Τω αυτώ μηνί Κς’, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αδριανού και Ναταλίας.
Εις τον Αδριανόν.
Αδριανού τέμνουσι χείρας και πόδας,
Χείρες πονηρών, ων φονοδρόμοι πόδες.
Εις την Ναταλίαν.
Εν τω βίω σύνευνος, εν δε τω πόλω,
Αδριανώ σύσκηνος η Ναταλία.
Αδριανός τμήθη χείρας πόδας εικάδι έκτη (1).
Ο Άγιος Μάρτυς Αδριανός και η σύζυγος αυτού Ναταλία, ήτον από την πόλιν της Νικομηδείας κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, εν έτει σϞη’ [298]. Κατά την δευτέραν δε περίοδον, οπού έκαμεν ο Μαξιμιανός εις την βασιλείαν του, διώκωντας τους Χριστιανούς, τότε λέγω, επιάσθησαν εικοσιτρείς Χριστιανοί, οι οποίοι ήτον κεκρυμμένοι μέσα εις τα σπήλαια, και ετιμωρήθησαν με διαφόρους τιμωρίας. Τούτους λοιπόν ερώτησε και ο Άγιος Αδριανός προ του να μαρτυρήση, και είπεν αυτοίς. Διατί ω αδελφοί, υπομένετε ταύτα τα ανυπόφορα βάσανα, και τας δεινάς τιμωρίας; Εκείνοι δε απεκρίθησαν. Ημείς υπομένομεν ταύτα, δια να κερδήσωμεν τα αγαθά εκείνα, οπού είναι ετοιμασμένα εις τους Ουρανούς από τον Θεόν, δια εκείνους οπού πάσχουσιν υπέρ της αγάπης του, τα οποία αγαθά, ούτε αυτί δύναται να ακούση, ούτε λόγος να παραστήση. Ταύτα δε ακούσας ο μακάριος Αδριανός, εκατανύχθη από την θείαν χάριν, και είπεν εις τους ταχυγράφους, οπού έγραφον τα ονόματα των μελλόντων μαρτυρήσαι Χριστιανών, γράψετε και το εδικόν μου όνομα μαζί με τα ονόματα των άλλων Χριστιανών. Επειδή και εγώ ηδονήν νομίζω, το να αποθάνω μαζί με αυτούς δια την αγάπην του Χριστού. Οι δε ταχυγράφοι έγραψαν και αυτόν, και με αλυσίδας τον έδεσαν και τον εφυλάκωσαν. Ευθύς δε οπού έμαθε τούτο η γυνή του Ναταλία, ενόμισεν ότι δια άλλην υπόθεσιν τον επίασαν, όθεν ανεστέναζε και εθρήνει. Αφ’ ου δε ύστερον έμαθεν, ότι δια τον Χριστόν έβαλον αυτόν εις τα δεσμά και εις την φυλακήν, ευθύς ενεδύθη ρούχα λαμπρά, και επήγεν ογλίγωρα εις την φυλακήν. Εις την οποίαν εμβαίνουσα, κατεφίλει τα δεσμά και τας αλυσίδας, οπού εφόρει ο σύζυγός της Αδριανός, και εμακάριζεν αυτόν δια την προθυμίαν, οπού έδειξε. Συμβουλεύουσα μεν αυτόν, να μένη στερεός και ασάλευτος εις τα βάσανα, οπού μέλλει να δοκιμάση δια τον Χριστόν, παρακαλούσα δε και τους άλλους συνδεσμίους Χριστιανούς, να εύχωνται εις τον Θεόν δια λόγου του.
Και τότε μεν η Ναταλία εγύρισεν εις το οσπήτιόν της, με την συμβουλήν και τον λόγον του Αγίου Αδριανού. Ο δε Άγιος Αδριανός εχαιρέτισε τους φυλακωμένους Χριστιανούς, και λαβών την άδειαν από τους δεσμοφύλακας, επήγεν εις το οσπήτιόν του δια να μηνύση εις την σύζυγόν του Ναταλίαν, ότι ήλθε καιρός να τελειωθή δια του μαρτυρίου. Τούτο δε ακούσασα η Ναταλία, και νομίσασα ότι φοβηθείς ο Αδριανός τα βάσανα, αρνήθη τον Χριστόν, και δια τούτο ελευθερώθη από την φυλακήν, τούτο λέγω νομίσασα, εσφάλισε την πόρταν του οσπητίου, και έκλεισεν έξω τον Αδριανόν, ονειδίζουσα αυτόν ως αρνησίχριστον, και ονομάζουσα αυτόν δειλόν και φιλόζωον. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και ενθύμιζεν αυτόν την φρικτήν εκείνην απόφασιν, την οποίαν εξεφώνησεν ο Κύριος εναντίον εκείνων, οπού τον αρνούνται, ειπών· «Ος αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Επρόσθεττε δε και τούτο η μακαρία Ναταλία, ονομάζουσα εαυτήν αθλίαν και δυστυχή, διατί δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε μίαν ημέραν η δόξα αύτη, το να ονομάζεται δηλαδή γυνή Μάρτυρος. Αλλά την μακαριότητα και ευτυχίαν, οπού ήλπιζε να λάβη, διεδέχθη αιφνιδίως δυστυχία και αθλιότης.
Αφ’ ου δε έμαθεν η Ναταλία τον σκοπόν, δια τον οποίον επήγεν ο Άγιος εις τον οίκον του, ευθύς μετεβλήθη, και άνοιξε την πόρταν του οσπητίου, και περιχαρώς τον Άγιον κατησπάζετο. Ευθύς δε ακολουθήσασα εις τον Άγιον, επήγε μαζί με αυτόν εις τον βασιλέα. Παρασταθείς λοιπόν ο Άγιος Αδριανός εις τον τύραννον, και ομολογήσας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη με ξύλα, έπειτα ριφθείς ανάσκελα κατά γης, τόσον πολλά εδάρθη εις την κοιλίαν ο αοίδιμος, ώστε οπού εφάνηκαν από έξωθεν τα εσωτερικά σπλάγχνα του. Όταν δε ταύτα ο Μάρτυς έπασχεν, ήτον χρόνων εικοσιοκτώ. Έπειτα ομού με τους άλλους Χριστιανούς, έκοψαν τας χείρας και τους πόδας του Αγίου, εις κάθε δε μέλος του Αγίου οπού εκόπτετο, συνεβοήθει και η γυνή του Ναταλία, και έβαλλε το μέλος εκείνο επάνω εις το αμώνι, δια να κοπή. Και τον μεν δήμιον, οπού υπηρέτει εις το κόψιμον των χειρών και ποδών του Αγίου, παρεκάλει η Ναταλία, να κτυπά δυνατώτερα την κοπίδα και το τζεκούρι, δια να προξενήται εις τον Άγιον πόνος περισσότερος και δριμύτερος. Τον δε Αδριανόν παρεθάρρυνε και ενεδυνάμονε, να υπομένη ανδρείως τους πόνους, και να μη προδώση δια δειλίαν το υπέρ Χριστού μαρτύριον.
Όταν δε ο Άγιος Αδριανός ετελείωσε το μαρτύριον, μαζί με τους λοιπούς Μάρτυρας, και τα άγια αυτών λείψανα έμελλον να ριφθούν εις την φωτίαν δια να κατακαούν, τότε η μακαρία Ναταλία πέρνουσα το ένα χέρι του Αγίου Αδριανού, έβαλεν αυτό μέσα εις τον κόλπον της, και ηκολούθει οπίσω εις τα άγια λείψανα. Είτα πέρνουσα και τα αίματα, οπού έσταζον από τα άγια λείψανα, άλειφε τον εαυτόν της με αυτά, ωσάν με μύρα και αρώματα. Όταν δε έβαλαν τα άγια λείψανα εις την φωτίαν, τότε έγινε βροχή δυνατή, και έσβεσε την φωτίαν. Όθεν ένας Χριστιανός, Ευσέβιος ονομαζόμενος, επήρε τα άγια λείψανα, και τα έβαλε μέσα εις μικρόν καΐκι, και φέρωντας αυτά εις την Αργυρούπολιν, ήτις ευρίσκεται κοντά εις το Βυζάντιον, εκεί τα ενταφίασεν, όπου τελείται και η Σύναξις των Αγίων και εορτή. Εκεί δε επήγεν ύστερον και η Αγία Ναταλία, και παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και ενταφιάσθη κοντά εις τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων. (Σημείωσαι ότι το ελληνικόν Μαρτύριον τούτων σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Μαξιμιανού του τυράννου των της βασιλείας σκήπτρων».)
Ἀπό τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Γ’. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
Το είδαμε: www.koinoniaorthodoxias.org