον, ἤτοι τὴν γραμμὴν τὴν ὁποίαν εἶχεν ἡ θεία πρόνοια, διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ῾Αβραὰμ καὶ ἐκ τῶν ἀπογόνων του ἔλθῃ ὁ Λυτρωτής.

Σχετικῶς δὲ μὲ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἡλικίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ήτοι πόσα ἀκριβῶς ἔτη διέρρευσαν δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν μετὰ βεβαιότητος, διότι κατὰ τὴν Βουλγάταν ὁ ᾿Αδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἔζησαν 4.000 π.Χ. κατὰ τὸ Martyrologium Romanum 5.199 καὶ κατ᾿ ἄλλους ὑπολογισμοὺς 5.700 ἔτη.

Συμπέρασμα: Ἡ ῾Αγία Γραφὴ τοῦτο μόνον θεωρεῖ ὡς βέβαιον, ὅτι τὸ ἀνθρώπινον γένος ὀλίγας τινὰς χιλιετηρίδας πρὸ Χριστοῦ ἔλαβεν ἀρχήν.

Τί λέγει ὅμως καὶ ἡ ᾽Επιστήμη ἐπ᾽ αὐτοῦ;

β) Ἡ Ἐπιστήμη. Καὶ 1) Η Ιστορία: Η πιστοποιηθεῖσα ἱστορία τῶν Κινέζων καὶ τῶν ᾿Ινδῶν δὲν ἀνέρχεται πέραν τῶν 3.000 ἐτῶν π.Χ. Ὁ Meyer (ἐν τῷ ἔργῳ αὐτοῦ Egypten zur Zeit der Pyramidenerbauer, Leipzig 1908) τοποθετεῖ τὸν ἀρχαιότατον βασιλέα τῆς Αἰγύπτου menes κατὰ τὸ 3300 π.Χ. καὶ τὴν ἀρχαιοτάτην ἐξηκριβωμένην ἱστορικὴν χρονολογίαν τῆς Βαβυλωνιακῆς ἱστορίας κατὰ τὸ 3.000 π.Χ. τὴν βασιλείαν τῶν Σουμερίων 2350 π.Χ. τὸν Σαργών Ι περὶ τὸ 2250. (῎Αλλοι τοποθε τοῦν αὐτὸν περὶ τὸ 2.800 καὶ τὸ ἀρχαιότερον 3.800). Η πρώτη Βαβυλωνιακὴ Δυναστεία κατὰ τοὺς νεωτέρους ὑπολογισμοὺς τοῦ Kugler έβασίλευσε περὶ τὸ 2.049 – 1.750. Ο Χαμμουραμπὶ κατὰ τὸ 1947 – 1905 καὶ κατ᾽ ἄλλους 2.250. Επομένως οὐχὶ μόνον τῶν ᾿Ινδῶν καὶ Κινέζων ἡ ἐξακριβωθεῖσα Ιστορία δὲν ἀνέρχεται πέραν τῶν 3.000 π.Χ. ἀλλὰ καὶ τῶν Βαβυλωνίων καὶ τῶν Αἰγυπτίων.

Εἴμεθα βεβαίως ὑποχρεωμένοι νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι τῆς ἱστορίας ταύτης προηγήθη ὡρισμένη τις προϊστορία η περίοδος, καθ᾿ ἣν ἔλαβε χώραν ἡ ζύμωσις, ἡ ἀνάπτυξις τῆς γλώσσης, τῆς θρησκείας, τοῦ πολιτισμοῦ, ὥστε νὰ ἔλθῃ οὗτος εἰς τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκο μεν αὐτὸν κατὰ τὸ 3.000 π.Χ. ῞Οσον ἀνερχόμεθα πέραν τῆς 2ας καὶ 3ης χιλιετηρίδος πρὸ Χριστοῦ, τόσον αἱ χρονολογίαι γίνονται ἀβέβαιοι ἐπιστημονικῶς. Αἱ γνῶμαι τῶν ἐρευνητῶν ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐπηρεάζονται ὑπὸ τῶν κοσμοθεωρητικῶν αὐτῶν προϋποθέσεων, ἰδίᾳ τῶν ὑλιστῶν καὶ ἐξελικτικῶν. Ἐκ τῶν ἱστορικῶν ὅμως δεδομένων τῶν Καλανδαρίων, τῶν γλωσσικῶν λειψάνων, τῶν συνηθειῶν καὶ μνημείων δυνάμεθα νὰ εὔρωμεν ὡρισμένας τινας κλεῖδας ἐπὶ τῆς διαρκείας καὶ τῆς πορείας τῆς περιόδου ταύτης. Ὁ E. Meyer στηριζόμενος ἐπὶ δεδομένων Καλανδαρίων ἀρχαιοτάτων μνημείων τοῦ ἀρχαιοτάτου Αἰγυπτ. βασιλείου, τοποθε τεῖ τὴν τῆς Αἰγύπτου προϊστορίαν κατὰ 4.200 π.Χ. Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τὸν αὐτὸν ἡ Βαβυλωνιακὴ προηγεῖται τῆς Αἰγυπτιακῆς προϊστορίας, παραδέχεται τὴν Βαβυλωνιακὴν προϊστορίαν καὶ ἑπομένως τὴν προϊστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος ὡς εὑρισκομένην περὶ τὸ 5.000 π.Χ. ὁ P. Scheil τοποθετεί τὴν πρώτην ἱστορικὴν περίοδον τοῦ ᾿Ελὰμ τὸ 3.800 π.Χ. Ὁ Morgan τὰ ἀρχαιότατα εὑρήματα τῶν Σουσῶν περὶ τὸ 5.000 7.000 π.Χ. Ὁ Hilprecht τὰς ἀρχὰς τοῦ προβαβυλωνιακοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τὴν 5η 6η χιλιετηρίδα π.Χ. Ὁ Flinders Petrie τὴν πρώτην δυναστείαν τῶν Αἰγυπτίων περὶ τὸ Ξ ’90 π.Χ. Επομένως ἡ προϊστορία βάσει τῶν ὡρισμένων αὐτῶν δεδομένων κινεῖται μεταξὺ τῶν· 5.000 7.000 ἐτῶν π.Χ. ὅπου καὶ ἡ Βίβλος περίπου. –

Δυσκολίαν παρέχει ἡμῖν ἡ χρονολογικὴ τοποθέτησις ὑπὸ τῆς Βίβλου τοῦ κατακλυσμοῦ. Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν δηλαδὴ κείμενον οὗτος συνέβη 2500 π.Χ. κατὰ τὸ Σαμαρειτικὸν περὶ τὸ 3100 π.Χ. καὶ κατὰ τοὺς Ο’ τὸ 3.300. Διὰ τοὺς μετὰ τὸν κατακλυσμὸν λαοὺς θὰ ἐχρειάζετο, ἵνα οὗτοι ἀναπτυχθοῦν τοὐλάχιστον 3.000 – 4.000 ἔτη. Επομένως ὁ κατακλυσμὸς πρέπει νὰ τοποθετηθῇ εἰς παλαιοτέραν ἐποχὴν ἐκείνης, εἰς ἣν κατατάσσει αὐτὸν ἡ Βίβλος. ῞Οθεν δὲν εἶναι πιθανὸν νὰ ὑπάρχουν εἰς τὸν δεύτερον γενεαλογικὸν πίνακα (Γεν. ΧΙ, 10) κενά τινα ἢ οἱ ἀριθμοὶ νὰ εἶναι ἐσφαλμένοι καὶ νὰ ἔχωμεν οὐχὶ συγγραφικὰ ἀλλὰ ἀντιγραφικὰ λάθη, ὡς εἴπομεν καὶ ἀνωτέρω.

2) Η Γεωλογία: Σπουδαιότατοι Γεωλόγοι μέχρι πρότινος δὲν ἀνεβίβαζον τὴν προϊστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος πέραν τῶν 5.000 – 7.000 π.Χ. Καὶ συγκεκριμένως: Ὁ Pfaff (ἐν τῷ ἔργῳ αὐτοῦ Schöpfing Sgeschichte 712) λέγει: «Πάντες οἱ ἀπροκατάληπτοι Γεωλόγοι καὶ ἔθνογράφοι παραδέχονται ὀλίγας μόνον χιλιετηρίδας πρὸ Χριστοῦ διὰ τὴν προϊστορίαν τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ ἱστορικὰ φυσικὰ γεγονότα δὲν ἀναβιβάζουν τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρώπου πέραν τῶν 5000 -7000 π.Χ..

O Κ.Ε.v Baer. «Ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀνέρχεται πέραν τῆς ὑπὸ τῆς Βίβλου ὁριζομένης χιλιετηρίδος». Σήμερον ὅμως χριστιανοὶ ἐρευνηταὶ παραδέχονται, ὅτι ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου ἀνέρχεται εἰς 100.000 τοὐλάχιστον ἔτη πρὸ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως αἱ βάσεις ἐφ᾽ ὧν στηρίζονται οὗτοι διὰ τοὺς ὑπολογισμούς των δὲν εἶναι βέβαιοι οὐδὲ ἀναντίρρητοι, διότι ή ἀρχή, ἡ διάρκεια καὶ τὰ ἐνδιάμεσα χρονικά διαστήματα τῶν διαφόρων ἐποχῶν τῶν παγετώνων, ἐκ τῶν ὁποίων συνάγεται ἡ ἡλικία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δὲν εἶναι ἀδιαμφισβήτητα. Η γεωλογικῶς ἐξερευνηθεῖσα περιοχὴ εἶναι πολύ μικρά͵ τὸ εὑρεθὲν ὑλικὸν πολύ μικρόν, ἵνα δυνηθῇ νὰ συναγάγῃ τις ἐκ τούτων θετικὰ συμπεράσματα. ᾿Ιδίως ἡ συσχέτισις τῶν σημερινῶν παγετώνων εἰς τὴν ταχύτητά των πρὸς τὰ παγόβουνα τῶν προϊστορικῶν χρόνων ὠδήγησαν εἰς ἐσφαλμένα συμπεράσματα. (Bumül ler, Die Urzeit des Menschen. Schneider, Die Geologie zur Sündflut und zur Chronologie). Οἱ ὑπό τινων γεωλόγων γινόμενοι δεκτοί μεγάλοι ἀριθμοὶ ἀντίκεινται εἰς τοὺς ἀριθμοὺς τῆς ‘Αγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία παρ’ ὅλα τὰ κενά, τὰ ὁποῖα δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἔχει, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ὁμιλεῖ περὶ κλειστοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἐντὸς τοῦ ὁποίου τοποθετεῖ τοὺς ᾿Αδὰμ ‘Αβραάμ. Κενὰ ἐν τῇ ῾Αγίᾳ Γραφῇ πολλῶν ἐτῶν εἶναι ἀπαράδεκτα. Καὶ τέλος. Εἶναι ἀπίθανον νὰ ἔζησεν ἡ ἀνθρωπότης ἑκατοντάδας χιλιάδων ἐτῶν κατὰ τὴν προϊστο ρικὴν περίοδον καὶ νὰ ἔχωμεν ἀναμνήσεις ἱστορικῆς· περιόδου καὶ λεί· ψανα ἐξελίξεως τοῦ πολιτισμοῦ μόνον 5.000 – 6.000 ἐτῶν! –

῞Αλλο ἐπιχείρημα τῶν ἀρνητῶν κατὰ τῆς μικρᾶς ἡλικίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τῆς Βίβλου εἶναι ὁ μέγας ἀριθμὸς τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος προϋποθέτει μακροτέραν τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

᾿Απάντησις. Περὶ τούτου ή ‘Αγία Γραφὴ δὲν ὁμιλεῖ ρητῶς. Δύο ναται μόνον νὰ ἴδῃ τις ἐν τῇ δημιουργίᾳ καὶ μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε…». Ἐν τῇ εὐλογίᾳ ταύτῃ δυνάμεθα νὰ ἴδωμεν μεγάλον πολλαπλασιασμὸν καὶ ἀνάλογον ταχεῖ· αν ἐξάπλωσιν τῶν ἀνθρώπων ἐφ᾿ ὅλης τῆς γῆς καὶ μάλιστα ἐὰν ληφθῇ ὑπ᾽ ὄψιν οἱ προκατακλυσμαῖοι γίγαντες καὶ ἡ πολυχρόνιος αὐτῶν ζωή. Ἐὰν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ἡ παρατηρουμένη αὔξησις τῶν ἀνθρώπων εἰς ἱστορικὴν ἐποχήν, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ὅτι χιλιετηρίδες τινὲς μετὰ τὸν κατακλυσμὸν θὰ ἦσαν ἀρκεταὶ διὰ νὰ ζῶσι πολλὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Ἐὰν δηλαδὴ κατὰ τὸν Ebert τεθῇ ὡς βάσις τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων κατὰ μέσον ἄρον τὸ 21)2)0)Ο θὰ ἦτο δυνατὸν εἰς διάστημα 600 ἐτῶν ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνθρώπων νὰ εἶχε ἀνέλθει εἰς 5. 437. 134, μετὰ 700 ἔτη εἰς 64.233.270 μετὰ 800 ἔτη εἰς 758.839.700 (Schuster).

Συμπέρασμα. Ή ‘Αγία Γραφή, παρ᾽ ὅλα τὰ κενά, τὰ ὁποῖα δυνατὸν νὰ ἔχουν οἱ πίνακες τῶν κεφαλαίων 5 καὶ 10 δὲν ἀναβιβάζει τὴν ἡλικίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πέραν μιᾶς δεκάδος χιλιάδων ἐτῶν. Ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ προϊστορία τῶν λαῶν συμφωνεῖ μετὰ τῶν ἁγιογραφικῶν χρονολογιῶν. Ἡ δὲ Γεωλογικὴ ἐπιστήμη δὲν ἔχει εἴπῃ τὴν τελευταίαν λέξιν της ἐπ᾿ αὐτοῦ. Επομένως ἡ ᾿Επιστήμη δὲν συγκρούεται πρὸς τὴν Βίβλον.



Η παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο’, Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Εκδόσεις «Λυδία», τόμος 1, Β’ έκδοση (1986), σ. 444-449 (αντιγραφή orthopraxia.gr)




Προηγούμενο άρθροAν δεν μας νοιάζει ο πλησίον μας που αγνοεί και δεν τον ενημερώσουμε και τον αφήσουμε να πέσει θύμα αυτού του συστήματος, τι αγάπη έχουμε; 
Επόμενο άρθροΕπέπληξε ο Απόστολος Παύλος τον Απόστολο Πέτρο ως “κατεγνωσμένον”; (πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης)

Αφήστε μια απάντηση