Η βεβήλωση ως ασυναισθησία!
Σπυρίδωνος Μαρίνη
«Δόξω μὲν οὖν οὐκ ὁλίγοις κίνδυνον πολὺν ἔχουσιν ἐπιχειρεῖν ὑπὲρ ἱερῶν σοὶ καὶ τοῦ μὴ δεῖν κακῶς αὐτὰ πάσχειν ᾗπερ νῦν, μέλλων διαλέγεσθαι…», δηλαδή σε πολλούς θα φανεί πολύ επικίνδυνο το ότι θα απευθυνθώ σε σένα για να επιχειρηματολογήσω υπέρ των ναών και να υποστηρίξω ότι οι ναοί δεν πρέπει, όπως συμβαίνει τώρα, να παθαίνουν κακό.» Αυτά γράφει ο μεγαλύτερος ρήτορας και σοφιστής του 4ου μ. Χ. αιώνα Λιβάνιος προς τον βασιλέα Θεοδόσιο, υπερασπιζόμενος την καταστροφή των αρχαίων ειδωλολατρικών ναών. Εγώ, δεν θα μιμηθώ εδώ τον Λιβάνιο, αλλά θα θυμίσω αυτά που θέλουν κάποιοι να ξεχνούν ή αγνοούν για τους ιερούς ναούς μας.
*
Ζούμε εδώ και μήνες την κατασυκοφάντηση των ιερών ναών με την επιβολή της μάσκας-φίμωτρου στα πρόσωπα των εκκλησιαζομένων. Ήταν θέμα χρόνου να φτάσουμε, όπως κι έγινε, και στην βεβήλωση των ιερών ναών με την χημική απολύμανσή τους (και πολύ φοβάμαι ότι επιστρέφουμε σ’ αυτούς χωρίς να έχει διαβαστεί μετά την απολύμανση, ευχή εξαγνισμού «επί ανοίξει ναού βεβηλωθέντος»). Ακούμε και διαβάζουμε από τους ταγμένους να ορθοτομούν τον λόγο της αλήθειας για μόλυνση των πιστών μέσα στους ιερούς χώρους, για μετάδοση θανατηφόρων ιών λόγω του ασπασμού των εικόνων και της χειρός των κληρικών. Σαν να μην υπήρξε ποτέ ορθόδοξη θεολογία στον τόπο αυτό, προσπάθησαν κάποιοι -συγκατατιθέμενοι ωστόσο σε όλα τα άλλα μέτρα κατά της μόλυνσης- να εξαιρέσουν την θεία κοινωνία. Αγνοούν, άραγε ότι από αρχαιοτάτων χρόνων η ιερότητα του χώρου όπως και η ιερότητα των εικόνων, των λειτουργικών σκευών, ακόμα και της χειρός του ιερέα συνδέεται μέχρι ταύτισης με τον καθαγιασμό της θείας Ευχαριστίας κι επομένως με αυτή την ίδια την αναίμακτη θυσία, το σώμα και το αίμα του Κυρίου; Οι αγράμματοι αλλά ευσεβείς άνθρωποι του λαού μας, γνώριζαν βιωματικά αυτή την ταύτιση. Τί συνέβη σήμερα με τους σπουδαγμένους ιεράρχες και ιερείς μας; Κανένας δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει, τουλάχιστον, τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης που έγραψε τόσο διεξοδικά σχόλια πάνω στην λειτουργική σημαντική του ναού και ν’ αντιδράσει έστω και με παραίτηση;
Ουδείς από τους πιστούς που υπερασπίζονται την ιερότητα του ναού, απ’ όσο γνωρίζω, δεν διατύπωσε την άποψη ότι ο ναός είναι άφθαρτος ή ακόμα και αντιμικροβιακός κλωβός. Ο ναός δεν μολύνει τον πιστό, όχι γιατί είναι άσηπτος ή άφθορος, αλλά γιατί το κακό (ιοί, μικρόβια κ.α.) γίνονται ανενεργοί στην παρουσία της άκτιστης ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Καταλύει ανά τους αιώνες ο ιερέας την μύγα ή τον σκορπιό που έπεσε μέσα στο άγιο ποτήριο με την θεία Κοινωνία και δεν παθαίνει τίποτα! Καταλύει την θεία Κοινωνία μετά την μετάληψη ασθενών με λέπρα και λοιμώδη νοσήματα και δεν αρρωσταίνει! Πώς θ’ αρρωστήσει λοιπόν μέσα και εξ αιτίας του ναού; Η απαράδεκτη πράξη του κλεισίματος και της απολύμανσης του ναού στα μάτια ενός πιστού σημαίνει ότι:
1) Ο εγκαινιασμένος ναός δεν θεωρείται πλέον ως ο ξεχωρισμένος, «αφορισμένος» χώρος, ένας χώρος καθαγιασμένος από τις ειδικές ευχές του αρχιερέα, κι επομένως ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο κοσμικό χώρο, ικανό να μολύνει τον πιστό και να του μεταδώσει τον θάνατο. Με την πράξη αυτή παύει ο ναός να είναι ο «οἶκος ὁ οὐρανομήκης, καὶ τὸ τῆς οἰκουμένης καύχημα, τὸ Θυσιαστήριον τὸ ἀληθινὸν τῆς ἀρρήτου δόξης τοῦ Θεοῦ», όπως λέει στην πρώτη ευχή ο αρχιερέας κατά τον εγκαινιασμό του ναού! Η απολύμανση ενός ναού σημαίνει πως οι ευχές εγκαινιασμού και ό,τι ψάλλεται εντός του ναού, όπως το «οὐρανὸς πολύφωτος ἡ ἐκκλησία» κ.α., όχι μόνο αμφισβητούνται, αλλά γίνονται λόγια συμβολικά άνευ οντολογικού περιεχομένου.
2) Ομολογείται στην πράξη ότι τα λείψανα των αγίων και μαρτύρων που τοποθετούνται μέσα στο ναό είναι ανίσχυρα κόκαλα απλών ανθρώπων τα οποία αδυνατούν «καρποὺς ἰαμάτων βλαστάνειν», ούτως ώστε «ὁ πάντων τῶν ἀγαθῶν χορηγὸς ὑπάρχων, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων (…) ἐν τῷ σεπτῷ Οἶκῳ γενέσθαι (…) καὶ δώρησαι ἡμῖν πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν αἰτήματα», δηλαδή «τὸ θαυματουργεῖν δι’ αὐτῶν, πρὸς ἡμετέραν σωτηρίαν» (β΄ ευχή τελετής Εγκαινίων). Επομένως, αποτελεί μία μάταιη κι ανώφελη πράξη η τιμή και προσκύνηση των αγίων λειψάνων!
3) Υπονομεύεται η αρχιερατική εξουσία με τον πιο ύπουλο τρόπο και ακυρώνεται ο μεσολαβητικός ρόλος του επισκόπου, ο οποίος κατά τον εγκαινιασμό κλίνας τα γόνατα και βλέπων προς Ανατολάς εύχεται προς τον Θεό να τον κάνει δική του κατοικία, σκήνωμα της δόξας Του, ιατρείο παθών και καταφυγή ασθενών, ώστε όλες οι ιερουργίες εντός του να καταλήγουν στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο του Θεού.
Πώς φτάσαμε όμως στο σημερινό αυτό φαινόμενο; Φτάσαμε γιατί καταπατήθηκε και βεβηλώθηκε ο «θεσμός» της Εκκλησίας!
Η μαρτυρία ενός Λατίνου Πατέρα της αδιαίρετης Εκκλησίας, του οσίου Ιερωνύμου διασχίζει τους αιώνες και μας θυμίζει αυτό που έγραψε το 376/7 προς τον μοναχό φίλο του Ηλιόδωρο: «Non omnes episcopi episcopi. Adtendis Petrum, sed et Judam considera», δηλαδή «όλοι οι επίσκοποι δεν είναι επίσκοποι. Πρόσεξε τον Πέτρο αλλά παρατήρησε και τον Ιούδα!»
Τα αποκαλυπτικά λόγια του οσίου μου έφεραν στη μνήμη έναν σύγχρονο διάλογο ανάμεσα σε Αρχιμανδρίτη εκτός μονής και τον επίσκοπο «Γέροντά» του:
-Γέροντα θέλω να κάνω μεταπτυχιακό στη θεολογική σχολή!
-Να κάνεις. Σε ποιο τομέα θα το κάνεις;
-Στη δογματική.
-Βρε παιδάκι μου πώς την μπορείς; Εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα!…
Τελικά, ο αρχιμανδρίτης δεν έκανε ποτέ το μεταπτυχιακό, ενώ αντίθετα η δεσποτική άγνοια καθιερώθηκε στο πανελλήνιο!
Ας έρθουμε όμως στην σημασία της δογματικής.
Δόγμα και δογματικό μέσα στην Εκκλησία είναι «το κάθε τι» κι εκφράζει μία αλήθεια. Το σημαντικότερο δογματικό στοιχείο που αφορά στην ταυτότητα της Εκκλησίας και ανήκει στην εκκλησιολογία, είναι το στοιχείο που αποτελεί τον κορμό της διοίκησης και της κανονικής δομής της Εκκλησίας: ο «συνοδικός θεσμός».
Ο συνοδικός θεσμός δεν είναι ένα απλό διοικητικό όργανο, που ασχολείται με «τρέχοντα» θέματα διοίκησης της Εκκλησίας. Όπως μας αποκαλύπτουν οι κανόνες της Εκκλησίας, ο συνοδικός θεσμός από αρχαιοτάτους χρόνους είχε ως πρωταρχικό έργο την ευθύνη να λύνει και να αποφασίζει πρωτίστως για δογματικά θέματα: «δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλους τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…» (37ος Αποστολικός Κανών, 2ος-3ος αι. Ομοίως: 5ος Κανών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το 325/ 20ος της Αντιοχείας το 341/20ος της Λαοδικείας το 380/18ος, 51ος, 52ος, 73ος, 76ος, 77ος, 95ος της Καρθαγένης το 419).
Τουλάχιστον από το 1923 κι ύστερα ορίζεται σαφώς ότι «ανωτάτη αρχή στην Εκκλησία της Ελλάδος είναι η Σύνοδος της Ιεραρχίας της, η οποία αποτελείται από «πάντας» τους αρχιερείς που έχουν επαρχίες. Επειδή όμως κατά πλειοψηφία η ιεραρχία αποτελείται από υπέργηρους μητροπολίτες που βρίσκονται σε μακρινές περιοχές από την πρωτεύουσα, καθιερώθηκε η ολιγάριθμη σύνοδος, η λεγόμενη «διαρκής» που αναφέρεται ωστόσο στην Σύνοδο της Ιεραρχίας. Τόσο σημαντικές αποφάσεις, όπως το κλείσιμο των ναών, η ματαίωση του εορτασμού του Πάσχα, δεν θα έπρεπε να παίρνονται, τουλάχιστον, ομόφωνα και «από κοινού», δηλαδή από ολόκληρο το σώμα της ιεραρχίας; Μήπως, λοιπόν, το σώμα της ιεραρχίας, ενδίδει όπως και στην Επταετία 1967-1974 στη λογική της κρατικής απολυταρχίας; Μήπως πολλοί ποιμένες αποδεικνύονται μισθωτοί, γι’ αυτό και βλέποντας τον λύκο να έρχεται, αφήνουν τα πρόβατα και φεύγουν και ο λύκος τ’ αρπάζει και σκορπίζει τα πρόβατα; Λύκος είναι ο διάβολος που γεννά σήμερα μέσα στην ψυχή των διασκορπισμένων προβάτων την θλίψη, την αμφιβολία, την απόγνωση. Κι αν αντιστέκονται όσα πρόβατα ευλογήθηκαν να ποιμανθούν στη ζωή τους από αγίους ποιμένες, τι γίνεται με τα άλλα πρόβατα;
Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο βρισκόμαστε σήμερα, δυστυχώς, μπροστά σε μία οδυνηρή, όσο και ανομολόγητη πραγματικότητα: την επισφράγιση του διωγμού της Εκκλησίας από τους ίδιους τους θεματοφύλακές της! Επιστρέφουμε, λοιπόν, και πάλι στη ζωή των κατακομβών με μοναδικό μας όπλο το Ψαλτήρι και περιμένουμε με βεβαιότητα την επέμβαση του Κυρίου, κράζοντας: «πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. Βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς!».